Τα δύο πρόσωπα του Βλαντίμιρ Πούτιν
Του Κώστα Ράπτη
Σαν το Ιανό, ο Βλαντίμιρ Πούτιν παρουσίασε στην ετήσια ομιλία του για την κατάσταση του έθνους ενώπιον των δύο ομοσπονδιακών νομοθετικών σωμάτων, δύο διαφορετικά πρόσωπα.
Το ένα ήταν αυτό της προβολής ισχύος προς το εξωτερικό και κατέστη σαφές με την προειδοποίησή του ότι αν οι ΗΠΑ αναπτύξουν πυραύλους μέσου βεληνεκούς στην ευρωπαϊκή ήπειρο η Ρωσία θα απαντήσει αναλόγως, με την ανάπτυξη συστημάτων τα οποία θα στοχοποιούν όχι μόνο τις “βάσεις” της απειλής, αλλά και τα “κέντρα λήψης αποφάσεων”.
Πρόκειται για την επισημοποίηση της νέας κούρσας εξοπλισμών για την οποία προειδοποίησε σε σύσκεψη με τους υπουργούς Εξωτερικών και Άμυνας στις 2 Φεβρουαρίου, στο φόντο της απόσυρσης των ΗΠΑ από την συνθήκη INF του 1987 – και το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον αποτελεί τον αποκλειστικό αποδέκτη των μηνυμάτων του, δείχνει πόσο λίγο μετράει ο ένοικος του Κρεμλίνου την Ευρώπη ως συνομιλητή.
Το άλλο πρόσωπο, όμως, ήταν αυτό της δημόσιας παραδοχής όλων των αδυναμιών και υστερήσεων της Ρωσίας, από την επανεμφάνιση του δημογραφικού προβλήματος, μέχρι το γεγονός ότι 19 εκατομμύρια Ρώσοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Μόνη η “υψηλή πολιτική” δεν επαρκεί – όπως αντιλαμβάνεται όποιος άκουσε τον Πούτιν να ασχολείται διεξοδικά με το ζήτημα της περισυλλογής απορριμμάτων και της κατάργησης των επικίνδυνων χωματερών.
Σχολιάζουν βεβαίως τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κυρίως το γεωπολιτικό σκέλος των όσων είπε ο Ρώσος πρόεδρος. Όμως, δεν είναι τυχαίο ότι τα πέντε έκτα της ομιλίας του ήταν αφιερωμένα σε εσωτερικά ζητήματα. Ούτε ότι επισπεύσθηκε η εκφώνηση του ετήσιου διαγγέλματος, το οποίο προγραμματιζόταν να συμπέσει με τη συμπλήρωση στα μέσα Μαρτίου πέντε ετών από την προσάρτηση της Κριμαίας.
Το τάιμινγκ είναι πάντοτε καλά μελετημένο. Η περσινή αντίστοιχη ομιλία του Πούτιν εκφωνήθηκε την 1η Μαρτίου, δηλαδή μόλις λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή των προεδρικών εκλογών που του χάρισαν άλλη μία εξαετή προεδρική θητεία – και επικεντρώθηκε στην παρουσίαση των νέων οπλικών συστημάτων της Ρωσίας, τα οποία φέρεται να αποκαθιστούν την “ισορροπία του τρόμου”, αν όχι και να εξασφαλίζουν πλεονέκτημα, έναντι της αμερικανικής πλευράς.
