Η καθοδήγηση της κατανάλωσης και η γεωπολιτική μετάφρασή της
Γράφει ειδικός συνεργάτης του Geopolitics & Daily News
Στη γεωπολιτική έχουμε συνηθίσει να παρατηρούμε τις αντιπαραθέσεις μεταξύ δυνάμεων και τις επιδιώξεις των διαφόρων σφαιρών επιρροής. Ωστόσο, πριν από αυτό υπάρχει ένα σημαντικό στάδιο για τις σφαίρες επιρροής ή αλλιώς κέντρα λήψης αποφάσεων και αυτό είναι η διαμόρφωση του εσωτερικού αυτών. Ο τρόπος που αυτό επιτυγχάνεται είναι μέσω της διαμόρφωσης κουλτούρας του ανθρώπινου δυναμικού και μέσω του οικονομικού ελέγχου που αποδίδει τα απαραίτητα κεφάλαια για την προώθηση των σκοπιμοτήτων αυτών των κέντρων.
Η καθοδήγηση της κατανάλωσης, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω της διαφήμισης, οδηγεί στον έλεγχο της παραγωγής και της διανομής. Διότι εφόσον πειστεί ο καταναλωτής για το τι είναι καλό για αυτόν και για τον τρόπο και την ιεράρχηση που πρέπει να ξοδέψει το κεφάλαιό του, τότε έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο αγοραστικό κοινό για τα καρτέλ του χώρου, αλλά κυρίως έχει αφαιρεθεί το απαραίτητο οξυγόνο για την ανάπτυξη νέων ιδεών και εταιρειών. Το μονοπώλιο μπορεί να συνεχιστεί! Ακόμα και αν ξεφύγει κάποιο τμήμα της διαδικασίας παραγωγής, οι έχοντες τον έλεγχο διαθέτουν και τη γραμμή διανομής! Διότι επί παραδείγματι είναι πολύ πιο ασύμφορο να διαθέσει κάποιος κεφάλαιο για την αγορά και συντήρηση ενός στόλου αυτοκινήτων, αντί να ενοικιάσει τις υπηρεσίες μεταφοράς από κάποια εταιρεία. Όμως οι εταιρείες αυτές ανήκουν στην πλειοψηφία τους στους μεγαλοκαρχαρίες του χώρου και όσες δεν ανήκουν σε αυτούς θέλουν να συνεργαστούν μαζί τους, διότι ο κύκλος εργασιών θα είναι μόνιμος, σταθερός και υψηλός, ενώ μία μικρή επιχείρηση δε μπορεί να εξασφαλίσει κάτι τέτοιο. Επομένως ασχέτως από το γεγονός ότι μία επιχείρηση μπορεί να διαθέτει τη γνώση, το προσωπικό τα υλικά και τη θέληση να παράξει και να προσφέρει αποτελεσματικά στο αγοραστικό κοινό, δεν είναι σίγουρο ότι το αποτέλεσμα μπορεί να φτάσει στον τελικό προορισμό του.
Τα ανωτέρω οδηγούν στην εξαφάνιση των μικρομεσαίων παραγωγικών μονάδων, είτε σε συγχωνεύσεις αμφιβόλου αποτελέσματος. Σταδιακά κάθε μικρομεσαία επιχείρηση εξαναγκάζεται να ενταχθεί σε ομίλους, προκειμένου να αποφύγει την πτώχευση, διότι ο όμιλος προσφέρει όλες αυτές τις λογιστικές διευκολύνσεις που δε μπορεί να εξασφαλίσει ο «μικρός επιχειρηματίας». Όμως ο όμιλος ελέγχεται από τον έχων το μεγαλύτερο ποσοστό και αυτός δεν είναι άλλος από τον ισχυρό οικονομικό παράγοντα του ομίλου. Αν όλο αυτό το αναγάγουμε σε κάθε κλάδο της οικονομίας που μπορούμε να φανταστούμε, τότε θα καταλάβουμε ότι κάθε κλάδος ελέγχεται μονοπωλιακά, με αποφάσεις από λίγες επιχειρήσεις-ομίλους. Τούτο οδηγεί στον έλεγχο των τιμών, της ποιότητας και εν γένει στην καταστρατήγηση του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτή τη στιγμή σε κάθε χώρο μπορούμε να δούμε ότι οι επιχειρήσεις-όμιλοι που αποτελούν κολοσσούς στο χώρο τους ελέγχουν το 50%-80% της παραγωγής. Επομένως με τι ελευθερία μπορεί να κινηθεί το υπόλοιπο ποσοστό ώστε να καταστεί βιώσιμη η ύπαρξή του;
