FT: Η ισλαμοφοβία και η νέα σύγκρουση των πολιτισμών
Η καχυποψία και το μίσος ανάμεσα στον μουσουλμανικό και τον μη μουσουλμανικό κόσμο αυξάνονται διαρκώς. Η 11η Σεπτεμβρίου και το νέο κύμα τρομοκρατικών επιθέσεων. Η υποχώρηση του μετριοπαθούς Ισλάμ.
του Gideon Rachman
Financial Times
Έχουν περάσει πλέον περίπου είκοσι χρόνια από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον και η ιδέα ότι η διεθνής πολιτική πρέπει να οργανωθεί γύρω από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» δεν είναι πλέον στη μόδα.
Αλλά η καχυποψία και το μίσος απέναντι στον μουσουλμανικό κόσμο, που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου, δεν έχουν υποχωρήσει με το πέρασμα του χρόνου. Αντίθετα, η ισλαμοφοβία, όπως αποκαλείται συχνά, βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της πολιτικής στα περισσότερα κέντρα ισχύος του πλανήτη -από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. έως την Κίνα και την Ινδία.
Την ίδια στιγμή, χώρες οι οποίες άλλοτε θεωρούνταν προπύργια του μετριοπαθούς Ισλάμ -συγκεκριμένα η Τουρκία, η Ινδονησία και το Πακιστάν- βιώνουν μια άνοδο του ριζοσπαστικού ισλαμισμού. Η γενικότερη εικόνα είναι πως τόσο ο μουσουλμανικός όσο και ο μη μουσουλμανικός κόσμος γίνονται όλο και λιγότερο ανεκτικοί o ένας απέναντι στον άλλο, με τους πολιτικούς να τείνουν όλο και περισσότερο στην προαγωγή φοβικών αντιλήψεων για τον κόσμο.
Η πιο αξιοσημείωτη εξέλιξη τελευταία ήταν η απόφαση της Κίνας να φυλακίσει περισσότερους από 1 εκατομμύριο Ουιγούρους μουσουλμάνους στη βορειοδυτική επαρχία Ξινγιάνγκ σε τεράστια στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε μια προσπάθεια να τους «επανεκπαιδεύσει». Η συγκεκριμένη πολιτική φαίνεται να είναι μια εξαιρετικά τραβηγμένη απάντηση σε μια σχετικά μικρή απειλή εγχώριας τρομοκρατίας, η οποία συνδυάζεται με την όλο και μεγαλύτερη παράνοια του κομμουνιστικού κόμματος για την κοινωνική, πολιτική και περιφερειακή συμμόρφωση. Η διαδικασία «επανεκπαίδευσης» έχει ξεκινήσει από τις αρχές του 2017 και έχει αρχίσει με αρκετή καθυστέρηση να προκαλεί διεθνείς αποδοκιμασίες.
Πάνελ του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχει καλέσει την Κίνα να απελευθερώσει τους παράνομα κρατούμενους Ουιγούρους. Αυτόν τον μήνα, η Τουρκία έγινε το πρώτο μουσουλμανικό έθνος το οποίο καταδίκασε και επίσημα την πολιτική του Πεκίνου απέναντι στην κοινότητα. H αργή αντίδραση του υπόλοιπου πλανήτη στις ενέργειας της Κίνας στην Ξινγιάνγκ απορρέει εν μέρει από την απροθυμία να ανταγωνιστεί την ανερχόμενη υπερδύναμη. Αλλά μπορεί επίσης να αντανακλά μια όλο και πιο επιθετική στάση απέναντι στις μουσουλμανικές μειονότητες σε άλλα μέρη του κόσμου.
H Ινδία, η άλλη αναδυόμενη υπερδύναμη της Ασίας, κυβερνάται από το εθνικιστικό κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα για πέντε σχεδόν χρόνια. Οι φανατικοί του κόμματος δεν κρύβουν ότι θεωρούν το Ισλάμ ως κάτι ξένο προς την Ινδία. Περίπου το 14% του ινδικού πληθυσμού είναι μουσουλμάνοι, αλλά δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος μεταξύ των 282 μελών του κόμματος που εκλέχτηκαν στο κοινοβούλιο το 2014. Ο φόβος της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Ινδία έχει αυξηθεί μετά τη βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στο Κασμίρ, η οποία σκότωσε 44 αστυνομικούς. Με τις εκλογές να είναι κοντά, φαίνεται πιθανή μια άνοδος των κοινοτικών εντάσεων.
