Μία «προφητεία» για την επάνοδο του Ισλάμ από το 1938
Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος,
διεθνολόγος
mnovakopoulos.blogspot.com
Σήμερα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την Δύση στην κορυφή του κόσμου, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά και τεχνικο-επιστημονικά. Η κατάσταση αυτή κρατά τουλάχιστον 300 χρόνια, συνεπώς είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι αυτός ο κόσμος, η παλαιά Ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη και τα σημερινά παρακλάδια και μεταμορφώσεις της, υπήρξε καιρός που αγωνιζόταν στο περιθώριο της ιστορίας, λίγο πάνω από την αθλιότητα, ισορροπώντας επί ξυρού ακμής για την επιβίωση του. Τον λεγόμενο Μεσαίωνα η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το πετράδι του πολιτισμού και της χριστιανικής πίστης, με τους λαούς της Εσπερίας να ανασυντάσσονται αργά και σταθερά από την κατάπτωση των πρώτων “σκοτεινών αιώνων”. Στην άλλη μεριά της Μεσογείου ο κόσμος του Ισλάμ ξεχώριζε για την κατακτητική του ορμή, τα πλούτη και την πολιτιστική του εκλέπτυνση. Η Κίνα και η Ινδία ήταν μακράν οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη μέχρι τον 19ο αιώνα – ειδικά η πρώτη είχε μάι τόσο αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία στην σφαίρα της που όταν συνάντησε τους Ευρωπαίους τους αντιμετώπισε σαν… κουνούπια. Ακόμη και όταν ο ύστερος Μεσαίωνας έφερε τεχνική πρόοδο, αστική ανάπτυξη και οικονομική άνθιση, ακόμη και όταν η Αναγέννηση είδε εκείνην την πρωτοφανή πνευματική και διανοητική έκρηξη, η δυτική Χριστιανοσύνη ήταν ένας πολιτισμός, ένα σύστημα στριμωγμένο στην βορειοδυτική γωνία της Παγκοσμίου Νήσου (Ευρασία-Αφρική) που έτρεμε τον Μογγόλο και τον Οθωμανό.
Για την μετεωρική άνοδο της Ευρώπης από τούτη την επισφαλή θέση στην αδιαφιλονίκητη κοσμοκρατορία έχουν γίνει άπειρες μελέτες και έχουν αναζητηθεί πολλοί λόγοι. Η πολιτική ετερογένεια που ενθάρρυνε τον ανταγωνισμό, ένα θρησκευτικό πλαίσιο που άφηνε περιθώριο στην λογική (όσο και εάν ενίοτε υπήρξαν συγκρούσεις), η ικανότητα να αφομοιωθούν οι εφευρέσεις και οι γνώσεις άλλων πολιτισμών, όλα έπαιξαν σημαντικό ρόλο. Η δε εποχή των Εξερευνήσεων άνοιξε διάπλατα ολόκληρη την οικουμένη για ευρωπαϊκό αποικισμό και οικονομική εκμετάλλευση. Τον 19ο αιώνα ειδικά, οπότε και ωριμάζει η βιομηχανική και επιστημονική επανάσταση, όλοι οι μη Ευρωπαίοι μοιάζουν οπισθοδρομικοί νάνοι. Και δεν είναι μόνο οι Ινδιάνοι της αμερικανικής πεδιάδας ή οι ιθαγενείς του Ειρηνικού που αναπόφευκτα υποκύπτουν στην δυτική υπεροπλία. Η γιγάντια Ινδία θα γίνει άθυρμα αποικιακών εταιριών μέχρι να την προσαρτήσουν πλήρως οι Βρετανοί. Η Κίνα δεν θα κατακτηθεί επισήμως, αλλά θα ηττηθεί και θα συρθεί σε εξευτελιστικές, ετεροβαρείς οικονομικές συμφωνίες.
Για το Ισλάμ, που κάποτε προκαλούσε τρόμο στην Ευρώπη και την έβλεπε υποτιμητικά ως τόπο βαρβάρων, η αλλαγή των ισορροπιών υπήρξε πολύ επώδυνη, πρακτικά και ψυχολογικά. Εκεί που οι στρατοί και οι στόλοι του Σουλτάνου των Οθωμανών απειλούσαν μία έκταση από την Πολωνία ως τις ισπανικές ακτές, πλέον η αυτοκρατορία αποκαλείτο “ο μέγας ασθενής” και επιβίωνε μόνο διότι έτσι εξυπηρετούντο τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Τα αμύθητα πλούτη της Κωνσταντινούπολης ή του Μάνσα Μούσα, του διάσημου Αφρικανού μουσουλμάνου αυτοκράτορα του Μάλι, πλέον ωχριούσαν στο κεφάλαιο που συγκέντρωναν Άγγλοι και Ολλανδοί στην Αμερική και τις Ινδίες. Οι μαθηματικές και ιατρικές γνώσεις που ανέπτυσσαν οι Άραβες, τώρα τελειοποιούντο και μεγεθύνοντο σε συντριπτικό βαθμό στις δυτικές πρωτεύουσες.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία διαλύθηκε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών τους να είχε περιέλθει είτε στους επαναστατημένους χριστιανούς υποτελε΄ςι της ή σε αποικιακές δυνάμεις. Στα παλιά ορμητήρια των πειρατών της Μπαρμπαριάς, από των οποίων την αρπακτικότητα δεν είχε γλιτώσει ούτε η …Ισλανδία, κυμάτιζε η γαλλική σημαία. Στο Ιράν, την Αραβία και την Εγγύς Ανατολή ο μόλις ανακαλυφθείς ορυκτός πλούτος, το πετρέλαιο, γινόταν νομή ξένων, κυρίως βρετανικών εταιριών. Η μουσουλμανική αυτοκρατορία των Μογγόλων της Ινδίας είχε ήδη καταλυθεί από το 1858, ενώ τα σουλτανάτα της Νοτιοανατολικής Ασίας προσκυνούσαν Ολλανδούς, Βρετανούς και Αμερικανούς δυνάστες.
Σε έναν μουσουλμανικό κόσμο υποταγμένο, φτωχό και υπανάπτυκτο, το μόνο παράδειγμα επιτυχημένης προσαρμογής ήταν αυτό της Τουρκίας. Με σιδηρά πυγμή και όρμα, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ δεν αρκέστηκε στο να συντρίψει τους εξωτερικούς εχθρούς και να ολοκληρώσει την εξολόθρευση των χριστιανικών μειονοτήτων που είχαν αρχίσει οι Νεότουρκοι. Οδήγησε την χώρα του σε έναν βαθύ εκδυτικισμό, περιορίζοντας την μουσουλμανική θρησκεία και τις σχετικές παραδόσεις, επιβάλλοντος το κοσμικό δίκαιο και πλάθοντας μία νέα ταυτότητα όχι πάνω στο Ισλάμ και την οθωμανική κληρονομιά, αλλά σε ένα τουρκικό έθνος κατά τα ιδεολογικά πρότυπα της Ευρώπης. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κινήματα για την χειραφέτηση του Αραβικού κόσμου από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία είχαν χαρακτηριστικά σοσιαλιστικά και εθνικιστικά: προώθησαν την κοινή αραβική εθνογλωσσική συνείδηση πάνω από τις θρησκευτικές διαιρέσεις. Το Ισλάμ φαινόταν να παίρνει την κατιούσα σύμφωνα με την γραμμική αντίληψη της ιστορίας. Όταν από την δεκαετία του 1970 και ύστερα ξεκίνησε η Ισλαμική αναβίωση, σχεδόν όλοι οι Δυτικοί πιάστηκαν εξ απήνης.
Hillaire Belloc: Το Ισλάμ ως χριστιανική αίρεση
Η βαρύτητα ας δοθεί στην λέξη “σχεδόν”. Το 1937-8 σε μία περίοδο που ο μουσουλμανικός κόσμος βρισκόταν στο περιθώριο και η Ευρώπη προετοιμαζόταν για έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο, βρίσκουμε δύο κείμενα που όχι μόνο αναγνωρίζουν την ανθεκτικότητα του Ισλάμ, αλλά και προειδοποιεί για την επερχόμενη αναγέννηση του.