Όλα αυτά δεν είναι κάτι καινούριο αλλά έχουν επιτευχθεί αρκετές δεκαετίες νωρίτερα. Ήδη έχουμε εισέλθει στη φάση της αντικατάστασης του ανταγωνισμού των τιμών με τον ανταγωνισμό στην προώθηση των πωλήσεων. Σε αυτό το σημείο εισάγεται η έννοια της τυποποίησης πωλήσεων, λόγω του μικρού αριθμού εταιρειών και της ανάγκης μείωσης του κόστους. Επί παραδείγματι ας φανταστούμε τους ομίλους στην αυτοκινητοβιομηχανία. Μία έρευνα στο διαδίκτυο διαφωτίζει για το πραγματικό καθεστώς παραγωγής, η οποία συγκεντρώνεται σε εργοστάσια που μετρώνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Όμως οι εταιρείες «παραγωγής» φαινομενικά είναι πολύ περισσότερες! Διότι πολύ απλά δεν παράγουν οι ίδιες, αλλά ένας μικρός αριθμός εργοστασίων. Οι εταιρείες χρησιμοποιούν απλά το brand name τους για να ξεχωρίζουν και προβαίνουν σε έναν άκρατο ανταγωνισμό προώθησης των προϊόντων! Αυτό γίνεται ως επί το πλείστον μέσω της διαφήμισης.
Στην ελεύθερη αγορά η διαφήμιση είναι σχεδόν απαγορευτική, διότι η προσέλκυση του αγοραστικού κοινού γίνεται μέσω μείωσης των τιμών, επομένως οποιοδήποτε τέχνασμα προώθησης απλά αυξάνει την τελική τιμή του προϊόντος. Αντιθέτως στη μονοπωλιακή αγορά η προσέλκυση του πελάτη γίνεται μέσω διαφημιστικών τεχνασμάτων, αφού η τιμές είναι συγκεκριμένες και σταθερές.
Τα κράτη από την άλλη αποτελούν τον κύριο ρυθμιστή των οικονομικών όρων της τοπικής ζωής των πληθυσμών τους. Στο επιχειρηματικό τμήμα της ζωής αυτής ισχύει ότι τα κράτη συντηρούν τις επιχειρήσεις, μέσω της ασφάλειας που παρέχουν και των υποδομών και συντηρούνται από αυτές μέσω των εσόδων. Τούτο σημαίνει ότι το κράτος ουσιαστικά γίνεται συνένοχος των επιχειρήσεων διότι όσο περισσότερα είναι τα έσοδα αυτών τόσο περισσότερα θα είναι και τα έσοδα από τη φορολόγηση. Επομένως είναι προς το συμφέρον και των δύο το κράτος να βοηθήσει στην αποικιοκρατικού χαρακτήρα επιβολή των επιχειρήσεων, μέσω της διεύρυνσης των αγορών από διεθνείς συμφωνίες. Εφόσον το κράτος εξυπηρετείται από τις επιχειρήσεις, η «εξυπηρέτηση» αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο μεγαλύτερες είναι και οι επιχειρήσεις. Άρα το κράτος έχει συμφέρον να ενισχύει τη δημιουργία δυνατών εταιρειών περιορίζοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ ελάχιστων κολοσσών, άρα το μονοπώλιο είναι προς το συμφέρον του κράτους.
