Stratfor: Η Ρωσία ψάχνει για νέες ευκαιρίες σε Ασία, Αφρική και Ν. Αμερική
Καθώς θα κλιμακώνεται η αντιπαράθεσή της με τη Δύση, η Ρωσία θα επιχειρήσει να επεκτείνει τις σχέσεις της σε χώρες εκτός Δύσης, από την Κίνα και τη Συρία μέχρι τη Ν. Ασία, τη Ν. Αμερική και την Αφρική. Σε ποιες δίνει προτεραιότητα και γιατί η Ευρώπη παραμένει «κλειδί».
Μετάφραση-Επιμέλεια: Άννα Φαλτάϊτς
Έχουν περάσει περισσότερα από πέντε χρόνια από την εξέγερση Ευρωμαϊντάν στο Κίεβο –ένα γεγονός που ξεκίνησε στην Ουκρανία, οι συνέπειες του οποίου, όμως, αντήχησαν σε όλον τον κόσμο. Όχι μόνον προκάλεσε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία και τις συνεχιζόμενες συγκρούσεις των αυτονομιστών στην ανατολική Ουκρανία, αλλά έβαλε επίσης «σφήνα» ανάμεσα σε Δύση και Ρωσία, οι σχέσεις των οποίων έχουν επιδεινωθεί στο χειρότερο επίπεδό τους από τον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν επιδιώξει την οικονομική απομόνωση της Μόσχας μέσω κυρώσεων, ενώ Ρωσία και ΝΑΤΟ αλληλο-εξοργίζονται προχωρώντας σε ενίσχυση των στρατιωτικών τους δυνάμεων.
Ως αποτέλεσμα της μακροχρόνιας αντιπαράθεσης, η Μόσχα έχει αλλάξει τη στρατηγική της εξωτερικής πολιτικής της –επιδιώκοντας ολοκληρωμένη διαφοροποίηση των οικονομικών της δεσμών από τη Δύση, προκειμένου και να προστατεύσει τη ρωσική οικονομία από την έκθεση σε περαιτέρω κυρώσεις, αλλά και να αναπληρώσει τις οικονομικές ευκαιρίες που έχασε λόγω των πολυετών εμπορικών και επενδυτικών περιορισμών.
Η Κίνα, από αυτήν την άποψη, υπήρξε εταίρος-κλειδί για τη Ρωσία: η Μόσχα επεκτείνει τους εμπορικούς, χρηματοοικονομικούς και ενεργειακούς δεσμούς με το Πεκίνο κάθε χρόνο από το 2014, ενόσω επιδεινώνονται οι οικονομικοί δεσμοί της με τις Βρυξέλλες και την Ουάσινγκτον. Όμως, η Κίνα δεν είναι ο μόνος προορισμός στην προσπάθεια της Ρωσίας να κορέσει τις οικονομικές και στρατηγικές της ανάγκες. Καθώς η αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης πιθανότατα θα διαρκέσει για πολύ, η Μόσχα κοιτάζει επίσης στη Νότια Ασία, στη Μέση Ανατολή, στην Αφρική και στη Νότια Αμερική για να καλλιεργήσει οικονομικούς δεσμούς και δεσμούς στον τομέα της ασφάλειας –βάζοντας έτσι εμπόδια στα σχέδια των ΗΠΑ.
Στη Συρία και αλλού
Ένα βασικό «συστατικό» της Ρωσικής στρατηγικής υπήρξε η επέκταση των δεσμών στην ασφάλεια και των στρατιωτικών δεσμών με άλλες χώρες εκτός Δύσης –κυρίως στη Συρία, όπου η Μόσχα έσπευσε να σώσει τον πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ το 2015. Η Ρωσία είχε πρακτικούς λόγους να παρέμβει στη Συρία, από την επιθυμία της να διατηρήσει τη ναυτική βάση στην Ταρτούς μέχρι τον στόχο της να αποτρέψει το Ισλαμικό Κράτος και άλλες τζιχαντιστικές ομάδες να εξαπλωθούν στην περιοχή και πέραν αυτής. Ωστόσο, η Μόσχα είχε και στρατηγικούς λόγους να εμπλακεί στο πόλεμο της Συρίας, οι οποίοι σχετίζονται με τις ΗΠΑ.
