Μαχητικό πνεύμα ή συντήρηση: Το Βυζάντιο ως δύναμη status quo
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος
διεθνολόγος
mnovakopoulos.blogspot.com
Αυτοκρατορία σημαίνει κατάκτηση, εξάπλωση, κυριαρχία. Σημαίνει ενέργεια που καίει και φωτίζει σαν φωτιά, που δημιουργεί θαύματα και συντρίβει ανελέητα ό,τι σταθεί μπροστά της. Είναι η ανθρώπινη δυνατότητα για καλό (δημιουργία, τάξη, όραμα) και κακό (αρπαγή, βία, καταπίεση) στο έπακρο της. Εδώ υψώνει μνημεία, συνθέτει λαμπρά έργα πολιτισμού, ανεβάζει το επίπεδο διαβιώσεως, φέρνει πιο κοντά τους λαούς. Εκεί αφήνει πίσω της ερήμους, ληστεύει, λεηλατεί, σφάζει, απορροφά και εξαλείφει γλώσσες και κουλτούρες.
Έτσι ήτανε και η Ρώμη. Ξεκινώντας ως μία μικρή πόλη-κράτος της κεντρικής Ιταλίας, η Αιωνία Πόλη ανέπτυξε νωρίς ένα πολεμοχαρές και πατριωτικό πνεύμα που την οδήγησε πρώτα στην ενοποίηση της Ιταλίας και μετά στην κατάκτηση όλης της λεκάνης της Μεσογείου και μεγάλων τμημάτων της ηπειρωτικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Η Ρώμη άφησε πίσω της διανοητική και υλική κληρονομιά ανάλογη του φυσικού της μεγέθους: θεσμούς, γλώσσα, γνώσεις, δημόσια έργα, ναούς, ποιήματα, νόμους. Δυστυχώς όμως η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία δε χαρακτηριζόταν μόνο από εργατικότητα, πειθαρχία και ανήσυχα πνεύματα. Οι κατακτήσεις της συχνά συνοδεύονταν από σφαγές και εξοντώσεις λαών που σήμερα θα λέγαμε γενοκτονίες. Το δίκαιο της ήταν σκληρό και άτεγκτο, χωρίς μέριμνα για τις γυναίκες και τα παιδιά, ενώ στρατιές δούλων ζούσαν μέσα στην αθλιότητα.
Ύστερα ήρθε το “Βυζάντιο”. Η μεταμορφωμένη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία διατήρησε τον πυρήνα των πεποιθήσεων και του πολιτισμού της, με τη μετάβαση του κέντρου βάρους στην Ανατολή να αναδεικνύει το ελληνικό στοιχείο και τον εκχριστιανισμό να καταπραΰνει το νομικό σύστημα και τα ήθη. Είχε όμως μία βασική διαφορά: ενώ η Ρώμη στις δόξες της διεξήγαγε επεκτατικούς πολέμους και κέρδιζε μεγάλες κατακτήσεις, η Νέα Ρώμη φάνηκε γενικά μία συντηρητική, αμυντική δύναμη, αρκούμενη στην υπεράσπιση των ήδη κτηθέντων ή στην ανάκτηση των απολεσθέντων. Αυτό δημιουργεί μία κάποια έκπληξη, αφού είπαμε πως η αυτοκρατορία έχει βασικό γνώρισμα την εξάπλωση. Το μοτίβο υπάρχει παντού: στους Πέρσες, τους Μογγόλους, τους Τούρκους, τους Βρετανούς…
Η παρεξήγηση αίρεται όταν τονίσουμε το γεγονός πως το “Βυζάντιο” δεν ήταν μία ξεχωριστή, νέα αυτοκρατορία, αλλά η ίδια και αυτή με την αρχαία Ρωμαϊκή, έχοντας υποστεί σημαντικές εσωτερικές αλλαγές. Οι Ανατολικοί Ρωμαίοι δεν έκαναν κατακτήσεις διότι εδαφικά το κράτος τους είχε ήδη φτάσει στο απόγειο του. Άλλωστε η μεσαιωνική αυτοκρατορία, ύστερα από την κρίση της Υστέρου Αρχαιότητος, είχε μείνει εδαφικά, πληθυσμιακά και οικονομικά ακρωτηριασμένη από τις γερμανικές εισβολές στη Δύση, ενώ πολύ σύντομα από την Ανατολή εξερράγη η ισλαμική θύελλα. Πρώτη μέριμνα ήταν η επιβίωση και ύστερα, ει δυνατόν η ανάκτηση. Το διαρκές εμπρός-πίσω με τους ξένους εισβολείς (π.χ. Άραβες) και η σταδιακή συρρίκνωση του κράτους με την πάροδο των αιώνων τροφοδότησε το αφήγημα περί “ξεπεσμένης”, κατώτερης αυτοκρατορίας (bas empire) που απλά συνιστούσε έναν αργό εκφυλισμό της αρχαίας Ρώμης.