Ο Hillaire Belloc (1870-1953) ήταν ένας Αγγλο-Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και πολιτικός, ο ποίος στο μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ου αιώνος αποτέλεσε από τους πιο διαπρεπείς διανοητές της συντηρητικής ρωμαιοκαθολικής παράδοσης. Είναι περισσότερο γνωστός για την φιλία και τη συνεργασία του με τον G. K. Chesterton, μαζί με τον οποίο υπήρξαν οι “πατέρες” της οικονομικής θεωρίας του διανεμισμού (distributism), σε μία απόπειρα να ξεπεραστεί τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο σοσιαλισμός, αμφότερα συστήματα ενάντια στην κοινωνική διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας. Ακόμη, υπήρξε διαπρύσιος υπερασπιστής της καθολικής μεσαιωνικής ιστορίας και παράδοσης, η οποία θεωρούσε πως διαμόρφωσε την ταυτότητα και τον πολιτισμό της χριστιανικής Ευρώπης. Πολύ διάσημο είναι το ρητό του “Η Ευρώπη είναι η πίστη, και η πίστη είναι η Ευρώπη”.
Αν και δεν αποτέλεσε το επίκεντρο της μελέτης του, ο Belloc αφιέρωσε αρκετές σκέψεις στην ιστορία και το μέλλον του Ισλάμ (του “μωαμεθανισμού”, κατά την δυτική ορολογία τη εποχής), σε μία περίοδο, όπως ήδη αναφέραμε, καθ’ όλα ανύποπτη. Οι πρώτες του σκέψεις διατυπώνονται στο΄εργο του “Οι Σταυροφορίες: Η Παγκόσμια Αντιλογία” (1937):
“Η ιστορία δεν πρέπει να παραμεληθεί από κανέναν σύγχρονο άνθρωπο, που μπορεί εσφαλμένα να νομίζει ότι η Ανατολή έχει επιτέλοςυ υποκύψει ενώπιον της Δύσεως, ότι το Ισλάμ είναι τώρα υποδουλωμένο – στην πολιτική και οικονομική μας δύναμη εάν όχι στην φιλοσοφία μας. Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Το Ισλάμ θεμελιωδώς επιβιώνει… Η θρησκεία του είναι ανέπαφη, συνεπώς η υλική του ισχύς μπορεί να επιστρέψει. Η δική μας θρησκεία βρίσκεται εν κινδύνω, ενώ ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη συνέχιση της επιδεξιότητας, πολλώ δε στη συνέχιση της αφοσιώσεως, εκείνων που φτιάχνουν και λειτουργούν τις μηχανές μας; Ανάμεσα μας έχουμε ένα πλήρες χάος θρησκευτικού δόγματος… Λατρεύουμε τον εαυτό μας, λατρεύουμε το έθνος, λατρεύουμε, ορισμένοι από εμάς, μία συγκεκριμένη οικονομική διαρύθμιση η οποία θεωρείται πως εγκαθιδρύει κοινωνική δικαιοσύνη. Το Ισλάμ δεν έχει υποστεί αυτήν την πνευματική παρακμή. Και σε αυτήν την αντίθεση ανάμεσα στο δικό μας θρησκευτικό χάος και στη θρησκευτική βεβαιότητα που είναι ακόμη ισχυρή ανά το μωαμεθανικό κόσμο βρίσκεται ο κίνδυνος για εμάς.”
Ο Belloc ανέλυσε περισσότερο τις σκέψεις του γύρω από το Ισλάμ στο βιβλίο του “Οι Μεγάλες Αιρέσεις”. Για εκείνον, η μουσουλμανική θρησκεία ήρθε ως η συνέχεια των παλαιοτέρων αιρέσεων που ταλάνιζαν τη πρώιμη Χριστιανοσύνη. Της δίνει δε ιδιαίτερη βαρύτητα ως από τις πιο επιτυχημένες αιρέσεις, η οποία όχι μόνο εξερράγη απρόσμενα και με τρομερή βιαιότητα, αλλά εξαπλώθηκε ραγδαία και επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αντοχή.
