FT: Ο κίνδυνος παρατεταμένης ύφεσης πλανάται πάνω από την Τουρκία
Ο Τ. Ερντογάν οδεύει προς τις περιφερειακές εκλογές με την οικονομία σε ύφεση για πρώτη φορά μετά από μια δεκαετία. Γιατί οι αναλυτές φοβούνται ότι αυτή τη φορά δεν θα υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη. Η κόντρα με τις ΗΠΑ για τους S-400 και το βουνό των κόκκινων δανείων.
Της Laura Pitel (Κωνσταντινούπολη)
Financial Times
«Όταν πρόκειται για χρήματα έχουμε σοβαρά προβλήματα», εκμυστηρεύτηκε στον Τ. Ερντογάν ο επιχειρηματίας Μεχμέτ Νασί Τοπσακάλ κατά τη διάρκεια εκδήλωσης τον Φεβρουάριο με αφορμή την κατασκευή νέου κέντρου τέχνης στην Κωνσταντινούπολη. Εμφανώς αμήχανα κατηγόρησε την «υπηρεσία κατοικιών», το κρατικό σώμα που επιβλέπει εκατοντάδες σχέδια ανά τη χώρα ότι «μας καταστρέφει» και ζήτησε από τον Τούρκο ηγέτη μια ενδελεχή συζήτηση σε μεταγενέστερη ημερομηνία.
Δυστυχώς για τον πρόεδρο της κατασκευαστικής Yeni Yapi -και κάτι δυσάρεστο για τον κ. Ερντογάν- το μικρόφωνο ήταν ανοικτό και η ιδιωτική συζήτηση έγινε σύντομα πολύ… «δημόσια». Αποκάλυψε αυτό που ο υπόλοιπος επιχειρηματικός κόσμος ήδη ήξερε: αμέτρητες εταιρείες ανά την χώρα μάχονται με πολλούς τρόπους μετά την δραματική κατάρρευση του νομίσματος την περασμένη χρονιά.
Η Τουρκία είχε απολαύσει μια περίοδο σχετικής ηρεμίας στις χρηματαγορές μετά την κρίση, η οποία διακόπηκε τον Αύγουστο μετά από μια σφοδρή κόντρα μεταξύ του Ερντογάν και του Αμερικανού ομολόγου του Ντ. Τραμπ. Η σύγκρουση προκάλεσε αναταραχή στις αναδυόμενες αγορές.
Ωστόσο, ενώ η λίρα έχει ενισχυθεί, αφότου σημείωσε διαδοχικά ιστορικά χαμηλά, η περσινή υποτίμηση κατά περίπου 30% συνεχίζει να επηρεάζει την οικονομία. Οι επιχειρήσεις που καταβρόχθισαν τα χρήματα που εισέρρεαν άφθονα από το εξωτερικό τα τελευταία δέκα χρόνια, τώρα αγκομαχούν υπό το βάρος των $285 δισ. χρέους σε ξένο νόμισμα, το οποίο έχει γίνει πιο δύσκολο να εξυπηρετηθεί εξαιτίας της πιο ακριβής λίρας.
Οι ιδιωτικές τράπεζες έχουν κλείσει τις κάνουλες, περιορίζοντας τη χορήγηση δανείων καθώς περιμένουν περαιτέρω αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. H πιστωτική ασφυξία – σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά υψηλά επιτόκια στο 24% – έχει ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομία. Την περασμένη εβδομάδα, τα στοιχεία για την ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο απέδειξαν αυτό που οι οικονομολόγοι προέβλεπαν εδώ και καιρό: στο τέλος του 2018 η χώρα εισήλθε στην πρώτη ύφεση της τελευταίας δεκαετίας.
Ο κ. Ερντογάν γνωρίζει πολύ καλά τη ζημιά που μπορεί να προκαλέσει η ζοφερή αυτή εικόνα στο κυβερνών κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚP) στις τοπικές εκλογές στις 31 Μαρτίου. Στελέχη του κόμματος παραδέχονται ότι υπάρχουν φόβοι για ενδεχόμενη απώλεια του ελέγχου της Άγκυρας, της πρωτεύουσας της Τουρκίας.