Ακόμη και στην εποχή των Παλαιολόγων, οι Ρωμαίοι συγγραφείς κατανοούσαν την κληρονομιά τους ως το σύνολο της αρχαίας αυτοκρατορίας, μέχρι και τις βρετανικές νήσους. Είτε η Ρωμανία μεσουρανούσε είτε αγωνιούσε για την επιβίωση της, πάντα εκήρυττε το δικαίωμα της στην κοσμοκρατορία (dominium mundi) και ονόμαζε την βασιλέα της εκλεκτό του Χριστού στη Γη και πατρός-προϊσταμένου όλων των ανθρωπίνων εξουσιών και κοινωνιών. Στις καλές περιόδους αυτό το αφήγημα λειτουργούσε ως πολλαπλασιαστής ισχύος (γόητρο, ήπια/έμμεση επιρροή). Στις κακές μπορούσε να χρησιμεύσει ως αντιστάθμισμα της υλικής αδυναμίας, αν και συχνότερο προκαλούσε απλά οίκτο ή θυμηδία.
Η απουσία μεγάλων, νέων κατακτήσεων από τους μεσαιωνικούς Ρωμαίους μπορεί να ερμηνευθεί με το σχήμα νεαρού-ωρίμου πολιτισμού, το οποίο χρησιμοποιεί μεταξύ άλλων ο Γερμανός ιστορικός Oswald Spengler στο κλασσικό του έργο “Η παρακμή της Δύσεως”. Ένας νεαρός πολιτισμός ξεκινά όπως ένας νέος άνθρωπος. Δεν έχει ιδιαίτερη σοφία, εκλέπτυνση και πείρα, αλλά μέσα του βράζει από ενεργητικότητα, ζωντάνια και πάθος για εξερεύνηση, περιπέτεια και κατορθώματα. Ένας μικρός φύλαρχος ελέγχει μία περιοχή, ληστεύει και σφάζει τους γείτονες του, μέχρι που αποκτά πολλά εδάφη και πλούτη για να εγκαθιδρύσει ένα οργανωμένο κράτος εντός του οποίου θα αναπτυχθεί η οικονομία, ο πνευματικός πολιτισμός κ.α. Όταν επέρχεται η ωριμότητα, αυτός ο πολιτισμός μοιάζει με τον μεσήλικα ή ηλικιωμένο άνθρωπο. Έχει μάθει πολλά, έχει γνώσεις, σύνεση και σκέψη κατασταλαγμένη. Όμως πια το σώμα του έχει φθαρεί και είναι κουρασμένος. Δεν έχει δύναμη και όρεξη για νέες ανδραγαθίες: έχει “βολευτεί” στις παλαιές επιτυχίες του, επαναπαύεται, συντηρεί την τρέχουσα άνεση και ευζωία του. Είναι όμως ένα βήμα πριν τον θάνατο, οπότε θα έρθουν άλλοι, ακατέργαστοι αλλά θυελλώδεις, να τον ανατρέψουν και ο κύκλος να αρχίσει από εκεί που ξεκίνησε. Η αρχαία Ρώμη, λοιπόν, από τον καιρό που ο Ρωμύλος μάζεψε κοντά του τους ληστές και περιθωριακούς της περιοχής και απήγαγε τις γυναίκες των Σαβίνων, άρχισε με την πείνα του περιθωριακού και την επιθετικότητα αυτού που δεν είχε και πολλά να χάσει.