Το αντι-μουσουλμανικό μένος έχει φουντώσει και στη Μιανμάρ, όπου περισσότεροι από 700.000 μουσουλμάνοι Ροχίνγκια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα μετά από επιθέσεις του στρατού και τις αναφορές για βιασμούς και δολοφονίες. Οι περισσότεροι ζουν σήμερα ως πρόσφυγες στο γειτονικό Μπαγκλαντές. Ωστόσο, τα δεινά των μουσουλμάνων προσφύγων δεν προκαλούν την αγανάκτηση του κόσμου στη Δύση. Από την 11η Σεπτεμβρίου και έπειτα, πολλοί περισσότεροι Αμερικανοί έχουν πέσει θύμα πυροβολισμών σε σχολεία παρά ισλαμιστών τρομοκρατών, αλλά οι πολιτικοί έχουν εντείνει την αντι-μουσουλμανική ρητορική.
Την περίοδο αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο τότε Αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους επισκέφτηκε ένα τζαμί και διακήρυξε ότι το «Ισλάμ είναι ειρήνη». Ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδισε 15 χρόνια αργότερα την προεδρία με προεκλογικό σύνθημα την απαγόρευση εισόδου όλων των μουσουλμάνων στις ΗΠΑ.
Τα τελευταία χρόνια, η ισλαμική τρομοκρατία έχει χτυπήσει την Ευρώπη πολύ πιο συχνά από ό,τι τις ΗΠΑ, με τη Γαλλία να πληρώνει ιδιαίτερα βαρύ τίμημα. Ο φόβος της τρομοκρατίας, σε συνδυασμό με την έλευση προσφύγων από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, έχουν αυξήσει τη στήριξη για εθνικιστικά και ισλαμοφοβικά κόμματα. Κόμματα τα οποία έκαναν προεκλογικό αγώνα κατά της μουσουλμανικής μετανάστευσης είναι πλέον στην κυβέρνηση στην Ουγγαρία, την Αυστρία, την Ιταλία και την Πολωνία και υπάρχουν ισχυρές αντιπολιτευτικές δυνάμεις που διαμορφώνουν την ατζέντα στη Γερμανία και τη Γαλλία.
H αντι-ισλαμική ριζοσπαστικοποίηση εκτός του μουσουλμανικού κόσμου συμπίπτει με την άνοδο του δυναστικού ισλαμισμού σε κάποιες μουσουλμανικές χώρες, οι οποίες ήταν σχετικά απρόσβλητες από την ιδεολογία αυτή.
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρόεδρος της Τουρκίας που κάποτε παρουσιαζόταν στη Δύση ως μοντέλο εκσυγχρονιστή δημοκράτη, γίνεται ολοένα και πιο δεσποτικός και αναπαράγει θεωρίες συνωμοσίας για τη Δύση. Οι κοσμικοί πολίτες της Τουρκίας βρίσκονται σε οριακό σημείο, φοβούμενοι τον εξισλαμισμό της χώρας τους από τον Ερντογάν.
Η κατάσταση επιδεινώνεται στο Πακιστάν εδώ και δεκαετίες. Οι ισλαμιστές χρησιμοποιούν τη νομοθεσία περί βλασφημίας ως όπλο για τις διώξεις κατά θρησκευτικών μειονοτήτων και πολιτικών αντιπάλων. Ο Σαλμάν Ταζέερ, πρώην κυβερνήτης της περιφέρειας του Πουντζάμ, ο οποίος μίλησε κατά του νόμου περί βλασφημίας, δολοφονήθηκε το 2011. Ο δολοφόνος του έγινε ήρωας του ισλαμικού κινήματος. Ο Ίμραν Καν, ο σημερινός πρωθυπουργός, υπερασπίζεται τον νόμο περί βλασφημίας.
Οι καμπάνιες ενάντια στη βλασφημία έχουν μετατραπεί σε πολιτικό όπλο στην Ινδονησία, την πολυπληθέστερη μουσουλμανική χώρα. Ο Μπασούκι Τζαχάτζα Πουρνάμα (γνωστός ως Αχόκ), Χριστιανός και πρώην κυβερνήτης της Τζακάρτα, φυλακίστηκε το 2017 αφότου καταδικάστηκε για βλασφημία. O Αχόκ ήταν προστατευόμενος του Ινδονήσιου προέδρου Τζόκο Ουιντόντο, γνωστού ως Τζοκόουι. Αλλά, φοβισμένος από την άνοδο του ισλαμισμού, ο Τζοκόουι επέλεξε έναν συντηρητικό μουσουλμάνο κληρικό ως τον συνυποψήφιό του στις προεδρικές εκλογές του Απριλίου.
Στην περίοδο αμέσως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, υπήρχαν ατελείωτες συζητήσεις για τη «σύγκρουση των πολιτισμών» ανάμεσα στον μουσουλμανικό και τον μη μουσουλμανικό κόσμο. Δεν είναι πλέον ιδιαίτερα της μόδας να συζητάς το ζήτημα.
Μολαταύτα, αναδύεται κάτι που μοιάζει με «σύγκρουση πολιτισμών».