01/12/2024

Κίνδυνος η Ιταλία να οδηγηθεί σε κρίση χρέους

του Anthony Egan
Open Europe

Η συζήτηση του να ξεκινήσει από την Ιταλία η επόμενη κρίση-χρέους της Ευρώπης έχει αυξηθεί από τη στιγμή που η χώρα περιήλθε σε τεχνική ύφεση στις αρχές του έτους. Με έναν κυβερνητικό συνασπισμό πρόθυμο να απορρίψει τους κανόνες της ΕΕ για τις δαπάνες, το αυξημένο δημόσιο χρέος και τα βαθιά ριζωμένα οικονομικά ζητήματα, δικαιολογείται η ανησυχία. Αλλά οδηγείται στα αλήθεια η Ιταλία προς μια πλήρη κρίση χρέους;

Τα θεμελιώδη της ιταλικής οικονομίας είναι προβληματικά

Στην έρευνα του Απριλίου, ο ΟΟΣΑ περιέγραψε την ιταλική οικονομία ως “αποδυναμωμένη”. Η πραγματική ανάπτυξη του ΑΕΠ αναθεωρήθηκε πτωτικά στο 0% φέτος, σε σχέση με το 1,2% για το σύνολο της ευρωζώνης. Ο δείκτης ανεργίας τον Μάρτιο διαμορφώθηκε στο 10,2%, σε σχέση με το 7,7% για την ευρωζώνη, και ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ διαμορφώνεται στο 132,2%, πίσω μόνο από την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Η οικονομία δυσκολεύεται να αναπτυχθεί από την αρχή της δεκαετίας του 2000 και δεν μπόρεσε να ανακάμψει μετά από την κρίση χρέους στην Ευρώπη.

Πίσω από τα στοιχεία, η ιστορία δεν είναι καλύτερη. Μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με την προσφορά, μεταξύ των οποίων και μια αποτυχία επενδύσεων σε τεχνολογία, μια παράδοση οικογενειακών επιχειρήσεων που περιορίζει τη δυναμική ανάπτυξης, μια γενικότερη δυσπιστία στα οικονομικά θεσμικά όργανα και οι όχι τόσο ηχηρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις, έχουν όλα συμβάλει στην υποτονική ανάπτυξη της Ιταλίας.

Η έκθεση δημοσιονομικής βιωσιμότητας της ΕΚΤ, που ήρθε στη δημοσιότητα την προηγούμενη εβδομάδα, δεν έκρυβε την ανησυχία της για την ιταλική οικονομία, επισημαίνοντας ότι “μια έλλειψη δημοσιονομικής πειθαρχίας, η καθυστέρηση των δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ή ακόμη και η αντιστροφή προηγούμενων  μεταρρυθμίσεων, ίσως αναζωπυρώσουν πίεσεις σε πιο ευάλωτα κράτη. Στην πραγματικότητα, εάν οι ασθενέστερες προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας συνδυαστούν με ένα “επιτοκιακό σοκ”. Που προκύπτει από την ανατιμολόγηση του κρατικού κινδύνου, αυτό θα αυξήσει τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους σε χώρες με υψηλό χρέος, και θα ενισχύσει τον αρνητικό δεσμό μεταξύ των επιπέδων χρέους και των υποκείμενων μακροοικονομικών δυναμικών”.

Η ιταλική οικονομική πολιτική αντανακλά κάθε μία από αυτές τις ανησυχίες: ο κυβερνητικός συνασπισμός αναμένεται να εμφανίσει έλλειμμα 2% φέτος και 3,5% στο επόμενο έτος, δεν έχει αντιμετωπίσει τα θέματα που αφορούν στην προσφορά, και έχει προτείνει την ανάκληση των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων ενώ η προβλεπόμενη ανάπτυξη της Ιταλίας έχει μειωθεί δραματικά. Ακόμη περισσότερο, οι ιταλικές τράπεζες είναι επιφορτισμένες με μεγάλο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων, περιορίζοντας την ικανότητά τους να δανείζουν.

Όταν η κρίση χρέους θα είναι στον ορίζοντα, το κόστος δανεισμού θα αυξηθεί σημαντικά

Αν και οι αιτίες των κρίσεων χρέους είναι σύνθετες, όταν μια χώρα έχει τεράστιο ποσό χρέους, η ικανότητά της να μείνει φερέγγυα εξαρτάται από την πρόσβασή της σε φθηνή πίστωση. Μια ραγδαία αύξηση του κόστους δανεισμού για την ιταλική κυβέρνηση, θα μπορούσε να αυξήσει τις δαπάνες για τόκους, οι οποίες ήδη βρίσκονται στο υψηλό ποσοστό του 3,7% του ΑΕΠ, σε μη βιώσιμα επίπεδα. Εάν συμβεί αυτό, η ιταλία θα μπορούσε να βρεθεί σε κίνδυνο μιας κρίσης χρέους. Αλλά πόσο κοντά είναι η Ιταλία σε αυτή την προοπτική;

Το 2017, οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ που διαμορφώνουν τις εκτιμήσεις για το κυβερνητικό χρέος, προέβλεψαν ότι για την Ιταλία, ένας δείκτης χρέους/ΑΕΠ στο 180% (με το σημερινό επιτόκιο αγοράς) θα αποτελούσε το σημείο στο οποίο ανοίγει “ένας φαύλος κύκλος απώλειας της εμπιστοσύνης της αγοράς, αύξησης των τόκων στο κρατικό χρέος, και δυσκολιών στην εξυπηρέτηση χρέους, και τελικά σε στάση πληρωμών ή σε αναδιάρθρωση”. Επί του παρόντος, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ της Ιταλίας (132,2%) παραμένει αρκετά μακριά από αυτό το όριο. Ωστόσο, οι αλλαγές στις μακροοικονομικές συνθήκες και η αντίδραση των αγορών, πιθανότατα θα μπορούσε να αφήσει την Ιταλία ευάλωτη σε αυξήσεις του κόστους δανεισμού.