Από την άλλη, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει η νεαρή δύναμη την οπλίζουν με πείσμα και επινοητικότητα: πενία τέχνας κατεργάζεται. Αν και το να πούμε ότι όσο μεγαλύτερες οι δυσκολίες τόσο περισσότερο αναπτύσσεται ο πολιτισμός θα ήταν υπερβολικό και επιπόλαιο (αν ήταν έτσι στην ιστορία θα πρωταγωνιστούσαν οι έρημοι και τα βουνά αντί των πεδιάδων και των παραθαλασσίων περιοχών), σίγουρα η επανάπαυση της ισχύος μπορεί να μειώσει τα κίνητρα για διαρκή βελτίωση. Η πολυδιάσπαση και διαρκής αλληλοσφαγή, καθώς και οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες της δυτικής Ευρώπης δημιούργησαν έναν ανταγωνισμό που τροφοδότησε ένα κύμα εφευρέσεων και καινοτομιών από το 12ο αιώνα και ύστερα.
Υπό την λογική αυτή, η Ρωμανία γεννήθηκε ώριμη, ήδη εγκατεστημένη, φθασμένη, πλούσια και «συντηρητική». Για να μιλήσουμε με όρους διεθνούς πολιτικής, ήταν μία δύναμη καθεστωτική (status quo) που τον περισσότερο καιρό απέκρουε τις επιθέσεις των αναθεωρητικών, ανερχομένων δυνάμεων που ήθελαν να την εκτοπίσουν από το θρόνο της.
Πού μας αφήνει όμως αυτό; Ήταν η Ανατολική Ρωμαϊκή ιστορία απλά μία πορεία προς την παρακμή, μία στατική άμυνα, ένα damage control; Ένας απολιθωμένος, αρχαϊκός κόσμος τον οποίο ξεπέρασε η υπανάπτυκτη Δύση λόγω της ενεργητικότητος της; Κατ’ επέκτασιν, τι μήνυμα περνά στον αναγνώστη, ειδικά το παιδί και το νέο, για τη διάπλαση του χαρακτήρος του;
Για τα πολλά προτερήματα και ωφέλειες της βυζαντινής στρατηγικής έχουμε μιλήσει αλλού. Η διπλωματική και πολεμική μηχανή – απαραίτητο συμπλήρωμα η μία της άλλης – δρούσαν και προετοιμάζονταν με έμφαση στην οργάνωση, τη μεθοδικότητα και τον σχεδιασμό. Υπό ιδανικές συνθήκες, τίποτε δε γινόταν στην τύχη. Η επιτυχία εξαρτάτο από την καλή ενημέρωση, την κατοχή αξιοπίστων πληροφοριών ουσιαστικά, την παραπλάνηση του αντιπάλου και την επαρκή υποστήριξη του στρατού, υλικά, ηθικά και διοικητικά. Η Ρωμανία διδάσκει το “έσο έτοιμος” και υπενθυμίζει, τόσο με τους θριάμβους όσο και με τις καταστροφές της, πως η επιπολαιότητα, η αντίδραση βάσει θυμικού και η πλημμελής προετοιμασία – αναγνώριση – εκτέλεση είναι συνταγή αποτυχίας.
