Τι κρύβει ο εμπορικός πόλεμος που κήρυξε ο Ντόναλντ Τραμπ στην Ευρώπη
Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης
Παρότι έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι οι εμπορικοί πόλεμοι στην παγκόσμια οικονομία ξεκίνησαν σχετικά πρόσφατα και αφορούν κυρίως τις αμερικανοκινεζικές σχέσεις, στην πραγματικότητα ένα από τα πρώτα πεδία αντιπαραθέσεων αφορούσε τις σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το επίδικο εδώ ήταν ήδη από το 2004 ο τομέας της αεροναυπηγικής με τις ΗΠΑ, να κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και τις κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ισπανίας και του Ηνωμένου Βασιλείου ότι προσέφεραν στην Airbus κρατικές ενισχύσεις που είναι παράνομες με βάση τις αρχές του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου.
Η σύγκρουση για τις ενισχύσεις στην Airbus
Ειδικότερα οι Ηνωμένες Πολιτείες κατηγόρησαν τις ευρωπαϊκές χώρες αλλά και την ίδια την Ένωση ότι χορήγησαν στην Airbus χρηματοδότηση με όρους που ήταν ευνοϊκότεροι της αγοράς, ότι προσέφεραν άμεσες ενισχύσεις στη διαδικασία σχεδιασμού και παραγωγή του A380, ότι προσέφεραν ευνοϊκά δάνεια μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας επενδύσεων, ότι διέγραψαν ή αντιμετώπισαν ευνοϊκά το χρέος της εταιρείας, καθώς και ότι είχαν ειδικά προγράμματα ενισχύσεων του κλάδου της αεροναυπηγικής.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα με την ειδική βαρύτητα που έχουν οι εταιρείες αεροναυπηγικής και συνολικά ο αεροδιαστημικός κλάδος. Είναι βιομηχανίες εξαιρετικά υψηλής ειδίκευσης, που στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλες δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης και που ταυτόχρονα απασχολούν σημαντικό αριθμό εργαζομένων, ενώ από αυτές εξαρτώνται πλήθος θέσεις εργασίας σε προμηθευτές. Είναι ταυτόχρονα εταιρείες αιχμής και υψηλού κύρους. Είναι τέλος μεγάλες εταιρείες που σε μεγάλο διεκδικούν να μεγάλα μερίδια αγορών (ας μην ξεχνάμε ότι παρότι υπάρχουν και άλλες μεγάλες αεροναυπηγικές εταιρείες, η Boeing και η Airbus κατέχουν σχεδόν κυρίαρχη θέση στην αγορά των αεροσκαφών μεσαίων και μεγάλων αποστάσεων). Και βέβαια για οικονομίες όπως των ΗΠΑ οι τομείς υψηλής τεχνολογίες είναι ιδιαίτερα κομβικοί και ως ποσοστό του ΑΕΠ (που στις ΗΠΑ φτάνει το 38%) και ως μερίδιο των εξαγωγών και ως τμήμα της συνολικής κερδοφορίας της οικονομίας.
Η αντιπαράθεση ΗΠΑ και ΕΕ για τους όρους του παγκόσμιου εμπορίου
Ταυτόχρονα, η αντιπαράθεση αυτή, ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, έφερνε στο προσκήνιο μια πάγια ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ ως προς τους όρους εμπορίου και η οποία στηρίζεται στην βαθιά ριζωμένη αμερικανική πεποίθηση ότι στην Ευρώπη υπάρχουν μια σειρά από έμμεσες ενισχύσεις σε πλήθος εξαγωγικά προϊόντα που τα ευνοούν έναντι των αμερικανικών.
Αυτό, άλλωστε, ήταν και μία από τις βασικές αιτίες που έκαναν δύσκολη και μακρόχρονη τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας TTIP, μαζί με τις αντιδράσεις συνδικαλιστικών και περιβαλλοντικών φορέων, η οποία σήμερα είναι σε μετέωρη κατάσταση μετά το ουσιαστικό πάγωμα των διαπραγματεύσεων από την κυβέρνηση Τραμπ.
Ως προς τα συγκεκριμένη διαμάχη για την Airbus υπάρχει μια σειρά από αποφάσεις από το 2010 και μετά που όντως αναγνωρίζουν ότι υπήρχε πρόβλημα, έστω και εάν δεν αποδέχονται το σύνολο των αμερικανικών αιτιάσεων.
Η τελευταία σχετική έκθεση ήταν τον Μάιο του 2018 και η Airbus υποστηρίζει ότι έχει συμμορφωθεί με όσα ζητούσε η έκθεση και υποστήριξε ότι το ποσό που αναφέρουν οι ΗΠΑ είναι υπερβολικά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν ότι έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν δασμούς ως αντίποινα στην απροθυμία των Βρυξελλών να συμμορφωθούν. Ειδικότερα, επιδιώκουν να επιβάλουν δασμούς συνολικού ύψους 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, θεωρώντας ότι αυτό αποτελεί ένα ποσό συμμετρικό προς τη ζημιά που έχουν υποστεί. Ταυτόχρονα, υποστηρίζουν ότι ο στόχος είναι να σταματήσουν όλες οι ενισχύσεις στον κλάδο των μεγάλων πολιτικών αεροσκαφών που παραβιάζουν τους κανόνες του ΠΟΕ.
Για την εφαρμογή των κυρώσεων οι ΗΠΑ σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν την ίδια νομοθεσία που χρησιμοποίησαν και εναντίον της Κίνας, δηλαδή την ενότητα 301 της Trade Act του1974.