Κράτος και επιχειρήσεις φροντίζουν για την μετατροπή του αγοραστικού κοινού, που δεν είναι άλλο από τους ίδιους τους πολίτες στο σύνολό τους, σε αγοραστικό ποίμνιο, ήτοι σε εν γένει ποίμνιο και μάζα. Για το λόγο αυτό έχει εισαχθεί στη ζωή μας ο όρος κοινωνικό πλεόνασμα. Με τον όρο αυτό δηλώνουμε την οικονομική δύναμη, μεταφρασμένη σε προϊόν, την οποία μοιράζονται οι εταιρείες και το κράτος. Διότι το κοινωνικό πλεόνασμα τροφοδοτεί την γραφειοκρατία και τον υπερκαταναλωτισμό. Θέτοντας απλοποιημένα τον όρο θα έλεγα ότι από τη στιγμή που μία επιχείρηση παράγει ένα μικρό ποσοστό μεγαλύτερο από τις ανάγκες της αγοράς, αυτό το ποσοστό πρέπει να καταναλωθεί και διά μέσω της διαφήμισης η επιχείρηση θα επιτύχει να βρει το απαραίτητο κοινό για να το προωθήσει. Αυτό σημαίνει ότι ένα ποσοστό επί της υπερπαραγωγής καταλήγει στα δημόσια ταμεία, που εν συνεχεία αυξάνουν τις θέσεις εργασίας στο δημόσιο, προκειμένου να αυξηθούν οι καταναλωτές των προϊόντων, να μειωθούν οι παραγωγικές θέσεις εργασίας και να συγκρατηθεί η παραγωγή από άλλους ανταγωνιστές… ένας φαύλος κύκλος κρατικοδίαιτης οικονομίας, όπου ιδιωτικό κεφάλαιο (σ.σ. το κεφάλαιο των επιχειρήσεων κολοσσών) και κράτος είναι αλληλένδετοι.
Ο υπερκαταναλωτισμός θα οδηγήσει και σε μείωση του πλουραλισμού του παραχθέντος προϊόντος, διότι από τη στιγμή που οι καταναλωτές θα ξοδέψουν το κεφάλαιό τους στα πλέον προβεβλημένα προϊόντα, δεν θα υπάρχει ο χώρος για νέες εταιρείες να παράγουν και να εισπράξουν. Δημιουργώντας τεχνητές ανάγκες οδηγείται το αγοραστικό ποίμνιο στην οικονομική αφαίμαξή του κι επομένως το υπερπροϊόν (παραχθέν προϊόν που ξεπερνά τις ανάγκες της κοινωνίας) ελέγχεται όχι μόνο ως προς το ποιος το παράγει αλλά και ως προς το είδος του. Μέσω αυτού του ελέγχου τα καρτέλ των διαφόρων οικονομικών κλάδων επιτυγχάνουν να διοχετεύσουν το υπερπροϊόν τους ή αλλιώς γνωστό ως stock από τις αποθήκες στην αγορά. Επί παραδείγματι αν δεν διαφημιζόντουσαν οι γνωστές εταιρείες κινητών τηλεφώνων δεν θα αγοραζόντουσαν τόσες πολλές συσκευές από αυτές. Έχοντας καταστήσει εαυτόν ως must to have το αγοραστικό ποίμνιο θα καταναλώσει τις συσκευές τους ακόμα και αν θεωρηθούν «παλαιότερο μοντέλο» προκειμένου να αποκτήσει τη συσκευή σε μία πιο προσιτή τιμή. Τούτο σημαίνει ότι όχι μόνο ένα νέο κινητό τηλέφωνο από άλλη εταιρεία δε θα μπορέσει να πουληθεί, αλλά αφαιρώντας ένα σημαντικό ποσό από την τσέπη του αγοραστικού ποιμνίου, τούτο θα υποχρεωθεί να περιορίσει άλλες αγορές που ίσως ενδιαφερόταν να πραγματοποιήσει. Και αυτό θα γίνει με παντίους τρόπους, διότι οι εταιρείες κολοσσοί έχουν δαπανήσει κεφάλαια τα οποία πρέπει να καρποφορήσουν, λόγω του οικονομικού σχεδιασμού.
Το κοινωνικό πλεόνασμα καταλήγει εν τέλει σε καταναλωτικές ανάγκες των ίδιων των εταιρειών, οι οποίες δεν είναι άλλες από τις ανάγκες προώθησης των προϊόντων. Συγκεκριμένα το 1980 στην Αγγλία δόθηκαν στο χώρο της διαφήμισης δυόμιση φορές μεγαλύτερες δαπάνες από αυτές που το αγγλικό κράτος έδωσε για την Κοινωνική Ασφάλιση. Κι όμως είναι παράλογο το γεγονός ότι το αγοραστικό ποίμνιο ήταν αυτό που χρηματοδότησε τις διαφημίσεις εντός Αγγλίας, μέσω των αγοραστικών του συνηθειών, περιορίζοντας το ποσό που απαιτείτο για την Κοινωνική Ασφάλιση του ίδιου του ποιμνίου! Το 1950 κάθε αμερικανός δαπανούσε κατά μέσο όρο $ 500 από το ετήσιο εισόδημά του ως υπεραξία για το πακετάρισμα των προϊόντων, όταν στην Ελλάδα το κατά κεφαλήν εισόδημα ήταν $ 380… Φυσικά το αποτέλεσμα αυτό οφείλεται στα οφέλη που καρπώθηκαν οι ΗΠΑ από τον Β΄ΠΠ!