Οι αγορές φαίνεται να έχουν εμπιστοσύνη στην Ιταλία για την ώρα

Λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα δυσμενή στοιχεία από την Κομισιόν που κάνουν λόγο για μια επιβράδυνση της ιταλικής οικονομίας, οι προηγούμενες εκτιμήσεις ότι το χρέος της χώρας έναντι του ΑΕΠ θα παρέμενε σταθερό στο διάστημα 2018-2020, δεν μπορούν να στηριχθούν πλέον. Το 10ετές ομόλογο της Ιταλίας, βασικός παράγοντας για την πρόσβαση μιας χώρας σε πίστωση, έχει αυξηθεί στο 2,5%. Αυτό σηματοδοτεί ότι οι επενδυτές εκλαμβάνουν τον δανεισμό προς την κυβέρνηση ως πιο επικδίνυνο τώρα σε σχέση με τα πέντε τελευταία χρόνια. Ωστόσο, αυτή η απόδοση υποδηλώνει ότι οι αγορές είναι βέβαιες για την ικανότητα της κυβέρνησης να εξυπηρετήσει το χρέος της και να συνεχίσει να δανείζει. Στη διάρκεια της κορύφωσης της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, το ελληνικό 10ετές έφθασε μια απόδοση της τάξης του 48%, ενώ το αντίστοιχο πορτογαλικό και ιρλανδικό έφθασαν το 17% και 12% αντιστοίχως, σύμφωνα με την Trading Economics.

Άλλος ένας λόγος γιατί η Ιταλία είναι πιθανό να είναι πιο ανθεκτική στις μεταβολές του κλίματος της αγοράς, είναι επειδή μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους κρατείται εντός της Ιταλίας. πέρυσι, το 47% των κρατικών ομολόγων της Ιταλίας βρισκόταν στα χέρια εγχώριων τραπεζών και κατοίκων, σε σχέση με μόλις το 26,4% για τη Γαλλία και το 15,1% για τη Γερμανία. Επειδή οι εγχώριοι επενδυτές θεωρούνται μια πιο σταθερή πηγή πίστωσης, το γεγονός ότι ένα σχετικά υψηλό ποσοστό του ιταλικού χρέους κρατείται στην Ιταλία, καθιστά τα δημοσιονομικά της χώρας πολύ πιο ανθεκτικά από. Άλλες χώρες που είναι πολύ εξαρτημένες από τους διεθνείς επενδυτές.

Όσο η Ιταλία παραμένει σε θέση να δανειστεί με λογικούς όρους, είναι εξαιρετικά απίθανο να βιώσει μια κρίση χρέους. Ωστόσο, το κλίμα των αγορών μπορεί να αλλάξει ραγδαία και κάποιοι αναλυτές έχουν αφήσει να εννοηθεί ότι η αγορά δεν κατάφερε να προεξοφλήσει τη στροφή προς τη λαϊκιστική πολιτική.

Μια μακροπρόθεσμη τάση προς τη λαϊκιστική δημοσιονομική πολιτική, θα μπορούσε να υπονομεύσει αυτή την εμπιστοσύνη

Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οι λαϊκιστές ηγέτες της Ιταλίας έχουν δημοσίως απορρίψει τους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, δεσμευόμενοι να συνεχίσουν με τα σχέδια δαπανών, με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Matteo Salvini να περιγράφει τους κανόνες της ΕΕ για τις δαπάνες ως “ξεπερασμένους με βάση τα στοιχεία, την ιστορία και την λαϊκή ψήφο”. Όπως έγραψε ο John Plender στους Financial Times, “η δυσκολία για τους επενδυτές βρίσκεται στο ότι ο Salvini έχει ανακαλύψει πως όταν εναντιώνεται στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ, έχει εξαιρετική απήχηση στους Ιταλούς ψηφοφ΄ρους”. Αυτό που δεν έχει ακόμη αποφασιστεί είναι εάν οι Ιταλοί λαϊκιστές απλώσς χρησιμοποιούν αντί-ευρωπαϊκή ρητορική για πολιτικό κέρδος ή εάν είμαστε μάρτυρες μιας μετατόπισης πρς μια βιώσιμη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, σε μια περίοδο που το δημόσιο ιταλικό χρέος είναι ήδη αρκετά υψηλό. Με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς η Λέγκα του Salvini αυξάνει τις έδρες της από πέντε σε 28 στις πρόσφατες ευρωεκλογές, η αντί-ευρωπαϊκή ρητορική της φαίνεται να έχει χτυπήσει μια χορδή στο ιταλικό εκλογικό σώμα.

Capital.gr

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024