Πώς το νεοοθωμανικό όνειρο του Ερντογάν απέτυχε στην Μέση Ανατολή
Του Γεωργίου Λυκοκάπη
Οι «ναυαρχίδες» των δυτικών μέσων ενημέρωσης δεν έχουν την καλύτερη γνώμη για το καθεστώς Άσαντ στην Συρία. Όμως παρόλο που τους χωρίζει άβυσσος, συμφωνούν σε ένα πράγμα με τον Σύρο πρόεδρο. Θεωρούν πως ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν ονειρεύεται μία νέα «αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από τo περιοδικό Newsweek, δημοσιευμένο μόλις τον περασμένο Αύγουστο.
Το όραμα
Το δημοσίευμα σημειώνει χαρακτηριστικά πως ο Τούρκος πρόεδρος «θεωρεί τον εαυτό του χρισμένο να αναβιώσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία», ενώ τον αποκαλεί «τύραννο». Το απόσπασμα αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να προέρχεται από το υπουργείο Πληροφοριών του συριακού καθεστώτος. Πάντως ο Τούρκος πρόεδρος ουδέποτε έκρυψε τις νεοοθωμανικές φιλοδοξίες της Τουρκίας να κυριαρχήσει στον αραβικό κόσμο. Όπως παραστατικά περιέγραψε ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Σόϊλου «δεν είμαστε μόνο Τουρκία, αλλά και Δαμασκός, Κιρκούκ, Χαλέπι, Ιερουσαλήμ και Μέκκα». Η αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προφανώς και δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με στρατιωτικά μέσα, αν και αυτά δεν αποκλείονται, όπως έδειξε η εισβολή στο Αφρίν.
Το τρίπτυχο
Η στρατηγική της Τουρκίας για αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μπορεί να περιγραφεί με το τρίπτυχο «Μουσουλμανική Αδελφότητα, Παλαιστινιακό και Συρία». Τα δύο πρώτα σκέλη του τριπτύχου της τουρκικής στρατηγικής, όπως θα δούμε, απέτυχαν παταγωδώς. Το τρίτο σκέλος παρουσιάζει μία σχετική επιτυχία για την Τουρκία.
Το «σύμπλεγμα» Ερντογάν-Μουσουλμανικής Αδελφότητας
Η Τουρκία υπολόγιζε να διευρύνει την επιρροή της στον αραβικό κόσμο μέσω των οργανώσεων του πολιτικού Ισλάμ. Υποστήριξε την δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, η οποία σχηματίστηκε στην Αίγυπτο το 2012. Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, φαινομενικά, υιοθετούσε μία «μοντέρνα», «κοινοβουλευτική» εκδοχή του πολιτικού Ισλάμ, ακριβώς όπως το AKP. Η πολιτική της ατζέντα παρουσιάζει και άλλες ομοιότητες με το κυβερνών κόμμα στην Τουρκία.
Η Μουσουλμανική Αδελφότητα, αν και σουνιτική οργάνωση, παγίως υποστήριζε την προσέγγιση με το σιιτικό Ιράν. Ο τότε πρωθυπουργός της Μοχάμεντ Μόρσι, προτίμησε να παραβλέψει την σκληρή καταστολή των Σύρων Αδελφών Μουσουλμάνων από το καθεστώς Άσαντ, τον μεγαλύτερο σύμμαχο του Ιράν στον αραβικό κόσμο. Η καταστολή ξεκινάει από τα χρόνια του «πατριάρχη» της δυναστείας Άσαντ Χαφέζ, ο οποίος την δεκαετία του ’80 κυνήγησε αμείλικτα την οργάνωση.
Το λάθος του Μόρσι
Όμως ο Μοχάμεντ Μόρσι έκανε το λάθος να παραβλέψει την Σαουδική Αραβία. Το πάμπλουτο σουνιτικό βασίλειο δεν εμπιστεύονταν τους Αδελφούς Μουσουλμάνους για δύο λόγους. Η οργάνωση στο καταστατικό της αντιτάσσονταν στην μοναρχία, κάτι που ουδόλως άρεσε στην οικογένεια Σαούντ.
Επίσης το Ριάντ ποτέ δεν θα δεχόταν να υποσκελιστεί η πρωτοκαθεδρία του στον ισλαμικό κόσμο, είτε από τις νεοθωμανικές φιλοδοξίες του Ερντογάν, είτε από τους «αιρετικούς» του σιιτικού Ιράν. Για αυτό και η Σαουδική Αραβία υποστήριξε το πραξικόπημα του αιγυπτιακού στρατού που έφερε στην εξουσία τον μεγάλο εχθρό του Ερντογάν, τον στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ Σίσι.