Οι ΗΠΑ εξετάζουν δύο κατηγορίες δασμών. Η πρώτη αφορά νέα ελικόπτερα, αεροσκάφη και εξαρτήματα αεροσκαφών που προέρχονται από τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία και το ΗΒ, δηλαδή τις τέσσερις χώρες όπου έχει βιομηχανικές εγκαταστάσεις η Airbus. Η δεύτερη αφορά ένα ευρύ φάσμα προϊόντων από όλες τις χώρες της ΕΕ, από τυριά όπως το ροκφόρ, το πεκορίνο, το γκούντα και το στίλτον, διάφορες μαρμελάδες, φρέσκα φρούτα, θαλασσινά, κρασιά, αλλά και μοτοσικλέτες και διάφορα έλαια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πάντως υποστηρίζει ότι δεν μπορούν αποφασίσουν μόνες τους οι ΗΠΑ το ποσό των αντιποίνων, καθώς αυτό αφορά το διαιτητή που έχει ορίσει ο ΠΟΕ. Ταυτόχρονα, η ΕΕ εξετάζει το ενδεχόμενο να προσφύγει και αυτή στον ΠΟΕ με αφορμή τις φοροαπαλλαγές της αμερικανικής κυβέρνησης προς την Boeing που δημιουργούν άνισο ανταγωνισμό για την Air-Bus.
Ευρωκινεζική διαπραγμάτευση
Την ίδια στιγμή ΕΕ προσπαθεί να δει και τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα, καθώς οι ευρωπαϊκές χώρες θεωρούν ότι η Κίνα δίνει υποσχέσεις που δεν τις τηρεί ως προς το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς και οικονομίας.
Σε αυτό το φόντο είχαμε την Τρίτη 9 Απριλίου συνάντηση κορυφής σήμερα ΕΕ-Κίνας με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι να συναντιέται με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ με την κοινή ανακοίνωση να υπογραμμίζει τη διάθεση των δύο πλευρών να συνεργαστούν και να ξεπεράσουν τυχόν διαφορές.
Σημειώνουμε πάντως ότι λίγες εβδομάδες πριν είχαμε κοινή τοποθέτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ύπατης Αντιπροσώπου για Εξωτερική Πολιτική και την Πολιτική Ασφαλείας, που ήταν αρκετά επιθετική υποστηρίζοντας ότι η Κίνα είναι εκτός των άλλων και ένας «συστημικός αντίπαλος», μια τοποθέτηση που έδειχνε ότι η ΕΕ διαλέγει πιο επιθετική στάση έναντι της Κίνας, παρότι επιμέρους κράτη-μέλη επιμένουν στην προσέλκυση κινεζικών επενδύσεων και βλέπουν θετικά την στρατηγική «μίας ζώνη – ένας δρόμος».
Αντιφατικό τοπίο στο φόντο της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας
Είναι προφανές έτσι ότι το τοπίο στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις είναι ιδιαίτερα αντιφατικό, με τους ανταγωνισμούς να είναι σύνθετους και τις διαχωριστικές γραμμές να τέμνονται, επιτρέποντας κατά καιρούς και την αναζήτηση και τακτικών συμμαχιών.
Υπόβαθρο αυτών των εξελίξεων το γεγονός ότι το παγκόσμιο εμπόριο, οι επενδύσεις και συνολικά αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση παραμένει σε στασιμότητα σε όλη την περίοδο από την προηγούμενη οικονομική κρίση και μετά.
Αυτό γεννά μια αντίφαση. Από τη μια οι εξαγωγικοί τομείς έχουν σήμερα πολύ μεγαλύτερη σημασία για οικονομίες όπως η αμερικανική. Σήμερα μόνο το 48% της κερδοφορίας των αμερικανικών επιχειρήσεων προέρχεται από την εσωτερική αγορά, ενώ το 40% από τις θυγατρικές στο εξωτερικό και το 12% από τις εξαγωγές. Από την άλλη, η στασιμότητα στην «παγκοσμιοποίηση» και η εμφάνιση ανταγωνιστών διακυβεύει πλευρές αυτής της κερδοφορίας.
Έτσι, οι εντάσεις γύρω από τα θέματα του παγκόσμιου εμπορίου αποτυπώνουν ακριβώς και τη διάθεση ιδίως των ΗΠΑ να υπερασπιστούν το προβάδισμα και την κυρίαρχη θέση που έχουν αμερικανικές εταιρείες σε κρίσιμους κλάδους και να απαντήσουν προληπτικά στην άνοδο των κινεζικών επιχειρήσεών τους.
Από τη μεριά της, η Κίνα, που αυξάνει κάθε χρόνο τις άμεσες ξένες επενδύσεις της, ταυτόχρονα επενδύει στο να έχει μέσω της στρατηγικής «μία ζώνη – ένας δρόμος» έναν αριθμό χωρών προσανατολισμού των εξαγωγών της. Ήδη οι εξαγωγές προς τέτοιες χώρες είναι μεγαλύτερες αυτών προς τις ΗΠΑ.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση από την πλευρά της αναζητά να μπορέσει να κρατήσει και αυτή τα δικά της εξαγωγικά και επενδυτικά ανοίγματα εν μέσω ενός περιβάλλοντος όλο και πιο ανταγωνιστικού.
Το γεγονός ότι όλα αυτά συμπίπτουν με τη διαπίστωση ότι η παγκόσμια οικονομία εισέρχεται σε μια φάση μη αντιστρέψιμης «συγχρονισμένης επιβράδυνσης», όπως τουλάχιστον υποστηρίζουν οι σχετικοί δείκτες που επεξεργάζονται το think tank Brookings Institute μαζί με τους Financial Times, μπορεί να εξηγεί και την ακόμη μεγαλύτερη ένταση με την οποία οι διαφορετικοί πόλοι της παγκόσμιας οικονομίας προσπαθούν να κατοχυρώσουν θέσεις σε ένα τοπίο μεγαλύτερων δυσκολιών.