Τουρκία και ΗΠΑ δεν έφτασαν ακόμη στο σημείο ρήξης
Του Κώστα Ράπτη
Ποιός παίζει καλύτερα τα χαρτιά που κρατάει στα χέρια του; Η Άγκυρα που χρησιμοποιεί την υπόθεση των S-400 για να αποσπάσει τη στήριξη των ΗΠΑ στα ζωτικού εθνικού συμφέροντος μέτωπά της στη βορειοανατολική Συρία και την ανατολική Μεσόγειο; Ή η Ουάσιγκτον που “μοχλεύει’ το μικρό στρατιωτικό αποτύπωμά της στα κουρδικά εδάφη για να δηλητηριάσει το ρωσο-τουρκικό φλερτ;
Η επιστολή του επικεφαλής του Πενταγώνου Πάτρικ Σάναχαν προς τον Τούρκο ομόλογό του με την οποία απειλείται αποβολή της Τουρκίας από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των μαχητικών F-35 αν η Τουρκία δεν ακυρώσει την προμήθεια των ρωσικών συστοιχιών S-400 δίνει την εντύπωση ότι οι τουρκοαμερικανικές σχέσεις έχουν φτάσει σε σημείο ρήξης. Πόσο μάλλον που η απάντηση του Ταγίπ Ερντογάν ήταν ότι η παραγγελία των S-400 είναι συντελεσμένο γεγονός που δεν μπορεί να ανατραπεί.
Όμως η πραγματικότητα ενδέχεται να είναι διαφορετική.
Σύμφωνα με την Jerusalem Post, οι κινήσεις της Τουρκίας δεν μπορούν να ερμηνευθούν παρά μόνο με την παραδοχή ότι η Άγκυρα προσβλέπει σε συμφωνία με τις ΗΠΑ, επενδύοντας στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τραμπ και στους διαρκείς ελιγμούς με τους οποίους αυτός εφαρμόζει την “τέχνη του ντηλ”.
Με άλλα λόγια, η Τουρκία χειρίζεται τον Τραμπ με τρόπο… τραμπικό. Βαραίνει διαρκώς το καλάθι της διαπραγμάτευσης και ανεβάζει το επίπεδο των τριβών, ώστε να πετύχει μεγαλύτερο αντάλλαγμα. Είναι μια τακτική υψηλού ρίσκου, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ο ένοικος του Λευκού Οίκου έχει χειριστεί δυσκολότερα θέματα, όπως λ.χ. το κορεατικό, αλλά και συνάντησε τα όριά του απέναντι σε αποφασισμένους αντιπάλους, όπως οι Ιρανοί, πείθει τους Τούρκους ιθύνοντες ότι μια χώρα σύμμαχος των ΗΠΑ σε μία κρίσιμη για τα αμερικανικά συμφέροντα περιοχή θα έχει καλύτερη τύχη.
Το φιλο-ισραηλινό λόμπι της Ουάσιγκτον το οποίο πιέζει υπέρ της υιοθέτησης σκληρής στάσης έναντι της Τουρκίας δεν είναι η μόνη φωνή με επιρροή στον Λευκό Οίκο.
Άλλωστε, οι διμερείς επαφές όλο και πυκνώνουν και η ατζέντα διευρύνεται. Από την επίσκεψη την εβδομάδα αυτή στην Άγκυρα του ειδικού συντονιστή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για ζητήματα καταπολέμησης της τρομοκρατίας Nathan Sales, μέχρι τις διαβουλεύσεις για τη δημιουργία ασφαλούς ζώνης στα σύνορα της Τουρκίας με την κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία ή την διεκδίκηση έκδοσης του Φετουλάχ Γκιουλέν, το παζάρι καλά κρατεί.
Η συνάντηση Τραμπ-Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της G20 στα τέλη του μηνός στην Οζάκα αποτελεί ένα χρονικό ορόσημο πολύ πιο σημαντικό από αυτό που θέτει με την επιστολή του ο Σάναχαν.
Όπως και αν έχει, η Άγκυρα μπορεί πάντοτε να επενδύσει στο ροκάνισμα του χρόνου, ευελπιστώντας ότι σύντομα ο Τραμπ θα απορροφηθεί από την καμπάνια επανεκλογής του το 2020 ή και θα αντικατασταθεί από μία νέα διοίκηση η οποία ασφαλώς θα επιχειρήσει την “επανεκκίνηση” των τουρκοαμερικανικών σχέσεων.
Κόβοντας τις γέφυρες που θα επέτρεπαν την οπισθοχώρησή του στο ζήτημα των S-400 ο Ερντογάν, καθιστά σαφές ότι η Ουάσιγκτον θα πρέπει να συμφιλιωθεί με τη νέα πραγματικότητα και ότι η Τουρκία είναι έτοιμη να πληρώσει το τίμημα της απώλειας των F-35, αν υποτεθεί ότι ένα πρότζεκτ εικοσαετίας μπορεί να ακυρωθεί τόσο εύκολα. Ήδη πάντως πληθαίνουν τα δημοσιεύματα που θέλουν την τουρκική πλευρά να διερευνά την προμήθεια ρωσικών ή κινεζικών μαχητικών πέμπτης γενεάς.
Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι καθόλου άσχετες με τις βλέψεις της Τουρκίας για το Αιγαίο, καθώς οι μεν S-400 προσφέρουν ισχυρότερο πλεονέκτημα (σε σύγκριση λ.χ. με τους μικρότερου βεληνεκούς αμερικανικούς Patriot) ως προς τον έλεγχο του εναέριου χώρου, ενώ αντίθετα τα “βαριά” F-35 δεν είναι πρώτης επιλογής για επιχειρήσεις σε μια στενή περιοχή.
Σε κάθε περίπτωση, για τους Τούρκους ιθύνοτνες η “εξοπλιστική πολυσυλλεκτικότητα” συνδέεται άρρηκτα με την μεγαλύτερη στρατηγική αυτονομία που θεωρούν ότι αντιστοιχεί στην αυξανόμενη ισχύ της χώρας τους.
Χαρακτηριστικά, ο Τούρκος υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού χαρακτήρισε την προμήθεια των S-400 ως “διακήρυξη ανεξαρτησίας της Τουρκίας”.
Υπενθυμίζεται ότι μόλις το 2013 η Άγκυρα είχε επιχειρήσει κάτι παρόμοιο προχωρώντας στην παραγγελία κινεζικών πυραυλικών συστημάτων, την οποία και ακύρωσε μετά δύο έτη, λόγω των πιέσεων των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ.