Stratfor: Πού οδηγεί την Ευρώπη το τέλος της Συνθήκης για τα πυρηνικά
Πώς ο εξοπλισμός της Κίνας αλλάζει τα δεδομένα για Ρωσία και ΗΠΑ. Το μεταβαλλόμενο περιβάλλον και οι νέοι κίνδυνοι που καλείται να αντιμετωπίσει η Γηραιά Ηπειρος. Ο στρατηγικός στόχος της Μόσχας και οι πολιτικοί περιορισμοί του ΝΑΤΟ.
Ο Ψυχρός Πόλεμος έληξε στην Ευρώπη πριν από σχεδόν τρεις δεκαετίες, όμως πολλοί Ευρωπαίοι δεν είναι και πολύ ενθουσιασμένοι που εξαλείφεται ένα από τα τελευταία ίχνη του πολέμου αυτού, η Συνθήκη για τις Πυρηνικές Δυνάμεις Μεσαίου Βεληνεκούς (INF).
Η συνθήκη μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης (και ακολούθως της Ρωσίας) έβαζε όρια στην καταστροφική πυρηνική δύναμη που θα μπορούσε να ασκήσει η Μόσχα στα ευρωπαϊκά μέλη του ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα περιόριζε την δύναμη με την οποία μπορούσε η Δύση να απειλήσει τη Ρωσία. Τώρα, όμως, που οι ΗΠΑ ανέστειλαν τη συνθήκη, η εξάπλωση των πυρηνικών -όπως και η αύξηση της αστάθειας στην Ευρώπη- μπορεί να αποτελέσουν και πάλι πιθανότητα.
Μια Συνθήκη για την Ευρώπη
Η Συνθήκη INF ήταν μια διμερής δέσμευση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας να περιορίσουν τους επίγειους (βαλλιστικούς) πυραύλους που έχουν βεληνεκές μεταξύ 500 και 5.000 χιλιομέτρων –βεληνεκές που θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την Ευρώπη το οποίο, όμως, δεν αποτελεί αξιόπιστη απειλή ούτε για τις ΗΠΑ, ούτε για οποιοδήποτε σημείο της Ρωσίας ανατολικά των Ουραλίων (σε αντίθεση με τους διηπειρωτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, ή ICBM). Η ανησυχία για τη συγκεκριμένη «κλάση» πυραύλων έθεσε σε συναγερμό την Ευρώπη για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν η Ρωσία ανάπτυξε νέους πυρηνικούς πυραύλους, τους SS-20 (Saber σύμφωνα με την κωδική ονομασία του ΝΑΤΟ), τους οποίους οι κυβερνήσεις θεώρησαν ότι αποτελούσαν πολύ μεγαλύτερη απειλή για το πυρηνικό ισοζύγιο απ’ ότι οι προηγούμενοι, μικρότερης ικανότητας πύραυλοι.
Επιπλέον, η Συνθήκη SALT του 1972 για τον περιορισμό των στρατηγικών όπλων (Strategic Arms Limitation Talks), που επέβαλε όρια στον αριθμό των ICBM που μπορούσαν να έχουν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ρωσία, δεν κάλυπτε τους SS-20. Ως αποτέλεσμα, αυτοί οι πύραυλοι μεσαίου βεληνεκούς αποτελούσαν επιπλέον πυρηνική απειλή σχεδόν αποκλειστικά για την Ευρώπη –επιπρόσθετης της δύναμης των ICBM που θα μπορούσε να αναπτύξει η Ρωσία κατά των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Οι ανησυχίες της Ευρώπης, που εκφράζονταν ιδιαίτερα από τη Δυτική Γερμανία, ανάγκασαν το ΝΑΤΟ να ακολουθήσει τη διπλή στρατηγική της αύξησης της ανάπτυξης στην Ευρώπη των αμερικανικών πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς που έφεραν πυρηνικά, ως αποτρεπτικού μέσου, και της ταυτόχρονης πρότασης προς τη Σοβιετική Ένωση για μια συνθήκη για τον αμοιβαίο περιορισμό της ανάπτυξης τέτοιων οπλικών συστημάτων. Αυτό το τελευταίο στοιχείο αυτής της στρατηγικής οδήγησε τελικά στη Συνθήκη INF το 1987.
Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και καθώς αναδύονταν νέες προκλήσεις, η Συνθήκη INF έχασε σταδιακά τη σχετικότητά της, και έγινε ακόμα και βάρος για τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Για λόγους που σε μεγάλο βαθμό είναι άσχετοι με το ευρωπαϊκό θέατρο, και οι δυο παράγοντες αμφισβήτησαν με διάφορους τρόπους τη Συνθήκη, οδηγώντας τελικά στην επίσημη αναστολή της Συνθήκης στις αρχές Φεβρουαρίου από τις ΗΠΑ.
Όμως πέραν της ίδιας της Συνθήκης INF, υπήρξε μια γενικότερη διάβρωση του πλαισίου σταθερότητας των στρατηγικών όπλων από την αρχή του αιώνα. Το 2001, οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την απόσυρσή τους από τη Συνθήκη Αντιβαλλιστικών Πυραύλων (ABM) και στη συνέχεια ανέπτυξαν περαιτέρω τις δικές τους δυνατότητες πυραυλικής άμυνας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, υπάρχουν τώρα σημαντικές αμφιβολίες για το ενδεχόμενο παράτασης της νέας Συνθήκης START (Strategic Arms Reduction Treaty) για τη μείωση στρατηγικών όπλων, η οποία περιορίζει τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών αλλά και των πλατφορμών εκτόξευσης που μπορούν να τηρούν ΗΠΑ και Ρωσία.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχει αστάθεια σ’ αυτό το πλαίσιο για τα στρατηγικά όπλα είναι η τεχνολογική εξέλιξη, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη, για παράδειγμα, τεχνολογιών πυραυλικής άμυνας ή νέων εξελιγμένων υπερηχητικών συστημάτων τύπου HGV (Hypersonic Glide Vehicles). Ένας άλλος λόγος είναι ένας γενικότερος επανασχεδιασμός του παγκόσμιου σκηνικού σε ό,τι αφορά τις πυρηνικές ικανότητες. Οι εν λόγω συνθήκες περιλαμβάνουν αποκλειστικά τις ΗΠΑ και τη Ρωσία λόγω του προεξέχοντος ρόλου που έπαιζαν οι δυο χώρες στον Ψυχρό Πόλεμο. Εκτοτε, όμως, και η Κίνα έχει γίνει μια τρομακτική πυρηνική δύναμη.
Μπορεί να βρίσκεται πίσω σε σχέση με τη Ρωσία και τις ΗΠΑ στον συνολικό αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που έχει ως απόθεμα, όμως η χώρα έχει σημειώσει μεγάλη πρόοδο στην πυραυλική της τεχνολογία, που θα μπορούσε να απειλήσει τελικά τη Ρωσία και τις ΗΠΑ. Επειδή δεν ήταν μεταξύ των συμβαλλόμενων στη Συνθήκη INF, η Κίνα είχε τη δυνατότητα να αναπτύξει όσους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς ήθελε.
Επιπλέον, το Πεκίνο ποτέ δεν ενδιαφέρονταν να διαπραγματευτεί μια συμφωνία για την κατάργηση των πυραύλων αυτών, καθώς παρέχουν στην Κίνα ένα σημαντικό μέσο υπεράσπισης της περιφέρειάς της. Και, φυσικά, ΗΠΑ και Ρωσία δεν θέλησαν να «απαντήσουν» στην πρόκληση της Κίνας αναπτύσσοντας δικά τους αποτρεπτικά μέσα, καθώς για να το πράξουν θα έπρεπε να αγνοήσουν ή να απορρίψουν τη Συνθήκη INF νωρίτερα.
Ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον
Στην Ευρώπη, η κατάσταση έχει αλλάξει δραματικά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου όταν τέθηκε σε ισχύ η Συνθήκη INF, όμως η κατάρρευση της Συνθήκης θα επηρεάσει και πάλι βαθύτατα την Ευρώπη. Κατ’ αρχάς, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ρωσίας και των συμμάχων της έχει μεταφερθεί περίπου 1.000 χιλιόμετρα ανατολικά, λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης και της επέκτασης του ΝΑΤΟ. Επιπλέον οι δυο πλευρές δεν έχουν συγκεντρώσει τους στρατούς τους κατά μήκος μιας διαχωριστικής γραμμής, όπως είχαν κάνει κατά την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Αντιθέτως, η ισχυρότερη συγκέντρωση «υπερπόντιων» σχηματισμών, αφορά σε διάφορες μονάδες του μεγέθους μιας ταξιαρχίας που έχουν αναπτυχθεί γύρω από τα κράτη της Βαλτικήςκαι στο Καλίνινγκραντ. Συνεπώς, υπάρχουν λιγότεροι άμεσοι Δυτικοί στρατιωτικοί στόχοι που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ρωσικές πυραυλικές επιθέσεις στην περίπτωση κλιμάκωσης.