Το «παιχνίδι» του Τούρκου προέδρου με το Παλαιστινιακό
Οι υπολογισμοί του Ερντογάν να κυριαρχήσει στον αραβικό κόσμο μέσω της Μουσουλμανικής Αδελφότητας απέτυχαν. Αντίστοιχα απέτυχε το σχέδιο του να «εργαλειοποιήσει» πολιτικά το Παλαιστινιακό ζήτημα, εκμεταλλευόμενος τα αρνητικά αισθήματα των μουσουλμάνων έναντι του Ισραήλ. Επέλεξε να συμμαχήσει απροκάλυπτα με την Χαμάς, το πολιτικό παρακλάδι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, στα Παλαιστινιακά Εδάφη.
Όμως ο Τούρκος πρόεδρος υποτίμησε τον βαθύ διχασμό που υφίσταται στις τάξεις των Παλαιστινίων, ανάμεσα στους υποστηρικτές της Χαμάς και τους οπαδούς της κοσμικής Φατάχ. Επίσης δεν διέγνωσε την «κούραση» των αραβικών λαών από την χρόνια μεσανατολική διαμάχη. Όπως είδαμε η απόπειρα του Ερντογάν να διεθνοποιήσει το ζήτημα της Ιερουσαλήμ, δεν προκάλεσε «κύμα ενθουσιασμού» στους Άραβες, για τους οποίους το Παλαιστινιακό μοιάζει πλέον ως ένα γεωπολιτικό «βάρος». Όσον αφορά την Χαμάς, η οργάνωση αποφεύγει επιμελώς την σύγκρουση με το καθεστώς Σίσι στην Αίγυπτο. Η Χαμάς δεν έχει κάποιον σημαντικό υποστηρικτή στον αραβικό κόσμο, μετά την ρήξη της με την Δαμασκό. Η ηγεσία της έκανε το λάθος να υποστηρίξει την ανατροπή του Μπασάρ αλ Άσαντ, με αποτέλεσμα το καθεστώς να τους διώξει από την εμπόλεμη χώρα. Λάθος εκτιμήσεις στο συριακό έκανε και ο Τούρκος πρόεδρος. Ευτυχώς για αυτόν, απέφυγε να το πληρώσει ακριβά.
Παγιδευμένη στον συριακό λαβύρινθο η Τουρκία
Για τον πρώην Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Νταβούντογλου, το καθεστώς Άσαντ «μέτραγε μέρες» το 2013. Τελικά ο Μπασάρ αλ Άσαντ αποδείχτηκε ότι είναι ο μεγάλος νικητής του συριακού εμφυλίου. Οι αντικαθεστωτικές οργανώσεις που στήριζε η Άγκυρα, είναι παντελώς ανίκανες να αντιπαρατεθούν με τον Άσαντ και τους συμμάχους του. Αυτές οι οργανώσεις περιλαμβάνουν όλο το φάσμα του σουνιτικού, τζιχαντιστικού Ισλάμ. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου οι «αντικαθεστωτικές» ομάδες κατάσφαξαν χιλιάδες σιίτες στην Συρία και το Ιράκ. Και όμως είδαμε πως τελικά δεν υπονομεύτηκε η συμμαχία της Άγκυρας με την Τεχεράνη. Το γεγονός αυτό αποτελεί επιτυχία για την Τουρκία, αν αναλογιστούμε πως έφτασε στο σημείο να υποστηρίζει ακόμα και τον ISIS. Επιτυχία αποτελεί και ότι απέφυγε την ευθεία σύγκρουση με την Ρωσία, τον πραγματικά ισχυρό «παίχτη» στο συριακό. Η ένταση στις σχέσεις Μόσχας-Άγκυρας, που προέκυψε με αφορμή την κατάρριψη του ρωσικού μαχητικού το 2015, αποδείχτηκε προσωρινή. Η Ρωσία επέτρεψε στην Τουρκία να έχει ρόλο στην Συρία, παρόλο που οι δύο πλευρές υποστήριξαν διαφορετικά στρατόπεδα. Χωρίς την καθοριστική συμβολή της Μόσχας ήταν αδύνατη η στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στην Τζαραμπλούς και η κατάληψη της κουρδικής πόλης Αφρίν από τον τουρκικό στρατό.
Όμως αυτά τα κέρδη δεν ικανοποιούν τον Ερντογάν. Βλέπει στα σύνορα του να ισχυροποιούνται οι Κούρδοι της Συρίας, οι οποίοι διακρίθηκαν στον αγώνα κατά του Ισλαμικού Κράτους. Οι Κούρδοι της Συρίας επισήμως ζητούν αυτονομία, όχι ανεξάρτητο κράτος. Όμως και πάλι ο Τούρκος πρόεδρος δεν καθησυχάζεται. Διότι αντί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που οραματίζονταν, αντιμετωπίζει πλέον τον «εφιάλτη» του διαμελισμού της Τουρκίας.