Φέτος, αντιμέτωπος με την μεγάλη υποχώρηση της δημοτικότητάς του (μετά την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης) και την εντεινόμενη δυσφορία των Ρώσων πολιτών για την κατάσταση της οικονομίας, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επιχειρεί μια πολιτική αντεπίθεση, εξαγγέλλοντας μέτρα όπως η καθιέρωση επιδομάτων και φοροαπαλλαγών για τις οικογένειες που αποκτούν τρίτο παιδί, η αύξηση των συντάξεων, η αναστολή της αποπληρωμής στεγαστικών δανείων για όσους χάνουν τη δουλειά τους, η ενίσχυση των προγραμμάτων καταπολέμησης της φτώχειας, ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης και του συστήματος υγείας με κινήσεις όπως η εξασφάλιση γρήγορου Ίντερνετ σε όλα τα σχολεία εντός διετίας και η χρηματοδότηση του αντικαρκινικού αγώνα με το αντίστοιχο 15 δισ. δολαρίων την επόμενη εξαετία (Το ότι η εμπορική σχέση με την Κίνα στηρίζεται ολοένα και περισσότερο στην εξαγωγή υδρογονανθράκων, παρά προϊόντων μεταποίησης, είναι μια ενοχλητική λεπτομέρεια στην οποία ο Πούτιν προτίμησε να μην αναφερθεί).
Για δε το επιχειρηματικό ακροατήριο, είχε να υποσχεθεί την απλοποίηση του ρυθμιστικού πλαισίου και την απομάκρυνση γραφειοκρατικών εμποδίων, ενώ εξαγγέλλοντας την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας για πρώτη φορά συνέδεσε με τον πιο επίσημο τρόπο το σχέδιο οικοδόμησης της Ευρασιατικής Ένωσης με τους νέους δρόμους του μεταξιού του Κινέζου ηγέτη Σι Τζινπινγκ.
Δεν είναι τόσο ζήτημα εξεύρεσης πόρων, όσο ιεράρχησης των προτεραιοτήτων (και άρα κοινωνικής δικαιοσύνης). Άλλωστε ο Βλαντίμιρ Πούτιν υπερηφάνως ανακοίνωσε ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας έχουν υπερβεί το εξωτερικό χρέος της χώρας, δημόσιο και κυρίως ιδιωτικό. Όμως η “γερμανικής εμπνεύσεως” οικονομική πολιτική, που κατεξοχήν έμβλημά της είχε μια νομισματική πολιτική περισσότερο αυστηρή από όσο επέτρεπε ο ρυθμός αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού, μοιάζει να παραχωρεί τη θέση της σε “κινεζικής κοπής” κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία.
Είναι αμφίβολο αν οι εξαγγελίες αυτές θα επιτύχουν τον πολιτικό στόχο τους, καθώς ο μέσος Ρώσος (που, κατά τις δημοσκοπήσεις, ακόμη νοσταλγεί τις κοινωνικές εγγυήσεις του σοβιετικού συστήματος) γνωρίζει τους περιορισμούς του συστήματος του οποίου προΐσταται ο Πούτιν – και θεμελιώνεται σε μια σειρά συμβιβασμών με τους νομιμόφρονες ολιγάρχες. Όμως το δίλημμα “κανόνια ή βούτυρο” δεν τίθεται στην ρωσική δημόσια συζήτηση.
Η αίσθηση του ανταγωνισμού με τη Δύση είναι εμπεδωμένη στον πληθυσμό και προσφέρει πάντοτε ένα “μαξιλάρι” υποστήριξης στον Πούτιν, όποτε αυτός εμφανίζεται να υπερμάχεται του εθνικού συμφέροντος. Άλλωστε η εξοπλιστική πολιτική της Ρωσίας, μολονότι απορροφά το 5% του ΑΕΠ, βασίζεται κυρίως στην λογική της “ασυμμετρίας”, δηλ. στην επίτευξη ισορροπίας χωρίς τις αβυσσαλέες δαπάνες της αμερικανικής πολεμικής μηχανής.
Επιπλέον, οι κυρώσεις της Δύσης είχαν και θετικά αποτελέσματα για την ρωσική οικονομία, όπως την ανάκτηση εγχώριας αγοράς από την αγροτική παραγωγή και την απομόχλευση των επιχειρήσεων που μείωσε το εξωτερικό χρέος. Η κύρια πρόκληση για τη Ρωσία είναι ότι θα πρέπει εφεξής να κινείται σαν να επίκειται ανά πάσα στιγμή η αποβολή της από το διεθνές κύκλωμα εμπορικών, επενδυτικών και κυρίως χρηματοπιστωτικών ροών.