Οι έντονες χριστιανικές επιρροές επί του Ισλάμ είναι εμφανείς και οικουμενικά αποδεκτές. Ο Μωάμεθ προέβαλε την διδασκαλία του ως συνέχεια, κάθαρση και πλήρωση των Γραφών. Έτσι βρίσκουμε στην μουσουλμανική παράδοση τον Ιησού (Ίσα) ως τον προτελευταίο προφήτη, που στο τέλος των ημερών θα γυρίσει στη Γη για να νικήσει το κακό και να κρίνει ζώντας και νεκρούς, την Παρθένο Μαρία, τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και ούτω καθ’ εξής. Φυσικά δεν είναι δεκτός ο τριαδικός Θεός, η ενσάρκωση του Υιού σε θεάνθρωπο, η Σταύρωση (ο Ιησούς ανελήφθη ζων, λέει το Ισλάμ) και η Ανάσταση. Αυτές τις παρεκκλίσεις τις είχε συστηματικά παραθέσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον 8ο αιώνα, αποκαλώντας τον Μωάμεθ ψευδοπροφήτη και πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Ο Belloc δίνει ιδιαίτερη βάση στην άρνηση της ενσαρκώσεως, την οποία ξαναβρίσκουμε νωρίτερα στον Αρειανισμό. Όπως ο Άρειος τον 4ο αιώνα, έτσι και ο Μωάμεθ βλέπει τον Ιησού ως άνθρωπο και τον Θεό ως απολύτως απρόσιτο και αμέθεκτο. Αυτή η άρνηση διαλύει βάσεις της χριστιανικής πίστεως όπως η σταυρική θυσία, η Θεία Ευχαριστία και η ειδική ιεροσύνη. “Όπως και τόσοι πολλοί αιρεσιάρχες, ο Μωάμεθ ίδρυσε την αίρεση του πάνω στην απλούστευση”, καταλήγει. Ο συγγραφέας προχωρά ένα επίπεδο παραπέρα, ονομάζοντας το Ισλάμ μία “Μεταρρύθμιση” της εποχής του και κάνοντας παραλληλισμούς με τους Προτεστάντες.
Η επιτυχία του Ισλάμ βασίστηκε στην απλότητα, τις γρήγορες και εντυπωσιακές κατακτήσεις, οι οποίες προσέδωσαν δύναμη και την υπόνοια της θείας ευνοίας, και την εισαγωγή ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, το οποίο υποσχόταν στον προσήλυτο δικαιοσύνη και χρηστή διακυβέρνηση, καλύτερη τουλάχιστον από αυτήν του Βυζαντίου και της Περσίας, πρώτων αντιπάλων του Χαλιφάτου. Το Ισλάμ όχι μόνο πέτυχε, αλλά και άντεξε την φθορά που χαρακτηρίζει τις πιο πολλές αιρέσεις.
Η αίρεση, συνεχίζει ο Belloc, αναπτύσσεται γρήγορα και απότομα, “μεταδίδεται σαν φλόγα από άνθρωπο σε άνθρωπο”. Στη συνέχεια επέρχεται μία περίοδος φθοράς, διαρκούσα για πέντε ως έξι γενιές, “100 με 200 χρόνια ή λίγο παραπάνω”. Ο πυρήνας των ειλικρινών και αφοσιωμένων πιστών σμικρύνεται, μέχρι που φθάνουμε στην τρίτη φάση, όπου η αληθής πίστη μένει ζώσα σε μία ασήμαντη μειονότητα, όμως οι αξίες και η ηθική της αίρεσης είναι βαθιά ριζωμένες στον πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση της κοινωνίας-ξενιστού, με αποτέλεσμα η επιρροή της να συνεχιστεί επί μακρόν.
(Θα μπορούσε να διατυπωθεί το ερώτημα, γιατί αυτή η διαδικασία αφορά συγκεκριμένα τις αιρέσεις και όχι οποιαδήποτε θρησκεία, όπως τον Καθολικισμό που ενθέρμως ασπαζόταν ο Belloc. Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα).
- https://www.thecatholicthing.org/2014/09/11/911-belloc-and-islam/
- http://edmannino.com/blog/hilaire-belloc-on-islam/
- https://thewandererpress.com/catholic/news/frontpage/hilaire-belloc-on-islam/