Ο Πούτιν εφορμά για την “κατάκτηση” της Αρκτικής
Του Κώστα Ράπτη
Ο Βλαντίμιρ Πούτιν λυπάται τις αρκούδες – τις πολικές εν προκειμένω. Το δήλωσε την Τρίτη στο 5ο Διεθνές Φόρουμ για την Αρκτική, το οποίο διοργανώθηκε στην Αγία Πετρούπολη, παρουσία και των ηγετών της Νορβηγίας, της Ισλανδίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας. “Σε συνδυασμό με την θέρμανση του πλανήτη και τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης της αρκτικής ζώνης οι κίνδυνοι για την πανίδα πολλαπλασιάζονται – πρέπει να το λάβουμε υπόψη”, τόνισε χαρακτηριστικά.
Προς το παρόν, πάντως, οι “προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης” έχουν πρωτεύουσα θέση στη σκέψη του. Εξ ου και η τοποθέτησή του στο Φόρουμ για την Αρκτική αποτέλεσε την παρουσίαση ενός φιλόδοξου σχεδίου ρωσικής εξόρμησης προς τον Βόρειο Πόλο.
Η ειρωνεία του πράγματος δεν κρύβεται. Η διατάραξη του κλίματος λόγω της υπέρμετρης αξιοποίηση των υδρογονανθράκων αποστερεί με όλο και ταχύτερους ρυθμούς την Αρκτική από τους πάγους της, ανοίγοντας τη δυνατότητα για… νέες ευκαιρίες εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων.
Υπολογίζεται ότι στο υπέδαφος της Αρκτικής κρύβεται το 22% των εισέτι ανεκμετάλλευτων κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου της υφηλίου, αξίας περίπου 30 τρισ. δολαρίων, κατά τις εκτιμήσεις του ίδιου του Ρώσου προέδρου.
Παράλληλα, η αλλαγή των κλιματικών δεδομένων αναδεικνύει τον Βόρειο Παγωμένο Ωκεανό ως μία νέα θαλάσσια οδό που μπορεί να φέρει την επανάσταση στις εμπορικές συναλλαγές της Ευρώπης με την Άπω Ανατολή.
Δεν είναι τυχαίο, σε αυτό το φόντο, που η Αρκτική αποτελεί το νέο μέτωπο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων.
Η Ρωσία έχει κινηθεί πρώτη τόσο στο νομικό, όσο και στο στρατιωτικό και το επενδυτικό πεδίο.
Από το 2015 έχει υποβάλει στα Ηνωμένα Έθνη τις διεκδικήσεις της για τα όρια της υφαλοκρηπίδας της προς Βορρά, υποστηρίζοντας ότι της αντιστοιχεί μια υποθαλάσσια περιοχή εκτάσεως 1,2 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων, σε απόσταση 350 ναυτικών μιλίων από τις ρωσικές ακτές, συμπεριλαμβανομένου και του Βόρειου Πόλου. Μάλιστα, κατά τη ρωσική διπλωματία, το αρμόδιο συμβουλευτικό όργανο των Ηνωμένων Εθνών (Επιτροπή για τα όρια των υφαλοκρηπίδων) έχει γνωμοδοτήσει θετικά ως προς τις θάλασσες του Οχότσκ, του Μπάρεντς και του Μπέρινγκ.
Από την άποψη της ασφάλειας, η βόρεια ακτογραμμή των 22.600 χιλιομέτρων οχυρώνεται εκ νέου, μετά την εγκατάλειψή της από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και εξής. Οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις προσφέρουν πλέον πλήρη κάλυψη ραντάρ στην περιοχή και έχουν επιδοθεί σε προσπάθειες των δεκάδων χιλιάδων τόνων απορριμμάτων που άφησε πίσω του ο σοβιετικός στρατός.
Το Δεκέμβριο ο υπουργός Άμυνας Σεργκέι Σοϊγκού ανέφερε ότι σειρά στρατιωτικών εγκαταστάσεων στην πολική ζώνη έχουν ανακαινισθεί, ενώ έχουν εγκατασταθεί και νέα συστήματα αεράμυνας.
Οι 250 άνδρες που εδρεύουν στην βάση Severny Klever της νήσου Κοτέλνυ στην Ανατολική Θάλασσα της Σιβηρίας, χειριζόμενοι, συχνά σε θερμοκρασίες 50 βαθμών Κελσίου κάτω από το μηδέν, συστήματα παρακολούθησης και πυραύλους εδάφους-θαλάσσης, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της αυτοπεποίθησης με την οποία η Ρωσία περιφρουρεί το νέο “Ελντοράντο”.
