Το “new normal” στην τρομοκρατία και στους διεθνικούς εμφυλίους πολέμους
Του Amichai Magen
Carnegie Europe
Οι αναλυτές βίαιων συγκρούσεων έχουν εδώ και καιρό αναγνωρίσει ότι οι αιτίες και η φύση του πολέμου και της τρομοκρατίας, αλλάζουν δραματικά με τον καιρό και ότι οι μεταβατικές περίοδοι από την μια εποχή στην άλλη συχνά καθιστούν παρωχημένες κάποιες πρώιμες κατανοήσεις αναφορικά με τις συγκρούσεις.
Το γεγονός ότι οι αιτιώδεις μηχανισμοί των βίαιων συγκρούσεων αλλάζουν σημαντικά σε όλες τις ιστορικές εποχές, αποτελεί μια κεντρική πρόκληση για τους φορείς χάραξης πολιτικής που επιδιώκουν να προβλέψουν καλύτερα και να αποτρέψουν την έναρξη βίαιων συγκρούσεων και κυβερνητικής καταστολής. Οι επαναστάσεις στην οικονομική παραγωγή, οι καινοτομίες στην στρατιωτική τεχνολογία, και η μεταβαλλόμενη κατανομή εξουσίας μεταξύ των μεγάλων “παικτών” στο διεθνές σύστημα -καθώς και ο αριθμός και η ισχύς των συμμαχιών μεταξύ των- μπορεί να αποτελέσει τους μεγάλους μοχλούς της σύγκρουσης σε μια εποχή, και τις αιτίες για ειρήνη σε μια άλλη.
Ευτυχώς, η μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μείωση των πολέμων μεταξύ των ισχυρών κρατών, που είναι μακράν οι πιο θανατηφόρες, συνεχίζεται, για την ώρα. Αλλά άλλες μορφές πολιτικής βίας απειλούν την ασφάλεια της ΕΕ και των κρατών-μελών της. Όχι μόνο αυξήθηκαν τα περιστατικά τρομοκρατίας παγκοσμίως κατά 1000% από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και μέχρι το 2017. Όταν εξετάζουμε τη σύγχρονη τρομοκρατία, μπορούμε να εντοπίσουμε αρκετά ξεχωριστά γεγονότα που οριοθετούν ποιοτικά διαφορετικές εποχές τρομοκρατικών κυμάτων, το κάθε ένα με τη δική του ιδεολογία, στόχους, τακτικές, τεχνολογίες, ΜΜΕ και πόρους χρηματοδότησης.
Η δολοφονία του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ της Ρωσίας το 1881, όπως δείχνει η ιστορία του Rapoport για τη σύγχρονη τρομοκρατία, προκάλεσε την έναρξη ενός αναρχικού κινήματος τρομοκρατίες που έπληξε την Ευρώπη και την Αμερική μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μεταξύ 1920-1962, ένα δεύτερο, αντί-αποικιακού κύμα κυριαρχούσε στις επιθέσεις στην Ευρώπη και στις αποικίες της, για να τις διαδεχθεί η νεό-αριστερή τρομοκρατία στη δεκαετία του 1960 και του 1970, η οποία τροφοδοτήθηκε από τις συγκρούσεις του Ψυχρού Πολέμου. Ένα τέταρτο, διχαστικό περιστατικό έλαβε χώρα το 1970, όταν η Ιρανική Επανάσταση και η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, προκάλεσε ένα ισλαμικό-θρησκευτικό κύμα πολιτικής βίας που συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Το διακριτικό χαρακτηριστικό αυτών των ξεχωριστών περιόδων είναι ότι τυπικά συμβαίνουν όταν μεταμορφώνονται με ταχύ ρυθμό τρία στοιχεία στο διεθνές σύστημα:
-Η ταυτότητα των μεγάλων παικτών που είναι ικανοί να διευκολύνουν ή να περιορίσουν τις βίαιες συγκρούσεις
-Τα παγκόσμια ιδεολογικά, πολιτικά και οικονομικά πρότυπα και θεσμικά όργανα που ηγούνται της αλληλεπίδρασης μεταξύ αυτών των σημαντικών παικτών και
-Η τεχνολογία για την κινητοποίηση και την εμπλοκή στη σύγκρουση.
Μια νέα στιγμή μεταμόρφωσης ξεδιπλώνεται τώρα, μία που και πάλι αλλάζει το περιβάλλον ασφαλείας μας με τρόπους που δεν κατανοούμε ακόμη πλήρως αλλά που η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της θα πρέπει να αντιμετωπίσουν για τα επόμενα χρόνια, ίσως δεκαετίες. Ακριβώς οπως οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στο μοντέλο των βίαιων συγκρούσεων μεταξύ του 19ου και 20ου αιώνα, η τρέχουσα μεταμόρφωση του διεθνούς συστήματος αλλάζει σημαντικά την φύση της τρομοκρατίας και του εμφυλίου πολέμου.
Οι τρομοκρατικές οργανώσεις -κάποτε σχετικά μικρές και που έπρεπε να ξοδεύουν μεγάλο μέρος των πόρων τους για να παρακάμπτουν τις κρατικές αρχές- μεταμορφώνονται σε τρομοκράτες κυβερνήτες, κυρίως κατά μήκος της ανατολικής και νότιας πτέρυγας της Ευρώπης. Και ιδιαίτερα στο Σαχέλ, στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Υεμένης, της Σομαλίας, του Πακιστάν και του Αφγανιστάν.
Αυτοί οι επαναστάτες κυβερνήτες -αναφερόμενοι ως υβριδικοί τρομοκρατικοί οργανισμοί, Mezzanine ηγεμόνες και τρομοκρατικές ημί-πολιτείες- ελέγχουν την τρομοκρατία και τους πληθυσμούς σε περιοχές με περιορισμένη κρατική υπόσταση, αναπτύσσουν υποδομές διακυβέρνησης και ανεξάρτητες πηγές οικονομίας, διαθέτουν εξελιγμένες τεχνολογίες επικοινωνιών και κρυπτογράφησης, και όλο και περισσότερο ασχολούνται με μια σειρά συμβατικών στρατιωτικών δυνατοτήτων, και τρομοκρατικών. Ορισμένοι από αυτούς τους διοικητές τρομοκρατικών οργανώσεων προσελκύουν έναν σημαντικό αριθμό ξένων μαχητών από όλο τον κόσμο -περισσότεροι από 40.000 από 120 διαφορετικές χώρες στην περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους- και πολλοί από αυτούς διενεργούν επιθέσεις εναντίων των αδύναμων κρατικών αρχών των οποίων τα εδάφη ελέγχουν και εναντίον τρίτων χωρών-θυμάτων, κατά μήκος των συνόρων.
Παράλληλα με αυτό το εξελικτικό άλμα της τρομοκρατίας, είναι μια ακόμη πιο ύπουλη μεταμόρφωση του εμφυλίου πολέμου. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε μια δραματική άνοδο στον αριθμό των “διεθνοποιημένων” εμφυλίων πολέμων- εσωτερικές συγκρούσεις στις οποίες άλλα κράτη παρεμβαίνουν στρατιωτικά σε μία ή και στις δύο πλευρές. Το 1991, 4% των συγκρούσεων ήταν διεθνοποιημένες, σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό. Μέχρι το 2017, αυτός ο αριθμός δεκαπλασιάστηκε στο 40%. Από τις 48 ενεργές συγκρούσεις εντός κρατών το 2017, οι 19 ήταν διεθνοποιημένοι εμφύλιοι πόλεμοι -ένας με τους υψηλότερους αριθμούς στην μεταπολεμική εποχή, δεύτερος πίσω μόνο από το 2015, ο οποίος είχε 20,4. Τέτοια εξωτερική στρατιωτική εμπλοκή αυξάνει την θνησιμότητα των συγκρούσεων, παρατείνει τη διάρκεια και δυσχεραίνει την επίλυση.
Συνολικά, η ραγδαία και ουσιαστική διάδοση των τρομοκρατικών διοικητών και των διεθνοποιημένων εμφυλίων πολέμων, υποδηλώνει ότι βρισκόμαστε στο μέσον της συστημικής μετάλλαξης. Οι νέοι παράγοντες αμφισβητούν τους βασικούς κανόνες της κρατικής υπόστασης, των συνόρων και της μη παρέμβασης σε τοπικό, κρατικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο.
Σε αυτή την πραγματικότητα, “η φύση της σύγκρουσης αλλάζει και γίνεται πιο δύσκολη και λιγότερο ευνοϊκή για την πολιτική διευθέτηση”. Στον μέσον αυτής της στιγμής μεταμόρφωσης, η ικανότητα να προβλέπονται με ακρίβεια οι αιτίες και η φύση των συγκρούσεων, είναι σε κίνδυνο. Είναι μια πραγματικότητα την οποία η ΕΕ και τα κράτη-μέλη της πρέπει να αναγνωρίσουν γρήγορα και να την υιοθετήσουν.