Πώς μπορούν Ευρώπη-Ρωσία να βρουν λύσεις στη Μέση Ανατολή
Γιατί οι δυο πλευρές έχουν περιθώρια συνεννόησης προκειμένου να περιοριστούν οι εντάσεις. Η απαίτηση για ένα περιφερειακό σύστημα συλλογικής ασφάλειας, τα εσωτερικά προβλήματα και η λάθος συνταγή του «one size fits all».
των Malcolm Chalmers και Andrei Kortunov
Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, ούτε λύσεις «one size» για τα προβλήματα στη Μέση Ανατολή, γράφουν σε κοινό τους άρθρο που δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα του Royal United Services Institute for Defence and Security Studies (RUSI) ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του RUSI Malcolm Chalmers και ο γενικός διευθυντής του Ρωσικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων Andrei Kortunov. Τονίζουν, δε, πως παρά τις διαφωνίες τους, Ευρώπη και Ρωσία μπορούν να συνεργαστούν στα μεγάλα ζητήματα της περιοχής, όπως έδειξε η συνεργασία τους στο θέμα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν.
Όταν οι ιστορικοί του μέλλοντος γράψουν για τις αρχές του 21ου αιώνα, είναι πιθανό να ξεχωρίσουν τη Μέση Ανατολή ως ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της εποχής μας. Η κρίση είναι θεμελιώδης, μακροπρόθεσμη και πολυεπίπεδη. Οι ρίζες της βρίσκονται στην ευρεία αποτυχία επίτευξης κοινωνικού, οικονομικού και πολιτικού εκσυγχρονισμού (με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις), που με τη σειρά της έσπειρε τους σπόρους για καταστροφικούς εμφύλιους πολέμους, σοβαρή καταπίεση, εκτίναξη της μετανάστευσης και αύξηση της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας. Η κρίση στη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική είναι επίσης είναι παγκόσμιο πρόβλημα, με τις επιπτώσεις του να γίνονται αισθητές, έμμεσα ή άμεσα, στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου.
Εύκολη λύση δεν υπάρχει. Επί της αρχής, η καλύτερη επιλογή ίσως να ήταν ένα ολοκληρωμένο περιφερειακό σύστημα συλλογικής ασφάλειας, το οποίο θα έχει σχεδιαστεί προσεκτικά, θα δημιουργηθεί και θα συντηρείται υπό την επίβλεψη του ΟΗΕ. Ωστόσο, η λύση αυτή ξεκάθαρα δεν είναι εφικτή στο ορατό μέλλον.
Πρώτον, θα έπρεπε να είναι συμμετοχικό για να λειτουργήσει, περιλαμβάνοντας και τα τρία μεγάλα μη αραβικά κράτη της περιοχής (την Τουρκία, το Ισραήλ και πάνω απ’ όλα το Ιράν). Ωστόσο, η προοπτική της ταυτόχρονης συμμετοχής του Ιράν και του Ισραήλ σε ένα τέτοιο καθεστώς είναι στην καλύτερη περίπτωση ελάχιστη.
Δεύτερον, ο ίδιος ο Αραβικός κόσμος φαίνεται σήμερα να είναι βαθύτατα διχασμένος, με τη σύγκρουση μεταξύ του Κατάρ, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων να έχουν ουσιαστικά παραλύσει το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου, που θεωρούνταν προηγουμένως από ορισμένους ως ένα δυνητικό «έμβρυο» ενός συστήματος συλλογικής ασφάλειας.
Τρίτον, η πρόβλεψη ενός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας για την περιοχή θα πρέπει να αντιμετωπίζει το πρόβλημα της κρατικής χορηγίας μη κρατικών παραγόντων, που είναι μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων αστάθειας και βίας. Ως εκ τούτου, οποιοδήποτε σύστημα θα πρέπει να περιλαμβάνει μια συμφωνία για περιορισμό των δραστηριοτήτων των παραγόντων αυτών, κάτι που θα ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί.
Αν η ειρήνη και σταθερότητα δεν είναι πιθανό να έρθουν από την περιφερειακή συνεργασία, τότε μήπως θα μπορούσαν να έρθουν απ’ έξω; Ο ρόλος των εξωτερικών παικτών – των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας, της Ευρώπης– δεν θα πρέπει να υπερτιμάται. Δεν μπορούν να «φτιάξουν» την περιοχή σύμφωνα με τα γούστα τους.
Εν τέλει, οι ρίζες της κρίσης είναι κυρίως εγγενείς και οι εξωτερικές δυνάμεις έχουν περιορισμένες δυνατότητες να οδηγήσουν στην πρωτοφανή κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική μεταμόρφωση που χρειάζεται η περιοχή. Ο όποιος δυνητικά θετικός ρόλος των εξωτερικών δυνάμεων περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από τις αποκλίνουσες απόψεις που έχουν οι μεγάλες δυνάμεις ως προς το πώς θα πρέπει να χειριστούν συγκεκριμένες υποθέσεις, από την τάση ορισμένων δυνάμεων θα θεωρούν την εμπλοκή η μία της άλλης ως μέρος ενός παιχνιδιού μηδενικού αθροίσματος, και από τους σοβαρούς περιορισμούς που υπάρχουν στο τι θα θεωρούσαν οι περιφερειακές πολιτικές δυνάμεις ως νόμιμη εξωτερική παρέμβαση.