Όπως και στο Ιράκ και σε άλλες χώρες του πρώην Σοβιετικού χώρου, όπου οι επαναστάσεις των χρωμάτων οδήγησαν σε ανατροπή αυταρχικών ηγετών, η Ρωσία ουσιαστικά ήταν κατά των προσπαθειών αλλαγής καθεστώτων των οποίων ηγούνταν ή στήριζαν οι ΗΠΑ. Η Μόσχα ήθελε επίσης να αποδείξει στην Ουάσινγκτον και στον έξω κόσμο πως και αυτή μπορεί να πραγματοποιήσει στρατιωτικές επεμβάσεις στο εξωτερικό για να διατηρήσει αυτό που κρίνει μια νόμιμη, διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση στη Συρία. Τέλος, η Ρωσία ήθελε να ενισχύσει το πλεονέκτημά της στις ευρύτερες διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, με το να γίνει παράγοντας-κλειδί σε μια χώρα στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ουάσινγκτον.
Αυτή η στρατηγική ήταν αποτελεσματική για τη Ρωσία, καθώς ενίσχυσε τον ρόλο της Μόσχας και τη σημασία της όχι μόνο στη Συρία, αλλά και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή. Η Ρωσία ανέλαβε πιο ενεργό ρόλο, ως βασικός διπλωματικός μεσολαβητής σε περιοχές όπως το Ιράκ, η Λιβύη και η ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, ενώ έχει επίσης διευρύνει τις πωλήσεις όπλων και σε χώρες όπως η Αίγυπτος, η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία. Ως εκ τούτου, η Ρωσία έχει αυξήσει την εμπλοκή και το εκτόπισμά της σε όλη τη Μέση Ανατολή, κάτι που σημαίνει πως οι ΗΠΑ πρέπει τώρα να συνυπολογίζουν τη θέση και την επιρροή της Μόσχας σχεδόν σε κάθε τομέα που έχει επιπτώσεις για την Ουάσινγκτον –ιδιαίτερα σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ ετοιμάζονται να μειώσουν την στρατιωτική παρουσία τους στην περιοχή.
Οι δρόμοι προς τη Νότια Ασία
Η στρατηγική διαφοροποίησης της Ρωσίας αρχικά επικεντρώνονταν στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού και στη Μέση Ανατολή λόγω γεωγραφικής εγγύτητας και των πιο εδραιωμένων σχέσεων. Τα τελευταία χρόνια όμως, η Μόσχα έχει επεκταθεί σε άλλες περιοχές-κλειδιά. Μια τέτοια περιοχή είναι η Νότια Ασία, όπου η Ρωσία έχει καλλιεργήσει ενεργά τις σχέσεις και την επιρροή της, ιδιαίτερα στο Αφγανιστάν.
Η Ρωσία έχει αυξήσει την εμπλοκή της στη διπλωματική σφαίρα της χώρας, φιλοξενώντας αρκετές διαπραγματεύσεις μεταξύ βασικών εκπροσώπων του Αφγανιστάν, περιλαμβανομένων αξιωματούχων τόσο της κυβέρνησης όσο και των Ταλιμπάν. Η Μόσχα έχει επίσης ενισχύσει την παρουσία της στον τομέα της ασφάλειας σε γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν στην Κεντρική Ασία, περιλαμβανομένου του Τατζικιστάν και της Κιργιζίας, όπου πραγματοποιεί περισσότερες αντιτρομοκρατικές ασκήσεις και εκπαίδευση σε μια προσπάθεια να μπλοκάρει οποιοδήποτε ενδεχόμενο στοιχεία του Ισλαμικού Κράτους να περάσουν στην Κεντρική Ασία –ή και στην ίδια τη Ρωσία. Η Μόσχα έχει επίσης προσέξει πολύ να διαχωρίσει την απομόνωση του Ισλαμικού Κράτους από την εμπλοκή με τους Ταλιμπάν στην περιοχή, εν μέσω ενδείξεων πως το Κρεμλίνο μπορεί να έχει δώσει κάποια περιορισμένη βοήθεια σε θέμα ασφάλειας στους Ταλιμπάν.
