Μεταβατικό έτος για την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2019
Του Marc Pierini
Carnegie Europe
Το 2019 είναι ένα μεταβατικό έτος για την Ευρωπαϊκή Ένωση: τον Μάιο λαμβάνουν χώρα οι εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, οι κορυφαίες εκτελεστικές θέσεις στα θεσμικά όργανα της ΕΕ αναμένεται να ανανεωθούν το Νοέμβριο ή τον Δεκέμβριο, και η ατελείωτη αγωνία για το Brexit. Μέσα σε αυτές τις αλλαγές, και με το πεδίο της εξωτερικής πολιτικής να είναι γεμάτο με καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, θα ήταν εύκολο να ξεχάσουμε τις βασικές δημοκρατικές αρχές και να γίνουν τα πρώτα θύματα πιεστικών πολιτικών περιορισμών. Ωστόσο, αυτός είναι ακριβώς ο λόγος για τον οποίο η διατήρηση των αρχών της ΕΕ για το κράτος δικαίου, έχει περισσότερη σημασία από ποτέ.
Στην ΕΕ, η διατήρηση των δημοκρατικών αρχών σε όλα τα κράτη-μέλη είναι μια δύσκολη διαδικασία. Με διαφορετικούς τρόπους, με διαφορετικά λόγια, οι εθνικοί ηγέτες σε Ιταλία και Ουγγαρία, και οι ηγέτες των λαϊκιστικών κομμάτων στη Γαλλία, στη Γερμανία και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αμφισβητούν ανοιχτά ορισμένες από τις βασικές αρχές στις οποίες βασίζεται η ΕΕ. Ο ακαδημαϊκός κύκλος, το δικαστικό σώμα, η αστική κοινωνία και τα ΜΜΕ, συχνά γίνονται θύματα αυτών των λαϊκιστικών απόψεων –για να μην ξεχάσουμε το ευρύ κοινό, στο οποίο προσφέρονται απλοϊκά και παραπλανητικά αφηγήματα.
Από αυτή την άποψη, το επίκεντρο των φετινών εκλογών για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε εθνικά θέματα και στην κριτική των Βρυξελλών, κρύβει την αρνητική τάση που επηρεάζει τις αρχές του κράτους δικαίου σε πολλά μέλη της ΕΕ. Τα πολιτικά κόμματα κατά κύριο λόγο διαφωνούν για τις θέσεις εργασίας, για την ασφάλεια των συνόρων της ΕΕ και για την κλιματική αλλαγή. Οι σκέψεις για το κράτος δικαίου βρίσκονται πολύ πιο πίσω, διότι διχάζουν το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τη δεξιά ή κεντροδεξιά ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης αφθονούν: ο πόλεμος στην Ανατολική Ουκρανία, το πολιτικό σύστημα στη Συρία, οι ρωσικοί πύραυλοι στην Τουρκία και η επίδρασή τους στο ΝΑΤΟ, η συνεργασία για την αντιτρομοκρατία στο Λεβάντε, και οι ροές των προσφύγων –για να μην αναφέρουμε τον πρώτο Αμερικανό πρόεδρο εδώ και 70 χρόνια που εκφράζει αρνητικές απόψεις για την ΕΕ. Αυτή η κατάσταση υπονομεύει το κράτος δικαίου σε ένα μακρινό υπόβαθρο της λίστας με τις προτεραιότητες.
Επιπλέον, οι προτεραιότητες διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Αυτές οι χώρες της ΕΕ με πολλούς υπηκόους που έχουν πολεμήσει για το Ισλαμικό Κράτος στη Συρία, ίσως βάζουν προτεραιότητα την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Άλλοι ανησυχούν περισσότερο για ένα νέο πιθανό κύμα προσφύγων από την επαρχία Ιντλίμπ της Συρίας, και για τον κίνδυνο η Τουρκία να απομακρυνθεί από το ΝΑΤΟ και να στραφεί προς τη Ρωσία για την πυραυλική άμυνα, στοιχεία που αποτελούν σημαντική πρόκληση για πολλούς.
Το θέμα είναι πως η προσοχή στο κράτος δικαίου είναι το ένα και το αυτό θέμα στην εσωτερική και στην εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Αυτά τα δύο δεν μπορούν να διαχωριστούν, για διάφορους θεμελιώδεις λόγους.
Πρώτον, οι αρχές του κράτους δικαίου είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι της ΕΕ. Έχουν τις ρίζες τους στη μνήμη των δύο καταστροφικών ενδό-ευρωπαϊκών πολέμων και στο ευρωπαϊκό σύνθημα “ποτέ ξανά”. Έχουν σχέση με την αξιοπρέπεια των ευρωπαϊκών λαών, παρά το πέρασμα των γενεών.