Ο πρόεδρος και ο γαμπρός του, ο υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϋράκ, έχουν ακολουθήσει αντισυμβατικές πολιτικές για να περιορίσουν τα οικονομικά δεινά των ψηφοφόρων, από την άσκηση πίεσης στις κρατικές τράπεζες μέχρι τις απειλές στους λιανένμπορους για να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές.
Και οι δύο τους επιμένουν ότι η Τουρκία έχει αφήσει πίσω τα προβλήματά της, αλλά ορισμένοι αναλυτές δεν έχουν πειστεί. Το επενδυτικό κλίμα είναι ακόμα ασταθές, υπάρχουν εντάσεις με τις ΗΠΑ και βαθιά προβλήματα στον ιδιωτικό τομέα τα οποία είναι πιθανό να δυσχεράνουν την προσπάθεια της Τουρκίας να επιστρέψει στους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του παρελθόντος.
«Η ανησυχία μου είναι πως η συρρίκνωση αυτή μπορεί να διαρκέσει για περισσότερο από έναν χρόνο» υποστηρίζει ο Φατίχ Οζατάι, πρώην αναπληρωτής κεντρικός τραπεζίτης.
Μετά τις εκλογές, η κυβέρνηση έχει ένα παράθυρο τεσσάρων ετών χωρίς προγραμματισμένες εκλογές, κάτι ανήκουστο κατά τη διάρκεια της δεκαεξαετούς ηγεμονίας του κ. Ενρτογάν. Τούτο προσφέρει σύμφωνα με έναν Τούρκο επιχειρηματία έναν «μεγάλο αεροδιάδρομο» για μεταρρυθμίσεις που έχουν απαιτήσει οι επενδυτές και η διεθνής επιχειρηματική κοινότητα.
Ο ίδιος θέλει να παρουσιάσει η κυβέρνηση ένα σχέδιο που θα καθησυχάσει τις αγορές, θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και θα βάλει την οικονομία σε τροχιά βιώσιμης μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
«Υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να γίνουν για αυτή τη χώρα» λέει. «Χρειαζόμαστε ένα βαθμό προσαρμογής για να έχουμε ανάπτυξη από εξαγωγές και όχι από εγχώρια κατανάλωση και ανάπτυξη του real estate. Αυτό πρέπει να σταματήσει».
Περιορισμένες επιλογές
Κατά το παρελθόν, η Τουρκία έχει περάσει συχνά από σύντομες υφέσεις (οι οποίες αναπαρίστανται σε γράφημα με το σχήμα V ), όπου η απότομη συρρίκνωση ακολουθήθηκε από μια γρήγορη επιστροφή στην ανάπτυξη. Αλλά τη φορά αυτή οι οικονομολόγοι μιλούν για μια πιο βαθιά ύφεση σχήματος U ή ακόμα και L λόγω του μεγάλου χρέους που βαραίνει τις τράπεζες.
«Παραδοσιακά, η χορήγηση δανείων ανακάμπτει γρήγορα» υποστηρίζει η Ρότζερ Κέλι, επικεφαλής οικονομολόγος για την Τουρκία στο γραφεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) στην Κωνσταντινούπολη. «Αλλά όταν οι τράπεζες είναι σε περίοδο απομόχλευσης, δεν μπορείς να περιμένεις να βγουν από την στενωπό δανείζοντας».
Ωστόσο, τα εργαλεία τα οποία έχει στη διάθεση της η κυβέρνηση για να τονώσει την οικονομία είναι περιορισμένα. Μια συμβατική απάντηση θα ήταν η μείωση των επιτοκίων. Αλλά η κεντρική τράπεζα -επί μακρόν στο στόχαστρο του κ. Ερντογάν, ο οποίος έχει περιγράψει τα υψηλά επιτόκια ως «τη μητέρα και τον πατέρα κάθε κακού»– προσπαθεί ακόμα να ανακτήσει την αξιοπιστία της μετά την αργή αντίδρασή της στην πτώση του νομίσματος την περασμένη χρονιά.