Άλλωστε, οι ακραίες συνθήκες που επικρατούν στον ρωσικό “Απώτατο Βορρά” προσφέρουν παραδόξως πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά την εξόρυξη υδρογονανθράκων. Με κόστος ψύξης του φυσικού αερίου αισθητά μικρότερο από αυτό των ανταγωνιστών, ο ρωσικός κλάδος του LNG μοιάζει έτοιμος να απογειωθεί.
Στο μικρό λιμάνι της Σαμπέττα, σε απόσταση περίπου 2.400 χιλιομέτρων από την Μόσχα, το νέο εργοστάσιο υγροποίησης φυσικού αερίου Yamal της Novatec έφθασε πέρσι στην πλήρη δυναμικότητά του, ήτοι 17,5 εκατ. τόνους ετησίως, διπλασιάζοντας το μερίδιο της Ρωσίας στην διεθνή αγορά του LNG από το 4% στο 8%.
Μέχρι πρόσφατα, η Ρωσία διέθετε μόνο έναν σταθμό υγροποίησης, τον Sakhalin-2 της Gazprom στη θάλασσα της Ιαπωνίας, με δυναμικότητα περίπου 10 εκατ. ετησίως. Όμως, η Novatec έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στην Αρκτική, αποβλέποντας στην εκμετάλλευση κοιτασμάτων 3,3 τρισ. κυβικών μέτρων. Ήδη, εκτός του Yamal προγραμματίζει την δημιουργία μέχρι το 2022 ενός δεύτερου σταθμού, του Arctic LNG 2, και ίσως και ενός τρίτου. Συνεταίρο της έχει την γαλλική Total – η οποία δείχνει να αψηφά τις αμερικανικές κυρώσεις.
Στο Αρκτικό Φόρουμ της Αγίας Πετρούπολης, ο Πούτιν πήγε παραπέρα. Προανήγγειλε την αναβάθμιση των θαλασσίων μεταφορών μέσω της Αρκτικής, θέτοντας τον “ρεαλιστικό, υπολογισμένο και συγκεκριμένο” στόχο της αύξησης του όγκου των μεταφερόμενων εμπορευμάτων από τα 20 εκατ. μετρικούς τόνους πέρσι στα 80 εκατ. Το 2025.
Για τον σκοπό αυτόν, ο ρωσικός στόλος βαρέων παγοθραυστικών θα φτάσει το 2035 τα 13, εκ των οποίων τα 9 πυρηνοκίνητα (έναντι τεσσάρων εν λειτουργία και άλλων τριών υπό κατασκευή σήμερα).
Παράλληλα, ο Ρώσος πρόεδρος προανήγγειλε αναβάθμιση των λιμενικών εγκαταστάσεων κατά μήκος της θαλάσσιας οδού που ξεκινά από το Μούρμανσκ και καταλήγει στο Πετροπαβλόφσκ της Καμτσάτκα.
Στην ίδια διοργάνωση, ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας ανέλαβε να διαβεβαιώσει ότι η ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας του έχει καθαρά αμυντική διάταξη και δεν συνιστά απειλή για κανέναν. Πρόσθεσε μάλιστα ότι “δεν υπάρχει ούτε ένα ζήτημα που να επιδέχεται στρατιωτική λύση” και κατηγόρησε “ορισμένες χώρες του ΝΑΤΟ” ότι προσπαθούν να επιβάλλουν “μιλιταριστικό πνεύμα” στις διαβουλεύσεις που διεξάγονται στο Αρκτικό Συμβούλιο – το οποίο συγκεντρώνει ως πλήρη μέλη τον Καναδά, τις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Νορβηγία, την Ισλανδία, τη Δανία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία.
Πράγματι οι ΗΠΑ και οι φίλοι τους δεν κρύβουν την ανησυχία τους. Μάλιστα η εκτόξευση κατηγοριών έφθασε πρόσφατα μέχρι τη δημοσίευση στο Foreign Policy ευφάνταστου άρθρου του (καταζητούμενου στη χώρα του και πρωτεργάτη του πολέμου της Οσετίας το 2008) πρώην προέδρου της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι ότι το επόμενο βήμα της Μόσχας θα είναι να δοκιμάσει τις αντοχές της Δύσης επιτιθέμενη στρατιωτικά όχι σε κάποια πρώην σοβιετική δημοκρατία, αλλά σε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. που δεν συμμετέχει στο ΝΑΤΟ, όπως η Φινλανδία ή η Σουηδία.
Οι ίδιες οι βορειοευρωπαϊκές κυβερνήσεις πολύ πιο ψύχραιμα επιμένουν ότι οι προσπάθειες όλων πρέπει να επικεντρωθούν στις διαβουλεύσεις εντός του Αρκτικού Συμβουλίου.
Το ότι όμως η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει ακόμη διορίσει την ειδικό απεσταλμένο της για τα ζητήματα της Αρκτικής καταδεικνύει, από την άλλη πλευρά, τις αντιφάσεις της αμερικανικής “αποφασιστικότητας”.