Κάπου εδώ νοιώθω την ανάγκη να αναφερθώ στη δημιουργία αυτού του κλάδου βιομηχανίας που ονομάζεται πολεμική. Η πολεμική βιομηχανία, όπως κάθε άλλη βιομηχανία διαθέτει υπερπροϊόν το οποίο πρέπει να καταναλωθεί. Τούτο τροφοδοτεί το λαθρεμπόριο όπλων, αλλά και την ανάπτυξη συρράξεων. Οι συρράξεις αυτές μειώνουν το εργατικό δυναμικό και τις δυνατότητες παραγωγής, εν γένει ολόκληρων περιφερειών, ακόμα και ηπείρων. Τούτο εξυπηρετεί τις υπερδυνάμεις στην ιδιοποίηση των ξένων κοινωνικών πλεονασμάτων και τη μείωση του παγκόσμιου μέσου όρου κόστους εργασίας! Με λίγα λόγια όπου υπάρχουν αυτή τη στιγμή φτηνά εργατικά χέρια, υπάρχουν και ταραχές που τροφοδοτούνται από το κοινωνικό πλεόνασμα της παγκόσμιας πολεμικής βιομηχανίας.
Θα προσθέσω ένα παράδειγμα: Ετούτη τη στιγμή οι ΗΠΑ διαθέτουν δεκαεννέα αεροπλανοφόρα, χωρίς κανείς να μπορεί να αιτιολογήσει ποια θα ήταν η διαφορά της πολεμικής τους ισχύος αν διέθεταν δεκαοχτώ… το μικρότερο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ αυτή τη στιγμή απασχολεί 5624 ανθρώπους και έχει χρειαστεί 62335 τόνους ατσαλιού για την κατασκευή του! Τούτο σημαίνει ότι σταθερά άνω των 5500 ανθρώπων πληρώνονται για τη λειτουργία ενός αεροπλανοφόρου, που δε θα άλλαζε και πολλά αν δεν υπήρχε, την ίδια στιγμή άνω των 62000 τόνων ατσαλιού αφαιρέθηκαν από την αγορά για την κατασκευή του, ανεβάζοντας έτι περισσότερο την τιμή του, ενώ ένας υψηλότατος αριθμός προσωπικού των ναυπηγείων κατανάλωσε εργατοώρες στην κατασκευή ενός αεροπλανοφόρου… όλα αυτά πληρωμένα από το αγοραστικό ποίμνιο!
Όπως προείπα το γεγονός ότι ο κάθε αμερικάνος πολίτης κατανάλωνε αρκετά περισσότερα χρήματα από το εισόδημα του αντιστοίχου Έλληνα ήταν αποτέλεσμα των καρπών που άδραξε η Ουάσιγκτον από τον Β΄ ΠΠ. Το 1939 η ανεργία στις ΗΠΑ ήταν 17,2%, ενώ το 1944 μόλις 1,2%… Ποια είναι η διαφορά; Ότι το 1939 οι αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ ήταν $ 17,5 δις ενώ το 1944 οι αμυντικές δαπάνες άγγιζαν τα $ 103,1 δις! Τούτο σημαίνει ότι μέσω της τηλεόρασης, των διαφημίσεων, της προπαγάνδας και της 7ης τέχνης οι ΗΠΑ έπεισαν το αγοραστικό ποίμνιο να διαθέσει σχεδόν ενενήντα δις δολάρια περισσότερα για την άμυνα της χώρας, που δεν είδε ούτε βόμβα να σκάει στην επικράτειά της, αντί να διαθέσουν αυτό το ποσό σε έρευνα και ανάπτυξη, στις επιστήμες και στο σύστημα υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ΗΠΑ πέτυχαν να κατακτήσουν επιχειρηματικά όλη την Ευρώπη μέσω της προώθησης των προϊόντων τους, της κουλτούρας τους, αλλά και μέσω εμπορικών συμφωνιών με τις χώρες-προτεκτοράτα που δημιούργησε το Σύμφωνο της Γιάλτας.