Ασπασία Ράλλη, μια Μανιάτισσα στα Γιάννενα.
Γράφει ο Ιωσήφ Τσιμισκής
Υπήρξε μια εποχή στην ελληνική επικράτεια όπου οι τίτλοι ευγενείας, οι πολιτικοί θώκοι αλλά και το φύλο που άνηκε ο καθένας και η κάθε μια, είχαν δευτερεύουσα ως και τριτεύουσα σημασία. Τουλάχιστον για την συντριπτική πλειοψηφία αυτό ίσχυε.
Η μάχη του Δρίσκου απέδειξε ότι στην πεποίθηση για την διεύρυνση της Ελλάδας και την απελευθέρωση εδαφών ήταν όλοι προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια. Πολιτευτές, πολιτευόμενοι, καλλιτέχνες, ποιητές, όλοι ανακατεμένοι χωρίς διακρίσεις και προνομιακές θέσεις στράτευσης βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της εμπολέμου ζώνης. Μια ξεχωριστή παρουσία είναι αυτή της Ασπασίας Ράλλη.
Δεν πρόκειται για μια τυχαία γυναίκα, είναι η κόρη του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, πρωθυπουργού της Ελλάδας, ανεψιά του Αλεξ. Ρώμα (όχι του Διονυσίου Ρώμα αλλά της αυτής οικογενείας) ο οποίος είχε εκλεγεί έξι φορές βουλευτής και από το 1897 έως το 1909 είχε διατελέσει τρεις φορές Πρόεδρος της Βουλής. Υπήρξε σύζυγος του πολιτευτού Αττικής I. Ράλλη, ο οποίος είχε δημιουργήσει το Μυστικό Ελληνικό Μακεδονικό Κομιτάτο για την δημιουργία αντάρτικου στην υπό οθωμανική κατοχή Μακεδονία. Η Ασπασία ακολούθησε την μανιάτικη παράδοση των Μαυρομιχαλαίων αλλά και γενικότερα η Λακεδαιμονική της προέλευση και υπόσταση την είχε ωθήσει αυτοβούλως να μην μείνει στο αρχοντικό της, πράγμα το οποίο θα ήταν εφικτό. Νοουμένου ότι εκτός της αριστοκρατικής της καταγωγής ήταν και γυναίκα, παρά ταύτα ακολούθησε στη μάχη του Δρίσκου το θείο της Αλέξανδρο ο οποίος ήταν επικεφαλής των Ελλήνων ερυθροχιτώνων, του εθελοντικού εκείνου τμήματος των Γαριβαλδίνων της Ιταλίας. Επιπλέον, σε αυτη την μάχη συμμετείχαν οι Λορέντζος Μαβίλης (ποιητής), Κωνσταντίνος Γερακάρης, Αριστοτέλης Τοπάλης, Βραχνός, Χαϊδεμενάκης, Μακρής και πολλοί άλλοι.
Η μάχη αυτή στον Δρίσκο στις 28 Νοεμβρίου 1912 δόθηκε για να βοηθηθούν τα στρατεύματα που πολεμούσαν στο Μπιζάνι και είχαν περιέλθει σε δεινή θέση . Η θέση της ήταν νοσηλεύτρια αλλά αυτό δεν την εμπόδισε οταν ήρθε η ωρα να πάρει το τουφέκι ανά χείρας και να πολεμήσει σαν αντάξια εγγονή του προγόνου της Λεωνίδα των Σπαρτιατικών δυνάμεων.
Η μάχη υπήρξε φονική παρά τις αρχικές επιτυχίες των Γαριβαλδινών, όπου είχαν καταφέρει πλέον να βλέπουν την λίμνη των Ιωαννίνων από κοντά. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο ο κρητικός Κωνσταντίνος Γερακάρης έλεγε στους συμπολεμιστές του και στον Ρώμα: ”Τι θαύμα είναι τα Γιάννινα. Αξίζει να σκοτωθεί κανείς για να τα πάρει!”
Εν τω μεταξύ, το κέντρο αμύνεται αλλά ο θάνατος θερίζει.
Στην πρώτην γραμμήν η Ασπασία I. Ράλλη, αφήνει τα νοσοκομειακά της έργα, μάχεται στο πλευρόν του θείου της, ο οποίος απτόητος έτρεχεν από το ένα σημείον της παρατάξεως εις το άλλο.
Είναι τεράστιες οι απώλειες, ο ένας μετά τον άλλο φονεύονται. Ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλλης, αποσύρεται πληγωμένος από το πεδίον της μάχης, δέχεται και δεύτερη σφαίρα, η οποία τον αφήνει νεκρόν. Σκοτώνεται επίσης ο λοχαγός Αλέξανδρος Βραχνός, ο Τοπάλης και ο Κρητικός Γερακάρης, παλαιός πολεμιστής της Κρήτης, ο οποίος είχε και τέσσαρις γιούς στον πόλεμον. Τέλος, ο ίδιος ο αρχηγός Αλέξ. Ρώμας δέχεται μίαν σφαίρα στον βραχίονα και οδηγείται στο χειρουργείο όταν με το ρεβόλβερ του υπεστήριξεν ένα ελληνικό πυροβόλο, μετά μανίας προσβαλλόμενο από τους Τούρκους.
Παραστατικά, ο Καρβούνης αναφέρει :
”Η Ασπασία Ι. Ράλλη, κόρη του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Η Ασπασία Ράλλη παίρνει το όπλο…
Εκκινήσασα μόνη από του νοσοκομείου όπου ενοσήλευεν τους τραυματίας, η κυρία Ασπασία Ράλλη (σύζυγος του πολιτικού Ιωάννη Ράλλη), κόρη των Μαυρομιχαλέων (κόρη του διατελέσαντος πρωθυπουργού Κυριακούλη Μαυρομιχάλη) και ανεψιά του αρχηγού, επροχώρησεν ατάραχος ωσάν να μετέβαινεν εις χαρμόσυνον τελετήν, μέχρι της πρώτης γραμμής του πυρός παρά το πλευρόν του θείου της αρχηγού.
Ευθυτενής απέναντι των σφαιρών και των οβίδων, μερικαί των οποίων κατεθρυματίζοντο γύρω της έλαβεν εκ των χειρών αξιωματικού επιτελούς έν όπλον και έρριψεν αρκετάς σφαίρας κατά του εχθρού…”
Η μάχη του Δρίσκου είχε χαθεί, τα Γιάννενα όμως λίγο αργότερα θα απελευθερωθούν και θα ενσωματωθούν με την Ελλάδα.
Η Ασπασία Ράλλη είχε πράξει οτιδήποτε ήταν δυνατόν για να αποδείξει ότι η εθνική καταγωγή στέκεται ψηλότερα από τους τίτλους ευγενίας.