Μολονότι η Τουρκία έχει πλέον τα τέταρτα υψηλότερα επιτόκια στον κόσμο – μετά την Αργεντινή, την Υεμένη και το Σουρινάμ – ο ετήσιος πληθωρισμός, κολλημένος στο 20%, σημαίνει πως οι περισσότεροι επενδυτές πιστεύουν ότι η μείωση των επιτοκίων ενέχει ρίσκο. «Δεν θα έπρεπε να μπουν στον πειρασμό να τα μειώσουν πολύ ή πολύ γρήγορα» προειδοποιεί η Έσθερ Λω, διαχειριστής επενδύσεων σε ομόλογα αναδυόμενων αγορών στην Amundi.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Αλμπαϋράκ δεν μπορεί να ξεφύγει από το πρόβλημα αυξάνοντας τις δαπάνες. Έχει υποσχεθεί να καταστήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία τον βασικό άξονα τις οικονομικής του πολιτικής, με τον στόχο για το φετινό έλλειμμα στο 1,8% του ΑΕΠ. Η κα. Λω λέει πως αυτή και άλλοι επενδυτές θα παρακολουθούν προσεκτικά τις εξελίξεις για να δουν αν η κυβέρνηση μπει στον πειρασμό να χρησιμοποιήσει δημοσιονομική τόνωση για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.
Οποιοδήποτε πισωγύρισμα διακινδυνεύει μια νέα βουτιά της λίρας την οποία η χώρα δεν μπορεί να αντέξει εύκολα. «Είναι ακόμα πολύ εύθραυστη η κατάσταση» υποστηρίζει η Νόρα Νόιτεμπουμ, οικονομολόγος της ολλανδικής ABN Amro.
Ανήμπορη να μειώσει τα επιτόκια και χωρίς τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μεγάλη δημοσιονομική τόνωση, οι αναλυτές υποστηρίζουν πως η κυβέρνηση δεν έχει άλλη επιλογή από το να βοηθήσει τον τραπεζικό τομέα να αρχίσει να δανείζει ξανά.
Aυτό, υποστηρίζουν, σημαίνει αντιμετώπιση του προβλήματος του εταιρικού χρέους.
Αλλά ενόψει των εκλογών η κυβέρνηση έχει πιέσει τις τράπεζες να δανείζουν περισσότερο και με μικρότερο κόστος. Στέλεχος σε μια από τις τρεις κρατικές τράπεζες αναφέρει ότι έχει λάβει διαταγές να δανείζει ακόμα και σε εταιρείες που δεν έχουν καμία προοπτική να ξεπληρώσουν. «Αν έρθει κάποιος σε εμένα και μου πει: “έχω χρεοκοπήσει”, θα του πω: «Όχι δεν έχεις”», λέει ο ίδιος. «Απλώς θα συνεχίσουμε να μετακυλίουμε το χρέος σου».
Οι τακτικές αυτές προκαλούν ανησυχίες για τη δημιουργία «ζόμπι εταιρειών» οι οποίες επιζούν μόνο μέσω του δανεισμού. Οι ειδικοί λένε ότι υπάρχει κίνδυνος να κρυφτεί το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. «Είμαι πολύ ανήσυχος» προειδοποιεί το τραπεζικό στέλεχος. «Αλλά τι μπορούμε να κάνουμε;».
Η στήριξη των τραπεζών
Η οικονομική κάμψη στο δεύτερο μισό του 2018 χαρακτηρίστηκε από μια απότομη άνοδο στον αριθμό των εταιρειών που αναζητούν προστασία από τους πιστωτές. Στους αιτούντες περιλαμβάνονται εταιρείες διάφορων κατηγοριών, από μια επιχείρηση τουριστικών λεωφορείων με ιστορία 81 ετών μέχρι μια κατασκευαστική η οποία εκπλήρωσε την επιθυμία του κ. Ερντογάν για ένα νέο γιγαντιαίο τζαμί σε λόφο της Κωνσταντινούπολης.