Όπως και στη Συρία, η εμπλοκή της Ρωσίας στο Αφγανιστάν γίνεται για πρακτικούς λόγους –κυρίως αφορά την επιθυμία της Μόσχας να σταματήσει την εξάπλωση μαχητικών οργανώσεων. Όμως το Κρεμλίνο μπήκε στο Αφγανιστάν έχοντας επίσης το βλέμμα στα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ στη χώρα. Ως αποτέλεσμα, η Μόσχα δημιουργεί μια πρόκληση για τις ΗΠΑ σε μια περίοδο που η Ουάσινγκτον σχεδιάζει να μειώσει την στρατιωτική της παρουσία εκεί. Επιπλέον, η Ρωσία έχει χρησιμοποιήσει την αυξημένη εμπλοκή της στο Αφγανιστάν για να ενισχύσει τις σχέσεις της σε επίπεδο οικονομίας και ασφάλειας με το γειτονικό Πακιστάν. Φυσικά, η Μόσχα προσέχει να εξισορροπεί αυτές τις σχέσεις με την πιο περιχαρακωμένη σχέση της με το Νέο Δελχί –έναν μακροχρόνιο αγοραστή ρωσικών όπλων- και έχει προσφερθεί ακόμα και να παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή μεταξύ του Πακιστάν και της Ινδίας, μετά την πρόσφατη αναζωπύρωση των μεταξύ τους εντάσεων για το Κασμίρ.
«Έφοδος» στην πίσω αυλή των ΗΠΑ
Ένα άλλο σημείο στο οποίο η Ρωσία έχει εισέλθει, είναι στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ: στη Βενεζουέλα. Οι οικονομικοί δεσμοί και δεσμοί ασφάλειας της Μόσχας με το Καράκας προϋπάρχουν της εξέγερσης του Ευρωμαϊντάν το 2014 και χρονολογούνται από την εποχή του Ούγκο Τσάβεζ. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, το Κρεμλίνο έχει αυξήσει σταθερά την οικονομική στήριξη, τους δεσμούς στον τομέα της ασφάλειας και την ενεργειακή συνεργασία με την κυβέρνηση του προέδρου Νικολάς Μαδούρο.
Ο Μαδούρο επισκέφθηκε τη Μόσχα για συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν τον Δεκέμβριο του 2018, κατά τη διάρκεια της οποίας οι δυο ηγέτες υπέγραψαν επενδυτικά συμβόλαια στους τομείς της ενέργειας και των ορυχείων, ύψους άνω των 6 δισ. δολαρίων. Λίγο μετά, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες ανέφεραν πως η Ρωσία εξετάζει την μακροχρόνια ανάπτυξη στρατηγικών βομβαρδιστικών Tu-160 στη Βενεζουέλα αφού επιβεβαίωσε πως τέτοια βομβαρδιστικά είχαν επισκεφθεί το αεροδρόμιο Maiquetia έξω από το Καράκας στις 10 Δεκεμβρίου.