Αν και ο μεγαλύτερος στρατηγικός στόχος της Ρωσίας είναι τελικά να διατηρήσει ισορροπία με την Κίνα σε όρους πυραυλικών δυνατοτήτων, θα μπορούσε να στρέψει κάποιους από τους πυραύλους της προς την Ευρώπη τώρα που είναι ελεύθερη να αναπτύξει πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς. Ήδη, μετά τις διαφωνίες μεταξύ του Κρεμλίνου και της Δύσης στην Ευρώπη, η Ρωσία έχει κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές, η Ρωσία έχει αναπτύξει αρκετούς από τους πρώτους πυραύλους που παρήγαγε κατά παράβαση της Συνθήκης INF, τους 9M729 (γνωστούς ως SSC-8 “Screwdriver”), στα δυτικά της σύνορα.
Σε όρους πυρηνικής ισορροπίας στην Ευρώπη, ωστόσο, η Ρωσία δεν είναι απόλυτα ανεμπόδιστη μετά την κατάρρευση της Συνθήκης INF. Η Μόσχα εξακολουθεί να δεσμεύεται από τη Νέα START η οποία περιορίζει τόσο τον αριθμό των πλατφορμών εκτόξευσης (ICBM, αεροσκάφη για στρατηγικό βομβαρδισμό με πυρηνικά) όσο και τον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που μπορούν να διατηρούν και οι δυο πλευρές. Άρα, ενώ η Ρωσία μπορεί να αναπτύσσει και να παρατάσσει νέους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς, δεν μπορεί να τους οπλίσει με πυρηνικές κεφαλές, εκτός και αν μειώσει τον αριθμό αυτών των όπλων που χρησιμοποιεί αλλού στις στρατηγικές δυνάμεις της.
Εν τω μεταξύ, η Νέα START δίνει επίσης τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Ρωσία εκτεταμένα δικαιώματα να επιθεωρούν η μία το πυρηνικό οπλοστάσιο της άλλης, κάτι που σημαίνει πως η Ουάσινγκτον πιθανότατα θα εντόπιζε οποιαδήποτε απόπειρα της Μόσχας να παρατάξει νέους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς στο πλαίσιο της πυρηνικής τοποθέτησής της στην Ευρώπη.
Αυτό, βεβαίως, εξαρτάται από το αν θα συνεχιστεί η Νέα Start. Και αυτή η συνθήκη, όπως οι συνθήκες ABM και INF, έχει δεχθεί σημαντικές πιέσεις. Η τρέχουσα συμφωνία θα λήξει το 2021 και οι προσπάθειες να υπάρξει διαπραγμάτευση για μια πενταετή παράτασή της όπως προβλέπεται στην αρχική συνθήκη, έχουν μέχρι στιγμής αποτύχει. Δεν αποτελεί έκπληξη που η σημερινή αντιπαράθεση μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσία δεν διευκολύνει τις διαπραγματεύσεις για παράταση της Νέας START ή για τη δημιουργία μιας συμπληρωματικής συνθήκης. Και μετά υπάρχει και το πιθανό εμπόδιο του αν οι πύραυλοι «Screwdriver» μπορούν πράγματι να φέρουν πυρηνικές κεφαλές (η Μόσχα, φυσικά, ισχυρίζεται πως δεν μπορούν).
Η κατάρρευση της Νέας START θα έβαζε τέλος στους όποιους περιορισμούς στον αριθμό των πυρηνικών κεφαλών που θα μπορούσε να τηρεί η Ρωσία, δίνοντας τη δυνατότητα στη Μόσχα να ενισχύσει ταχύτατα το οπλοστάσιο πυρηνικά οπλισμένων πυραύλων μεσαίου βεληνεκούς που στοχεύουν την Ευρώπη, σε μια περίοδο που θα μπορεί επίσης να συντηρήσει τις πυρηνικές πιέσεις προς τις ΗΠΑ μέσω του οπλοστασίου διηπειρωτικών βαλλιστικών πυραύλων.