Οι τράπεζες έχουν καταγράψει μια αργή αλλά σταθερή άνοδο στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και σε εκείνα που βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση. Τα NPL αντιστοιχούν πλέον στο 4% των συνολικών δανείων των τραπεζών, περίπου στα 100 δισ. τουρκικές λίρες ($18,3 δισ.). Ένα περιορισμένης έκτασης «stress test» στο τραπεζικό σύστημα τον Δεκέμβριο έδειξε ότι το ποσοστό των NPL μπορεί να φτάσει στο 6%.
Οι περισσότεροι αναλυτές αναμένουν ότι το πραγματικό νούμερο θα είναι υψηλότερο. «Προβλέπουμε το ποσοστό των NPL να φτάσει στο 7-9% στις ιδιωτικές τράπεζες ως το τέλος του 2019» τονίζει ο Γκάμπορ Κεμένι της Autonomus. Αναλυτής της S&P ανέφερε τον περασμένο μήνα ότι με τη χρήση ενός πιο ευρύ ορισμού, το νούμερο θα μπορούσε να ανέλθει στο 15 με 20% ως το τέλος του έτους.
H στρατηγική της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων έχει επικεντρωθεί ως τώρα στην ενθάρρυνση των τραπεζών να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους και να τους ζητάει να βοηθήσουν τις εταιρείες να αναδιαρθρώσουν τα χρέη τους.
Η Ζουμπρούτ Ιμάμογλου, επικεφαλής οικονομολόγος στην Tusiad, τη μεγαλύτερη τουρκική ένωση, πιστεύει ότι η κυβέρνηση πρέπει να κάνει περισσότερα. «Δεν πιστεύω ότι μπορούμε να αντιμετωπίσουμε όλα τα προβλήματα μόνο με αναδιάρθρωση» υποστηρίζει, αναφερόμενη στα βαθύτερα, λιγότερο ανιχνεύσιμα προβλήματα σε τομείς όπως η ενέργεια και η κατασκευή.
Τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με καύση άνθρακα και αερίου είναι αντιμέτωπα με αυξημένο κόστος για την εισαγωγή ενέργειας, ενώ η κυβέρνηση έχει βάλει πλαφόν στην τιμή που χρεώνουν στους χρήστες. Πολλά δυσκολεύονται να αποπληρώσουν το χρέος σε ξένο νόμισμα. Οι εταιρείες real estate χρησιμοποιούν ξένα δάνεια για την κατασκευή εμπορικών κέντρων, αλλά τώρα είναι αναγκασμένες να κλείνουν συμφωνίες με τους λιανεμπόρους σε λίρες.
«Το κόστος της αποπληρωμής των δανείων που έχουμε λάβει σε ευρώ και δολάριο έχει σχεδόν διπλασιαστεί» αναφέρει ένα άλλο στέλεχος κατασκευαστικής. «Αν και τα αποπληρώνουμε, έχουμε περισσότερο χρέος (αν αποτιμηθεί σε λίρα) από ότι πριν».
Η κα. Ιμάμογλου εκτιμά ότι για να επιτρέψει στην οικονομία να αναπτυχθεί ξανά, η κυβέρνηση πρέπει να ανακουφίσει από το βάρος του χρέους τον ιδιωτικό τομέα και τις τράπεζες. «Χρειάζεται ένας μηχανισμός ο οποίος θα πάρει από τους ισολογισμούς των τραπεζών και των εταιρειών το ρίσκο της συναλλαγματικής ισοτιμίας και τα δάνεια με ρίσκο» επισημαίνει. «Το χρέος αυτό θα μπορούσαν να το αναλάβει σε ένα βαθμό η κυβέρνηση ή η αγορά, αν υπάρχει κάποιος πρόθυμος να το κάνει».
O κ. Οζατάι σημειώνει πως η απάντηση της ευρωζώνης στην παγκόσμια οικονομική κρίση πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποίηση για την Τουρκία. Τα NPL των ευρωπαϊκών τραπεζών έφτασαν στο €1 τρισ. το 2016 και για πολλούς ευθύνονται για την αργή ανάκαμψη σε χώρες όπως η Ιταλία και η Ελλάδα. «Αν έχεις το πρόβλημα αυτό, πρέπει να το αντιμετωπίσεις», ανέφερε ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης.
