Ινδία-Πακιστάν: Παιχνίδια πολέμου από δύο πυρηνικές δυνάμεις
Του Κώστα Ράπτη
Την ώρα που η διεθνής προσοχή στρέφεται στη συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Κιμ Γιονγκ Ουν και τις προσπάθειες αποπυρηνικοποίησης της κορεατικής χερσονήσου, μία πολύ μεγαλύτερη απειλή για τη διεθνή ασφάλεια εκδηλώνεται στη “στέγη του κόσμου”, όπου δύο πυρηνικές δυνάμεις επιδίδονται σε “παιχνίδια πολέμου”.
Διαβάστε επίσης: Η κρίση στις σχέσεις Ινδίας Πακιστάν
Η Ινδία και το Πακιστάν είναι παραδοσιακά ανταγωνιστικές χώρες –και το Κασμίρ μόνιμη εστία εντάσεων από το 1947 όταν ο διαμελισμός της Βρετανικής Ινδίας σήμανε και τον διαμελισμό του ορεινού βασιλείου ανάμεσα στα δύο νεότευκτα κράτη. Παρότι μουσουλμανικό, το Κασμίρ κατέχεται κατά τα δύο τρίτα από την Ινδία, ενώ το υπόλοιπο αποτελεί το πακιστανικό “Ελεύθερο Κασμίρ”, με ένα τμήμα να διεκδικείται και από την Κίνα.
Η τελευταία πολεμική αντιπαράθεση ανάμεσα στην Ινδία και το Πακιστάν σημειώθηκε το 1971 –πολύ πριν οι δύο χώρες σπάσουν το ολιγοπώλιο των πυρηνικών δυνάμεων. Τα θερμά επεισόδια των τελευταίων 24ώρων ανατρέπουν την τεταμένη ανακωχή των τελευταίων δεκαετιών –μολονότι οι ιθύνοντες σε Δελχί και Ισλαμαμπάντ φαντάζονται ότι μπορούν να κρατήσουν την ένταση σε ελέγξιμα επίπεδα.
Καταλυτική υπήρξε η επίθεση αυτοκτονίας με κασμιριανό δράστη, που σημειώθηκε στις 14 Φεβρουαρίου εναντίον εγκαταστάσεων της ινδικής στρατοχωροφυλακής στην Πουλουάμα του Κασμίρ και άφησε πίσω της περισσότερους από 40 νεκρούς. Για τον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, ο οποίος προσέρχεται την άνοιξη στη δοκιμασία των βουλευτικών εκλογών διεκδικώντας δεύτερη θητεία, η πίεση να απαντήσει “αποφασιστικά” ήταν ακατανίκητη.
Πόσο μάλλον όταν αποτελεί κοινό μυστικό ότι ο πακιστανικός στρατός, που εμφανώς ή αφανώς κυβερνά τη χώρα καθ’ όλο τον ανεξάρτητο βίο της και ιδίως οι μυστικές υπηρεσίες, χειραγωγούν, για την αποσταθεροποίηση των γειτονικών χωρών, ποικίλες ισλαμιστικές εξτρεμιστικές οργανώσεις σαν την Τζαις-ε-Μουχάμαντ, που ενέχεται στην επίθεση της Πουλουάμα.
Τα ξημερώματα της Τρίτης η Ινδία ανακοίνωσε ότι πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή σε στρατόπεδο εκπαίδευσης της Τζάις-ε-Μουχάμαντ στην περιοχή Μπαλακότ του Πακιστάν σκοτώνοντας 300 με 400 μαχητές. Στις ινδικές ανακοινώσεις αναφέρεται, σε μιαν εμφανή προσπάθεια να οριοθετηθεί η εν λόγω κίνηση, ότι επρόκειτο για “προληπτική, μη στρατιωτική επιχείρηση των υπηρεσιών πληροφοριών” με στόχο την αποτροπή επικείμενων νέων τρομοκρατικών επιθέσεων.
Η πακιστανική εκδοχή είναι ολότελα διαφορετική. Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο, ινδικό μαχητικό παραβίασε τον εναέριο χώρο του Πακιστάν και αναχαιτίσθηκε εγκαίρως από πακιστανικά αεροσκάφη, με αποτέλεσμα να εκτοξεύσει το “φορτίο” του βιαστικά, σε μέρος όπου δεν προκλήθηκαν απώλειες.
Τις αμήχανες δηλώσεις του διεθνούς παράγοντα για “αυτοσυγκράτηση” ακολούθησε η ανταπάντηση της πακιστανικής πλευράς, η οποία ανακοίνωσε σήμερα Τετάρτη ότι κατέρριψε δύο ινδικά αεροσκάφη, που, όπως ισχυρίζεται, είχαν εκ νέου περάσει στον εναέριο χώρο του Πακιστάν, και συνέλαβε τους πιλότους τους, ένας εκ των οποίων είναι τραυματισμένος.
Τα πολιτικά συμφραζόμενα της κρίσης δεν λειτουργούν καθησυχαστικά. Ο νέος και φερόμενος ως μεταρρυθμιστής ηγέτης του Πακιστάν Ιμράν Χαν δεν έχει ακόμη την εμπειρία, ίσως ούτε και τη θέληση, να χαλιναγωγήσει τον στρατό και τις μυστικές υπηρεσίες. Από την άλλη, ο Μόντι αποτελεί κατεξοχήν εκφραστή του επιθετικού ινδουιστικού εθνικισμού. Άλλωστε, η ινδική κοινή γνώμη αρέσκεται να πιστεύει ότι η αναταραχή στο Κασμίρ προκύπτει μόνον εξωγενώς και όχι από τις πολιτικές διακρίσεων και καταστολής εναντίον των Κασμιριανών, που επικρίνονται διεθνώς.
Το γεωπολιτικό πλαίσιο εντείνει την ασάφεια. Το Πακιστάν, το οποίο μόλις προσέφυγε στις υπηρεσίες του ΔΝΤ, καλλιεργεί στενές σχέσεις με την Κίνα, η οποία επενδύει στον διάδρομο Καρακορούμ – Ινδικού Ωκεανού στο πλαίσιο του νέου δρόμου του μεταξιού. Παράλληλα, συνδέεται παραδοσιακά με τη Σαουδική Αραβία, η οποία επιχειρεί να το “επιστρατεύσει” στην αντιπαράθεσή της με το Ιράν (αν και, πολύ χαρακτηριστικά, το Ισλαμαμπάντ αρνήθηκε να συμμετάσχει στον πόλεμο της Υεμένης).
Η έξι φορές μεγαλύτερη Ινδία, από την άλλη, άλλοτε ηγέτιδα δύναμη των Αδεσμεύτων και πάντοτε προνομιακός αγοραστής οπλισμού της Σοβιετικής Ένωσης και νυν της Ρωσίας, ταλαντεύεται ανάμεσα στο εντατικό φλερτ της Ουάσιγκτον, που την προορίζει για αντίβαρο στην κινεζική ανάδυση, και τη διατήρηση μιας περισσότερο αυτόνομης πολιτικής.
Είναι προφανές ότι Μόσχα και Πεκίνο θα επιχειρήσουν να διαιτητεύσουν στην ινδο-πακιστανική σύγκρουση, αξιοποιώντας την καχυποψία του Ισλαμαμπάντ και του Δελχί για τις πραγματικές προθέσεις της Ουάσινγκτον.