Ακόμα και αν δεν καταρρεύσει η Νέα START, η Ρωσία θα μπορούσε να αναδιατάξει τις πυρηνικές κεφαλές της μέσω της ανάπτυξης νέων τεχνολογιών στρατηγικών όπλων, όπως το ρωσικό HGV «Avandgard». Αυτό διότι αυτά τα νέα οπλικά συστήματα -ακόμα και αν φέρουν απλά συμβατικές κεφαλές- θα είχαν τη δυνατότητα να πλήξουν εγκαταστάσεις που προηγουμένως μπορούσαν να διαπεραστούν μόνο με πυρηνικές επιθέσεις. Ως αποτέλεσμα, η Ρωσία θα μπορούσε ενδεχομένως να αντικαταστήσει πολλές από τις πυρηνικές κεφαλές που επί του παρόντος στοχεύουν σιλό αμερικανικών πυρηνικών πυραύλων, με συμβατικά HGV προτού ανακατανείμει τα ατομικά όπλα (όπως τα IRBM) αλλού, χωρίς να παραβιάζει τη Νέα START.
Η προοπτική μιας νέας διάδοσης πυρηνικών όπλων στην Ευρώπη
Καθώς αλλάζει το περιβάλλον της ασφάλειας στην Ευρώπη, πολλοί στα δυτικά της Γηραιάς Ηπείρου είναι απίθανο να δεχθούν την ιδέα της φιλοξενίας πυρηνικά οπλισμένων πυραύλων, τόσο επειδή η προοπτική αυτή είναι εκλογικά δυσάρεστη, αλλά και επειδή θα έκανε την περιοχή μεγαλύτερο στόχο για τη Μόσχα. Τα νεότερα μέλη του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Ευρώπη, ωστόσο, ανησυχούν πολύ περισσότερο για τη ρωσική στρατιωτική απειλή στα σύνορά τους, κάτι που σημαίνει πως θα ήταν πολύ πιθανότερο να υποδεχθούν θετικά αμερικανικά αποτρεπτικά μέσα στο έδαφός τους.
Για παράδειγμα, η Πολωνία και η Ρουμανία, που ήδη φιλοξενούν ορισμένα στοιχεία αμερικανικού συστήματος πυραυλικής άμυνας, όπως τους επίγειους κάθετους εκτοξευτές τύπου Mk-41 (αποτελούν τμήμα του αντιπυραυλικού συστήματος Aegis), θα μπορούσαν να αποτελούν τους βασικούς υποψήφιους για ανάπτυξη. Όμως, αυτή η προηγούμενη πυραυλική ανάπτυξη ήταν που συνέβαλε στην απόφαση της Ρωσίας να σταματήσει να τηρεί τη Συνθήκη INF, αφού τα αμερικανικά συστήματα εκτόξευσης θα μπορούσαν θεωρητικά να εκτοξεύσουν πυραύλους θαλάσσης-επιφανείας τύπου Tomahawk (το βεληνεκές των οποίων είχε απαγορευτεί από τη Συνθήκη INF) από μια χερσαία εγκατάσταση.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμα αναπτύξει νέους πυραύλους μεσαίου βεληνεκούς, όμως θα μπορούσαν να επαναφέρουν τους οπλισμένους με πυρηνικά πυραύλους Tomahawk και να τους αναπτύξουν στην Ευρώπη αν το υπαγορεύσουν οι συνθήκες.
Οι αρχικές ανησυχίες της Ευρώπης μετά την κατάρρευση της Συνθήκης INF -δηλαδή ότι οι ΗΠΑ θα μπορούσαν και πάλι να αναπτύξουν πυρηνικούς πυραύλους στην Ευρώπη- μπορεί να ήταν υπερβολικές, όμως, καθώς υπάρχει προοπτική περαιτέρω επιδείνωσης στο πλαίσιο σταθερότητας των στρατηγικών όπλων, αυτού του είδους η ανάπτυξη δεν αποκλείεται.
Ωστόσο, οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους είναι πιθανό να προχωρήσουν προσεκτικά, δεδομένου ότι τέτοιες ενέργειες θα προκαλούσαν αναπόφευκτα μια Ρωσική αντίδραση.