Μέχρι τώρα, δεν υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι υπουργοί σχεδιάζουν τέτοια μέτρα. Tα δημοσιεύματα του φθινοπώρου που ανέφεραν ότι η κυβέρνηση ετοιμάζεται να δημιουργήσει μια «bad bank» δεν επιβεβαιώθηκαν.
Η τραπεζική εποπτική αρχή της Τουρκίας αρνήθηκε να κάνει κάποιο σχόλιο. Αλλά η τραπεζική ένωση της χώρας, η TBB, επιμένει ότι δεν υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά την ακρίβεια των επίσημων προβλέψεων για τα NPL. «Δεν θα ήταν σωστό, είτε για τον τραπεζικό τομέα ή για την πραγματική οικονομία, να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι θα υπάρξει μεγάλη διάβρωση στην ποιότητα του ενεργητικού» ανέφερε η TBB σε ανακοίνωση. «Η ιδέα ότι όλα τα δάνεια που είναι υπό παρακολούθηση θα γίνουν προβληματικά είναι λανθασμένη».
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν ότι οι τουρκικές τράπεζες είναι ανθεκτικές και ισχυρές. Αλλά το να επιμένουν ότι όλα είναι καλά δεν είναι πιθανό να σβήσει τις αμφιβολίες των επενδυτών.
«Οι αγορές συνεχίζουν να έχουν ανησυχίες όσον αφορά τους ισολογισμούς των τραπεζών» υπογραμμίζει ο Οκάν Ακίν, αναλυτής των αναδυόμενων αγορών στην AllianceBernstein. «Για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη πρέπει να υπάρξει μια κόκκινη γραμμή που θα λέει: αυτά είναι τα προβλήματα, τα λύσαμε και τώρα είναι σε θέση να δανείζουμε ξανά».
Αυτό το έλλειμμα αξιοπιστίας -το οποίο διογκώθηκε πέρυσι από την περσινή μετάβαση στο νέο προεδρικό σύστημα που δίνει άνευ προηγούμενου εξουσία στον πρόεδρο- είναι ένας λόγος που ορισμένοι πιστεύουν ότι η Τουρκία χρειάζεται τη στήριξη του ΔΝΤ.
«Το πιο εύκολο πράγμα θα ήταν να πάμε στο ΔΝΤ και να τους μιλήσουμε σε τεχνικό επίπεδο» λέει ο κ. Ακίν. «Δεν χρειάζεται καν να κάνουν συμφωνία. Απλά χρησιμοποιείστε τους για να κερδίσετε αξιοπιστία». Αλλά ο κ. Ερντογάν έχει επανειλημμένα επιμείνει πως δεν θα ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο.
Ορισμένοι πιστεύουν ότι η Άγκυρα μπορεί να βρει τον δικό της δρόμο εξόδου από την κρίση με ένα εγχώριο μεταρρυθμιστικό σχέδιο. Αλλά ο σχεδιασμός μιας τέτοιας λύσης δεν απαιτεί μόνο τη βαθιά τεχνολογική γνώση των αξιωματούχων των ρυθμιστικών αρχών, ορισμένοι από τους οποίους καρατομήθηκαν μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα το 2016, αλλά και μια επίγνωση της έκτασης των προβλημάτων.
Δεν έχουν όλοι πιστεί ότι το μήνυμα έχει γίνει κατανοητό. «Η κυβέρνηση πιστεύει ότι η οικονομία μπορεί να βγει από το πρόβλημα μέσα από την ανάπτυξη, ότι το πρόβλημα θα φύγει από τα χέρια της» επισημαίνει η κα. Κέλι της EBRD. «Δεν είναι απαραίτητα λάθος. Αλλά θα είναι μια αργή διαδικασία».
