Ο µονόδροµος του συµβιβασµού
Γράφει ο Γιώργος Καπόπουλος
Η αναγγελία της συνάντησης Τραµπ – Ερντογάν στην Ιαπωνία στα τέλη του µήνα πιστοποιεί ότι και οι δύο πλευρές, οι ΗΠΑ και η Τουρκία, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι το κόστος µιας µεταξύ τους µετωπικής σύγκρουσης θα ήταν απαγορευτικό. Για την Τουρκία και τον Ερντογάν προτεραιότητα είναι η σταθεροποίηση της οικονοµίας, ένα ζητούµενο ασύµβατο µε την αβεβαιότητα για την προοπτική των διµερών σχέσεων µε τις ΗΠΑ που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια και πιο συγκεκριµένα από την επαύριον του αποτυχηµένου πραξικοπήµατος του Ιουλίου του 2016.
Μετά την επαναληπτική εκλογή για τη δηµαρχία της Κωνσταντινούπολης στις 23/6, ο Ερντογάν έχει µέχρι το τέλος της πενταετούς θητείας του το 2023 έναν ορίζοντα καθαρό από εκλογικές αναµετρήσεις, άρα λογικά έχει το χρονικό περιθώριο να προσαρµόσει το κεντρικό του αφήγηµα ή να το αντικαταστήσει µε καινούργιο. Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ, η στάση τους απέναντι στην Τουρκία δεν µπορεί παρά να ερµηνευτεί υπό το φως µιας µέχρι τώρα αντιφατικής στάσης στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και τη Νοτιοδυτική Ασία.
Η αντίφαση έγκειται στην εµµονή του Τραµπ για συρρίκνωση της αµερικανικής παρουσίας στη βορειοανατολική Συρία και στην αναζήτηση συµβιβασµού µε τους Ταλιµπάν στο Αφγανιστάν ώστε να µειωθεί δραστικά η εκεί αµερικανική παρουσία και στην ταυτόχρονη κλιµάκωση των πιέσεων και των κυρώσεων απέναντι στην Τεχεράνη που επανέφεραν στην επικαιρότητα ακόµη και σενάρια ένοπλης σύγκρουσης µε το Ιράν.
Με τα παραπάνω δεδοµένα, είναι σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν θα µπορούσαν να διαχειριστούν χωρίς υψηλό κόστος την κλιµάκωση της έντασης απέναντι στην Τουρκία και στο Ιράν ταυτόχρονα, µε πρώτη σίγουρη παρενέργεια µια συνολική προσέγγιση Αγκυρας-Τεχεράνης που θα παραµέριζε τη µακρόχρονη αντιπαλότητα των δύο χωρών στη Συρία, στο Ιράκ αλλά και σε άλλες εστίες έντασης και συγκρούσεων στην περιοχή.
Η τηλεφωνική επικοινωνία Τραµπ – Ερντογάν και το ραντεβού τους στην Ιαπωνία δεν ήταν αιφνιδιασµός, καθώς βρίσκεται στο τραπέζι από τον Απρίλιο, όταν συζητήθηκε για πρώτη φορά στη συνάντηση των «προεδρικών γαµπρών», Κουσνέρ και Αλ Μπαϊράκ.