Δεύτερον, είτε αρέσει στους δημοκράτες της Δυτικής Ευρώπης είτε όχι, το μοντέλο της ΕΕ αμφισβητείται σήμερα από τη Ρωσία. Τα λαϊκιστικά πολιτικά κόμματα στη Δύση λαμβάνουν ρωσική χρηματοδότηση, οι ηγέτες χωρών που προηγουμένως αποτελούσαν μέρος του δυτικού κόσμου –όπως η Τουρκία, το ΝΑΤο και το Συμβούλιο της Ευρώπης- τους προσελκύουν ανοιχτά και τους προσφέρονται εναλλακτικές “συμφωνίες”, ενώ σε χώρες που βρίσκονται μεταξύ της ΕΕ και της Ρωσίας –όπως η Ουκρανία- οι αντάρτες λαμβάνουν στρατιωτική στήριξη. Το ρωσικό μοντέλο ίσως δεν είναι ακόμη κυρίαρχο, αλλά βρίσκεται σε άνοδο.
Ένας τρίτος λόγος είναι η ευρωπαϊκή στρατηγική εξαγωγής του λαϊκισμού της Ευρώπης μέσω των δραστηριοτήτων του πρώην επικεφαλής του Λευκού Οίκου Steve Bannon, του ανθρώπου που θεωρείται ότι οδήγησε στην εκλογική νίκη τον πρόεδρο Trump. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι αυτές οι προσπάθειες τυγχάνουν ενθουσιώδης στήριξης από κάποια ευρωπαϊκά λαϊκιστικά κόμματα. Μετά από 70 χρόνια υποστήριξης από τις ΗΠΑ, το νέο είναι ότι η ευρωπαϊκή δημοκρατία αμφισβητείται ανοιχτά και από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, όχι μόνο από την ανατολική πλευρά.
Τέλος, όταν μια τρίτη χώρα για δικούς της λόγους υποβαθμίζει μαζικά την αρχιτεκτονική της του κράτους δικαίου, παραμένει σιωπηλή, δεν αποτελεί επιλογή για την ΕΕ. Εδώ, η Τουρκία είναι ένα παράδειγμα. Η ηγεσία της Άγκυρας μπορεί να πιστεύει ότι οι ευρωπαϊκές εμπορικές και επενδυτικές αποφάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται μεμονωμένα από τα θεμελιώδη δικαιώματα στην Τουρκία. Αλλά οι χώρες της ΕΕ είναι δεσμευμένες να υιοθετήσουν ακριβώς την αντίθετη άποψη: στο όνομα της τουρκικής δημοκρατίας, για χάρη της ειρήνης και της σταθερότητας σε αυτό τον σημαντικό γείτονα, και για χάρη των δικών τους συμφερόντων σε μια μεγάλη χώρα.
Εξάλλου, γιατί η ΕΕ θα πρέπει να αγνοήσει την τύχη των μεταρρυθμιστών και των ακτιβιστών της αστικής κοινωνίας που συμμερίζονται με πάθος τις δημοκρατικές αρχές της Ένωσης; Γιατί η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα πρέπει να επενδύσει δεκάδες εκατ. ευρώ σε μια χώρα όπου ο κανόνας της αυθαιρεσίας έχει γίνει πιο σημαντικός από το κράτος δικαίου;
Συνολικά, αυτοί οι λόγοι θα πρέπει να παρακινήσουν τους ηγέτες της ΕΕ να υπερασπιστούν το κράτος δικαίου τόσο εντός όσο και εκτός των περιφερειών τους. Δεν θα υπάρξει όφελος να παραμείνουν σιωπηλοί στη ρωσική επέμβαση στην Ανατολική Ουκρανία, στα εγκλήματα πολέμου από το καθεστώς της Συρίας ή στην ατελείωτη σειρά πολιτικών δικών στην Τουρκία, που βασίζονται στον χωρίς τέλος προσδιορισμό της τρομοκρατίας από τη χώρα.
Αντιθέτως, εάν παραμείνουν σιωπηλοί σε αυτές τις παραβιάσεις, θα ενισχύσουν τη νομιμότητα των λαϊκιστών ηγετών της ΕΕ. Ακόμη και αν οι μέθοδοι και οι αφηγήσεις διαφέρουν, και οι καταστάσεις κάθε άλλο παρά συγκρίσιμες είναι, οι κίνδυνοι για τις ευρωπαϊκές δημοκρατίες είναι σοβαροί όταν οι ηγέτες αρχίζουν να ενεργούν σαν τους ακαδημαϊκούς, τα ΜΜΕ, το δικαστικό σώμα και την αστική κοινωνία. Το ίδιο ισχύει τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ.
Αφού μοιραστούν και οι υψηλόβαθμες θέσεις μετά από τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όταν η πολιτική σκόνη θα έχει “καθίσει”, τότε θα είναι η ώρα η νέα ηγεσία της ΕΕ και οι Ευρωπαίοι επικεφαλής κρατών και κυβερνήσεων να μιλήσουν για τις θεμελιώδεις αρχές.