Οι Τούρκοι πολίτες έχουν φανερώσει την ανησυχία τους για την κατάσταση της οικονομίας με μαζικές αγορές δολαρίων. Οι καταθέσεις των κατοίκων της Τουρκίας σε ξένο νόμισμα αυξάνοντα σταθερά από την αρχή του έτους, αγγίζοντας τα $158 δισ. τον Μάρτιο. Αλλά και οι ξένοι επενδυτές έχουν ανησυχήσει από τις εντάσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Τουρκία για τα σχέδια της Άγκυρας να αγοράσει το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 από τη Ρωσία.
Σε ιδιωτικές συζητήσεις Τούρκοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι γνωρίζουν το μέγεθος του προβλήματος, «αλλά είναι πολύ δύσκολο να κάνουμε κάτι όπως μια ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με δημόσια χρήματα πριν από τις εκλογές» τόνισε ένας αξιωματούχος.
Η επιχειρηματική ένωση Tusiad, προτείνει ένα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα σταθεροποίησης, μαζί με βαθιές μεταρρυθμίσεις στο φορολογικό σύστημα, στις αγορές εργασίας και στην εκπαίδευση, καθώς και μια προσπάθεια σταθεροποίησης των σχέσεων με τη Δύση. «Από εκεί θα έρθει η ανάπτυξη» λέει η κα. Ιμάμογλου. «Δεν πρόκειται να έρθει από τη φθηνή χρηματοδότηση».
Η κόντρα με τις ΗΠΑ για τους S-400
Ήταν η διένεξη με τις ΗΠΑ που πυροδότησε την τελευταία κρίση στην Τουρκία. Τώρα οι επενδυτές ανησυχούν για το ότι μια νέα διαμάχη με την Ουάσιγκτον μπορεί να τρομάξει ξανά τις αγορές. Υψηλόβαθμοι Αμερικανοί διοικητές έχουν προειδοποιήσει ότι δεν θα ανεχθούν το σχέδιο του Ερντογάν να αγοράσει ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα S-400, τα οποία πρόκειται να παραδοθούν τον Ιούλιο.
Το Πεντάγωνο υποστηρίζει ότι η ρωσική τεχνολογία θα θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια του προγράμματος του νατοϊκού μαχητικού F-35 και προειδοποίησε για «σοβαρές επιπτώσεις» αν προχωρήσει το σχέδιο.
Τα αντίποινα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την ακύρωση της προγραμματισμένης από την Τουρκία αγοράς 100 F-35 και επιβολή κυρώσεων που αποσκοπούν στην σμίκρυνση του ρωσικού αμυντικού τομέα. Ο Ερντογάν, ωστόσο, επιμένει ότι δεν θα εκφοβιστεί. Η κλιμάκωση της έντασης και η επικείμενη ημερομηνία παράδοσης κάνουν τις αγορές νευρικές.
Η λίρα υποχώρησε 8% έναντι του δολαρίου από τις αρχές Φεβρουαρίου παρά την τόνωση στις αναδυόμενες αγορές που προσέφερε η απόφαση της Fed να φρενάρει τις αυξήσεις επιτοκίων.
Οι S-400 είναι ψηλά στη λίστα των ανησυχιών των επενδυτών. «Οι πιθανές αντιδράσεις των αγορών σε οποιοδήποτε αρνητική γεωπολιτική εξέλιξη με κρατά ξύπνιο τα βράδια», δήλωσε ο Οκάν Ακίν, αναλυτής στην AllianceBernstein.
Μπορεί να μην έχει σημασία το εάν τα αντίποινα δεν έχουν άμεσο αντίκτυπο στην τουρκική οικονομία. Η εξάρτηση σε ροές από το λεγόμενο «καυτό χρήμα» στην τουρκική οικονομία την κάνει ευάλωτη σε αλλαγές των επενδυτικών διαθέσεων.
Οι αμερικανικές κυρώσεις που επιβλήθηκαν πέρυσι σε μια προσπάθεια να απελευθερωθεί ο κρατούμενος Αμερικανός πάστορας Άντριου Μπράνσον είχε περιορισμένες άμεσες συνέπειες στην οικονομία. Ήταν όμως αρκετές για να πυροδοτήσουν μια εξουθενωτική νομισματική κρίση.