Όπως και στο Αφγανιστάν και στη Συρία, η Ρωσία έχει άμεσα συμφέροντα στη Βενεζουέλα στον ενεργειακό τομέα και στον στρατιωτικό-βιομηχανικό κλάδο. Όμως η χώρα της Νότιας Αμερικής δίνει επίσης στη Ρωσία ένα «πάτημα» απ’ όπου μπορεί να παρεμποδίσει τις ΗΠΑ και τα στρατηγικά της συμφέροντα. Η Ουάσινγκτον έχει προσπαθήσει ενεργά να διαμορφώσει τα εσωτερικά γεγονότα στη Βενεζουέλα, ενώ η Ρωσία έχει συμφέρον να αντιδρά σε τέτοιες προσπάθειες και να διατηρήσει την κυβέρνηση Μαδούρο. Ωστόσο, η έκταση της πρόσφατης πολιτικής κρίσης στη Βενεζουέλα –μαζί με τις συντονισμένες προσπάθειες των ΗΠΑ να εκδιώξουν τον Μαδρούρο αναγνωρίζοντας ως ηγέτη της χώρας τον επικεφαλής της αντιπολίτευσης Χουάν Γκουαϊδό, αυξάνοντας τις κυρώσεις στον ενεργειακό τομέα της Βενεζουέλας και κάνοντας δημοσίως λόγο για εξέταση του ενδεχομένου περιορισμένων στρατιωτικών επιχειρήσεων στη χώρα – σημαίνει πως η Ρωσία δεν είναι πιθανό να ετοιμάσει μια άμεση στρατιωτική επέμβαση στη χώρα, όπως έκανε στη Συρία.
Ενώ, σύμφωνα με αναφορές, υπήρχε ένας περιορισμένος αριθμός Ρώσων μισθοφόρων στη χώρα με ανεπίσημη ιδιότητα, η Μόσχα ούτε είναι πρόθυμη ούτε είναι ικανή να αποτελέσει επισήμως στρατιωτική πρόκληση για τις ΗΠΑ στη Βενεζουέλα. Εν τούτοις, η Ρωσία έχει συμφέρον να βοηθήσει στη διατήρηση του καθεστώτος στη χώρα -και των συναφών assets της στον τομέα της οικονομίας και της ασφάλειας- για όσο το δυνατόν περισσότερο.
Η στρατηγική διαφοροποίησης της Ρωσίας έχει επίσης οδηγήσει τη Μόσχα σε πιο άγνωστα εδάφη τα τελευταία χρόνια, όπως είναι η Αφρική. Πέραν της εξέτασης της πιθανότητας να βοηθήσει στον εκσυγχρονισμό του στρατού της Ζιμπάμπουε, η Ρωσία έχει αναπτύξει ιδιωτικές εταιρείες ασφάλειας στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, όπου έχει επίσης κάνει προσπάθειες να παράσχει πολιτική μεσολάβηση για επίλυση των συγκρούσεων στη χώρα. Ενώ η ενίσχυση των δεσμών με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και με τη Ζιμπάμπουε μπορεί να μην παρέχουν στη Ρωσία πλατφόρμα για να αντιταχθεί στις ΗΠΑ, ωστόσο η είσοδος της Μόσχας σε τέτοιες χώρες της δίνει την ευκαιρία να επεκτείνει τις πωλήσεις όπλων και να αποκτήσει πρόσβαση σε ορυκτό πλούτο.
Εν τούτοις, παρά τα «ανοίγματά» της σε Ασία, Αφρική και Νότια Αμερική, η Ρωσία δεν έχει καμία επιθυμία να κλείσει την πόρτα στη Δύση. Η Ευρώπη, ιδιαίτερα, θα παραμείνει αγορά-κλειδί για τις ρωσικές ενεργειακές και ορυκτές εξαγωγές, καθώς η Μόσχα έχει συμφέρον να διατηρήσει τους εμπορικούς δεσμούς με τη Δύση –αρκεί να μην αφήνει αυτό τη Ρωσική οικονομία εκτεθειμένη σε περαιτέρω κυρώσεις. Όμως, καθώς είναι απίθανο να επιλυθεί η αντιπαράθεση Ρωσίας-Δύσης στο προβλέψιμο μέλλον, η Μόσχα δεν έχει και πολλές επιλογές, παρά να στρέψει την προσοχή της αλλού προκειμένου να ικανοποιήσει τις οικονομικές και στρατηγικές της ανάγκες.