Από την άλλη πλευρά, ο ρόλος των εξωτερικών παικτών δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Από την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι ηγέτες της Μέσης Ανατολής συχνά βασίζονταν σε εξωτερικούς εταίρους, συμμάχους, προστάτες και υποστηρικτές για διάφορες μορφές στρατιωτικής βοήθειας, εγγυήσεων ασφάλειας και αναπτυξιακής βοήθειας. Αυτή η εξάρτηση έδωσε συχνά στους εξωτερικούς παράγοντες σημαντική διαπραγματευτική δύναμη η οποία, με την σωστή χρήση, μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση των καυτών προβλημάτων στην περιοχή.
Τι πρέπει να γίνει
Τι θα πρέπει να κάνουν οι εξωτερικοί παίκτες για να μειώσουν τους κινδύνους και να εκμεταλλευτούν την επιρροή που έχουν; Πρώτον, και σημαντικότερο, πρέπει να συνεργαστούν μεταξύ τους. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, ιδιαίτερα σε σχέση με την παροχή στρατιωτικής στήριξης, συχνά ενέτεινε την καταστροφικότητα των συγκρούσεων στην περιοχή, δίνοντας τη δυνατότητα συνέχισης των συγκρούσεων ακόμα και αφού εξαντληθούν οι πόροι των εμπόλεμων μερών (η Συρία αποτελεί μελέτη περίπτωσης).
Όσο και αν μπαίνουν στον πειρασμό να δουν τη Μέση Ανατολή ως μια αρέναόπου μπορούν να «σκοράρουν» η μία έναντι της άλλης σε έναν παγκόσμιο αγών, η πραγματικότητα είναι πως η Ευρώπη, η Ρωσία, οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν κοινό συμφέρον να αποτρέψουν τους περαιτέρω καταστροφικούς πολέμους στην περιοχή, που έχουν αρνητικές επιπτώσεις για όλους (τρομοκρατία, οικονομικά προβλήματα, μετανάστευση).
Δεύτερον, για να ενισχυθεί αυτή η συνεργασία, οι μεγάλες εξωτερικές δυνάμεις θα πρέπει να κάνουν όσο το δυνατόν πιο σαφείς και ξεκάθαρες τις θέσεις τους για την περιοχή, αποφεύγοντας ταυτόχρονα τις ασαφείς «κόκκινες γραμμές», τις «εποικοδομητικές αμφισημίες», τις αλλαγές πολιτικής ή τις παρορμητικές αποφάσεις. Η προβλεψιμότητα και η αξιοπιστία είναι σπάνια εμπορεύματα στην περιοχή και η ζήτησή τους είναι μεγάλη.
Τρίτον, δεν υπάρχει λύση «one size» για όλη την περιοχή. Σε ορισμένες καταστάσεις (όπως στην Υεμένη) ο ΟΗΕ μπορεί και πρέπει να γίνει παράγοντας-κλειδί· σε άλλες (όπως στο Ιράκ), ο βασικός ρόλος των εξωτερικών δυνάμεων θα πρέπει να είναι να βοηθούν τη νόμιμη κυβέρνηση να ενισχύσει τις θετικές τάσεις που ήδη υπάρχουν. Σε μέρη με συνεχιζόμενες μάχες και μεγάλη εμπλοκή ξένων στρατιωτικών δυνάμεων (όπως στη Συρία), θα πρέπει να επιδιώκεται η αποφυγή της κλιμάκωσης και η πίεση προς τις αντιμαχόμενες πλευρές,εσωτερική και εξωτερική, να καταλήξουν σε πολιτικό συμβιβασμό. Σε καταστάσεις που οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι ακόμα έτοιμες για πολιτικό συμβιβασμό (όπως ενδεχομένως στη Λιβύη), η προτεραιότητα των εξωτερικών παραγόντων θα μπορούσε να είναι η συνεργασία για τον περιορισμό της σύγκρουσης, για να αποτραπεί μετάσταση των επιπτώσεών της σε γειτονικές χώρες.
Τέταρτον, οι εξωτερικοί παράγοντες θα πρέπει να έχουν υπ΄όψιν τον άρρηκτο δεσμό μεταξύ ασφάλειας και ανάπτυξης. Δεν θα υπάρξει σταθερή ανάπτυξη στις χώρες της περιοχής αν δεν παρέχεται η βασική ασφάλεια. Την ίδια ώρα, κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια χωρίς μια βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, που με τη σειρά της είναι στενά συνδεδεμένη με την ευρεία νόμιμη διακυβέρνηση. Αυτός ο δεσμός υποδηλώνει μια βαθύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των θεσμών, των φορέων και των ατόμων που χειρίζονται τόσο το ζήτημα της ασφάλειας όσο και το ζήτημα της ανάπτυξης στην περιοχή.
Η Ευρώπη και η Ρωσία έχουν μεγαλύτερο διακύβευμα στη Μέση Ανατολή απ’ ότι άλλοι παγκόσμιοι παίκτες, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην περιοχή απ’ ότι οι άλλοι, που σημαίνει πως η Ευρώπη και η Ρωσία θα χάσουν δυσανάλογα αν τα πράγματα πάνε στραβά, όμως επίσης θα δρέψουν σημαντικά οφέλη (όχι μόνο οικονομικά) αν τα πράγματα πάνε καλά.
Παρ’ όλες τις διαφωνίες και τους διχασμούς μεταξύ της Μόσχας και των ευρωπαϊκών πρωτευουσών, μια πιο εντατική συνεργασία μεταξύ τους για σημαντικά περιφερειακά προβλήματα όχι μόνο είναι επιθυμητή, αλλά και εφικτή.
Το καλύτερο παράδειγμα μιας τέτοιας συνεργασίας τα τελευταία χρόνια ήταν η συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, που –μέχρι στιγμής τουλάχιστον- συνεχίζει να επιβιώνει παρά την απότομη και μη εξυπηρετική απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία.