Μία συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας μπορεί να είναι απλά μία “κατάπαυση πυρός”
Του Mohamed A. El-Erian
Βloomberg
Η Κίνα και οι ΗΠΑ την περασμένη εβδομάδα σημείωσαν σημαντική πρόοδο στις εμπορικές διαπραγματεύσεις, καθώς ο Πρόεδρος Σι Τζίνπινγκ εμφανίστηκε ικανοποιημένος από τη “νέα συναίνεση”. Ωστόσο παραμένει ένα ερώτημα: Γιατί οι ΗΠΑ επέλεξαν να διαπραγματευθούν διμερώς με την Κίνα παρά να ηγηθούν ενός συνασπισμού των δυτικών εθνών που συμμερίζονται τις ίδιες ανησυχίες σχετικά με ορισμένες από τις εμπορικές πρακτικές του ασιατικού γίγαντα; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα θα είναι ένα από τα βασικά ζητήματα στην αξιολόγηση του εάν μια συμφωνία ΗΠΑ-Κίνας αποτελεί μία αποφασιστική λύση για τη διαμάχη που έχει πλήξει την παγκόσμια οικονομία ή, αντίθετα, μόνο μια βραχυπρόθεσμη “κατάπαυση του πυρός”.
Ο κατάλογος των καταγγελιών των ΗΠΑ κατά των κινεζικών εμπορικών πρακτικών περιλαμβάνει αναμφισβήτητα τη μεγάλη ανισορροπία, τις υποχρεωτικές μεταβιβάσεις τεχνολογίας, τις επιδοτήσεις ευρείας κλίμακας εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων και την ανεπαρκή προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας. Η κυβέρνηση του Τραμπ επικεντρώνεται στο να εξαναγκάσει την Κίνα να κάνει παραχωρήσεις σε όλους αυτούς τους τομείς, έχοντας την πεποίθηση ότι μια εμπορική σύγκρουση θα ήταν πολύ πιο επιβλαβής για την Κίνα παρά για τις ΗΠΑ, ενώ είναι πρόθυμη να απορροφήσει τα βραχυπρόθεσμα πλήγματα που συνδέονται με αυτή τη στρατηγική.
Σύμφωνα με την θεωρία των παιγνίων, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε καλύτερη θέση ως προς το να κερδίσουν το παιχνίδι (στο εμπόριο και στην επίλυση συγκρούσεων) που έχει αλλάξει, από το να παίζεται συνεργατικά στο να παίζεται ανταγωνιστικά. Αν και το να υποκύψει στις πιέσεις των ΗΠΑ δεν θα ήταν το βέλτιστο αποτέλεσμα για την Κίνα, θα ήταν καλύτερη επιλογή από τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις, ιδιαίτερα από έναν παρατεταμένο εμπορικό πόλεμο.
Τα περισσότερα, αν όχι όλα, από τα εμπορικά παράπονα των ΗΠΑ εναντίον της Κίνας τα μοιράζονται και οι σύμμαχοι της Αμερικής. Επιπλέον, η Ευρώπη αντιπροσωπεύει ένα μεγαλύτερο μερίδιο των κινεζικών εξαγωγών συγκριτικά με τις ΗΠΑ. Συνεπώς, ένα κοινό ευρωπαϊκό-αμερικανικό μέτωπο φαίνεται τόσο εφικτό όσο και επιθυμητό και θα προσφέρει ισχυρότερη διαπραγματευτική θέση και μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη.
Το πόσο ελκυστική είναι μία κοινή προσέγγιση με την Ευρώπη πάει και πέρα από την υψηλή πιθανότητα εξασφάλισης παραχωρήσεων από την Κίνα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ήδη αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις για την περιφερειακή ενότητά της, πρέπει τώρα να αντιμετωπίσει αυτό που ορισμένοι θεωρούν ως μια “διαίρει και βασίλευε” προσέγγιση της Κίνας. Αυτό ήταν εμφανές κατά την πρόσφατη επίσκεψη του Σι στη Ρώμη, όπου εξασφάλισε συμφωνία για τη συμμετοχή της Ιταλίας στην πρωτοβουλία για τον νέο “Δρόμο του Μεταξιού” με αντάλλαγμα την υπόσχεση για επενδύσεις και δάνεια, παρά τις εκτεταμένες ανησυχίες στη Δύση για το πώς εφαρμόστηκε αλλού η πρωτοβουλία.
Ωστόσο, αντί να ηγηθούν ενός κοινού μετώπου που να βασίζεται στα κοινά παράπονα και τα κοινά συμφέροντα, οι ΗΠΑ έχουν αντιμετωπίσει αυτό το θέμα μόνες τους μέχρι τώρα. Και αντί να προετοιμαστεί για τις δικές της διαπραγματεύσεις με την Κίνα, η Ευρώπη ανησυχεί ότι μόλις οι ΗΠΑ καταλήξουν σε συμφωνία, η κυβέρνηση του Τραμπ θα πιέσει για παραχωρήσεις από την ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των αυτοκινήτων.
Μπορεί να υπάρχει μια απλή εξήγηση για τη στρατηγική των Η.Π.Α., ειδικά αν την εξετάσουμε υπό το πρίσμα της θεωρίας των παιγνίων.
Πρώτον, η στρατηγική βγάζει νόημα όσον αφορά το εσωτερικό πολιτικό πλαίσιο. Ανεξαρτήτως της ανάγκης εξασφάλισης συναίνεσης στο πλαίσιο ενός συνασπισμού, αν οι ΗΠΑ έχουν μεγαλύτερο έλεγχο επί του περιεχομένου και του χρονοδιαγράμματος ενός αποτελέσματος το οποίο είχαν υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, θα δείξει ότι η κυβέρνηση Τραμπ παίζει καλά στην έδρα της και βρίσκεται ένα βήμα μπροστά από το Δημοκρατικό Κόμμα για τις εκλογές το 2020.
Δεύτερον, η στρατηγική της κυβέρνησης Τραμπ βγάζει νόημα υπό το πρίσμα της “σαλαμοποίησης” των διαπραγματεύσεων και του “επανειλημμένου παιχνιδιού” που συνδέεται με αυτή. Στόχος θα ήταν να εξασφαλιστεί από την Κίνα μια συμφωνία που να περιλαμβάνει μια ρήτρα “του πλέον ευνοούμενου έθνους” – που σημαίνει ότι εάν η ασιατική δύναμη συμφωνήσει σε ευνοϊκότερους όρους σε μια μελλοντική διαπραγμάτευση με κάποιον άλλο, αυτοί οι όροι θα ισχύουν και για τις ΗΠΑ. Στη συνέχεια η Ευρώπη να ενθαρρυνθεί να κυνηγήσει μία δική της συμφωνία με την Κίνα.
Τρίτον, είναι λογικό οι ΗΠΑ να θέλουν να διατηρήσουν ανοιχτό το ενδεχόμενο για ένα μελλοντικό γύρο διαπραγματεύσεων, δεδομένης της ανησυχίας ότι η εφαρμογή μιας διμερούς εμπορικής συμφωνίας με την Κίνα μπορεί να αποδειχτεί δύσκολη. Εξάλλου, δεν θα είναι εύκολο για την Κίνα να μειώσει το διμερές πλεόνασμα της στο βαθμό που απαιτείται από τις ΗΠΑ. Επίσης, δεν θα είναι εύκολο για την Κίνα να αποσυρθεί από την παραδοσιακή προσέγγισή της στις κρατικές επιχειρήσεις, δεδομένου ότι οι αρχές είναι πρόθυμες να χρησιμοποιήσουν αυτή τη μορφή κινήτρου για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση των εξωτερικών οικονομικών προβλημάτων και να αποφύγουν την παγίδα των μεσαίων εισοδημάτων για την ανάπτυξη της χώρας. Επίσης, η επαλήθευση των συμφωνιών σχετικά με τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας δεν είναι καθόλου απλή.
Όλα αυτά υποδηλώνουν επίσης ότι μια συμφωνία Κίνας-ΗΠΑ. είναι απίθανο να σηματοδοτήσει ένα αποφασιστικό τέλος σε αυτή την περίοδο εμπορικής έντασης για την παγκόσμια οικονομία. Αντ’ αυτού, μάλλον θα έχουμε μια προσωρινή κατάπαυση του πυρός με μια συμφωνία που είναι πιθανό να αντιμετωπίσει προκλήσεις κατά την εφαρμογή της και η οποία, μόλις η Ευρώπη και οι ΗΠΑ επιλύσουν τα μεταξύ τους εμπορικά ζητήματα, θα ακολουθηθεί πιθανότατα από ένα ευρύτερο συνασπισμό που θα ζητά περαιτέρω διαβεβαιώσεις και παραχωρήσεις από την Κίνα.