Δεύτερον το βυζαντινό παράδειγμα εξαίρει την οικονομία δυνάμεων και άρα την έμμεση προσέγγιση. Οι πόροι είναι πεπερασμένοι και η ευθεία σύγκρουση η πλέον αβέβαιη και επικίνδυνη. Κανείς δεν μπορεί να αντέξει αγώνα σε πολλά μέτωπα και κανείς δεν μπορεί αν επιβιώσει έχοντας κάνει τους πάντες εχθρούς. Όσο και εάν το ρίσκο είναι απαραίτητο ουσιαστικά για οτιδήποτε στη ζωή, τις περισσότερες φορές το τέχνασμα είναι ο καλύτερος φίλος του σχεδιάζοντος. Αν μη τι άλλο, προετοιμάζει και λειαίνει την οδό για την τελική, άμεση επίθεση.
Μ’ αυτά και με εκείνα, ανάμεσα σε κόλπα, διπλωματίες και άλλα υποχθόνια μέτρα στα οποία αρέσκοντο πολύ, οι Ρωμαίοι ημών πρόγονοι δεν ήταν δειλοί, απόλεμοι Συβαρίτες. Θεολογικά και ιδεολογικά η αυτοκρατορία εκήρυσσε την ειρήνη και θεωρούσε τον πόλεμο τραγωδία, ακόμη και με αλλοθρήσκους. Έβλεπε όμως χωρίς ψευδαισθήσεις την αμείλικτη γεωπολιτική πραγματικότητα, ενώ ο λαός της έφερε επ’ ώμου την πατριωτική και φιλοπόλεμη κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδος και της Παλαιάς Ρώμης. Απειράριθμοι πόλεμοι μαρτυρούν την σθεναρή αντίσταση της Ρωμανίας στους εισβολείς, αλλά και το πάθος της να ξαναπάρει πίσω ό,τι έχασε. Αν κάποιοι τονίζουν την υποχώρηση των συνόρων με την πάροδο του χρόνου, θα πρέπει παράλληλα να δουν και τις αμέτρητες, συνεχείς και ενίοτε εντυπωσιακές αντεπιθέσεις. Η μεγάλη εποποιία των τριών στρατηλατών της Μακεδονικής δυναστείας (Νικηφόρος Φωκάς, Ιωάννης Τσιμισκής, Βασίλειος Βουλγαροκτόνος), οι αναστηλώσεις των Κομνηνών και των Λασκαριδών, η επική reconquista του Ιουστινιανού στη Δύση, όλα μαρτυρούν ένα ζωηρό πολεμικό πνεύμα, επιθετικό, πεισματικό και ακούραστο, είτε στην υπεράσπιση είτε στην εκδίκηση, ακόμη και στην αγριότητα. Η εκστρατεία του αυτοκράτορος Ηρακλείου στην Περσία, οι άμυνες της Κωνσταντινουπόλεως κατά των Αράβων, η ύστατη θυσία του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και η τιτανομαχία κατά των Ρως-Βίκινγκς στο Δορόστολο είναι από τις πιο ηρωικές στιγμές της Ελληνικής ιστορίας.
Στο εσωτερικό πεδίο, ο ανατολικός ρωμαϊκός πολιτισμός μόνο αδρανής και στάσιμος δεν έμεινε. Μας άφησε καταπληκτικά έργα τέχνης, αρχιτεκτονικά θαύματα, πραγματείες και ύμνους, εφευρέσεις και ποιήματα.
Εδώ κάνουμε ιστορία, όχι αγιογραφίες. Κανείς δεν αποκαλεί τη Ρωμανία τέλεια πολιτεία και παράδεισο επί Γης, όσο και εάν οι αλαζόνες κάτοικοι της την αποκαλούσαν (βλάσφημα μέσα στην ευσέβεια τους) Νέα Ιερουσαλήμ. Όμως η εικόνα της στασιμότητος, της νωθρότητος και της μιζέριας μας στερεί ένα άριστο πρότυπο, ειδικά για τις ψυχές που μέσα από τα βιβλία της ιστορίας ψάχνουν αν βρουν πηγές θάρρους, δημιουργικότητας και ανατάσεως.
Βρισκόμαστε στη σκιά γιγάντων. Πρέπει λοιπόν να οραματιστούμε κοιτώντας τον κόσμο από τους ώμους τους.