12/11/2024

Λαυρέντζος: η Ελλάδα οφείλει να εκπονήσει και να εφαρμόσει μια ρωμαλέα και πολυδιάστατη πολιτική στη Θράκη

 

Μια αποκαλυπτική συζήτηση για ό,τι συμβαίνει στη Θράκη παραχώρησε ο καθηγητής και ειδικός σε θέματα διαχείρισης κινδύνων Αναστάσιος Λαυρέντζος στη δημοσιογράφο Γιώτα Χουλιάρα για λογαριασμό του Geopolitics & Daily News. Εξηγεί πως το ΚΙΕΦ προσπαθεί να καρπωθεί τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, αναλύει τους κινδύνους που προκύπτουν από τις βόμβες του δημογραφικού και του μεταναστευτικού και υπενθυμίζει στους Έλληνες πολιτικούς τον Θουκυδίδη λέγοντας πως  για να είναι κάποιος γεωπολιτικός παίκτης και όχι επαίτης «ασφαλείας» μέσα από σχέσεις υποτέλειας, πρέπει να έχει ένα επαρκές γεωπολιτικό εκτόπισμα. Αυτό το γεωπολιτικό εκτόπισμα θα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να τον καθιστά χρήσιμο σε έναν πολιτικό συνεταιρισμό και ταυτόχρονα αρκετά ανθεκτικό ώστε να αποφεύγει αρνητικούς για τα δικά του συμφέροντα συμβιβασμούς.

 

 


1) Στις πρόσφατες ευρωεκλογές, τα ποσοστά του ΚΙΕΦ (Κόμμα Ισότητας Ειρήνης και Φιλίας – το κόμμα της Μουσουλμανικής Μειονότητας ) ανησύχησαν πολλούς Έλληνες. Θα ήθελα το σχόλιο σας και την εκτίμηση σας για το συγκεκριμένο ζήτημα. 

Στα αρχικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν την νύκτα των εκλογών, τα ποσοστά του ΚΙΕΦ εμφανίστηκαν ιδιαίτερα υψηλά στους νομούς Ροδόπης και Ξάνθης, γεγονός το οποίο προκάλεσε αίσθηση. Ωστόσο, στα τελικά αποτελέσματα τα  ποσοστά του ΚΙΕΦ καταστάλαξαν στο 37,8% στη Ροδόπη και στο 25,5% στην Ξάνθη. Τα ποσοστά αυτά είναι μικρότερα από εκείνα που πήρε το ΚΙΕΦ στις προηγούμενες εκλογές. Επίσης είναι μικρότερα από τα ποσοστά που έχουν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στις ανωτέρω περιοχές. Σχετικά επισημαίνω ότι οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στη Ροδόπη υπερβαίνουν κατά τι το 50% του συνολικού πληθυσμού, ενώ στην Ξάνθη υπολείπονται ελαφρώς του 50%.

Η μείωση των ποσοστών του ΚΙΕΦ μπορεί να αποδοθεί σε πολλούς παράγοντες, όπως π.χ. στην επιρροή που ασκεί στους μουσουλμάνους της Θράκης η πολιτική σύγκρουση που σοβεί στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι επίσης πιθανό να σηματοδοτεί απώλεια ενός μέρους από τον έλεγχο που ασκεί η Τουρκία στη μειονότητα. Αυτό είναι λογικό, καθώς όλο και περισσότεροι μουσουλμάνοι της Θράκης αντιλαμβάνονται ότι ζουν σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, η οποία τους παρέχει ελευθερίες που δεν θα είχαν στην Τουρκία. Καταλαβαίνουν λοιπόν πολλοί από αυτούς ότι προσχωρώντας στα πολιτικά παιγνίδια της Άγκυρας έχουν μόνο να χάσουν. Την τάση αυτή την έχουμε δει και από άλλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα ότι περίπου το ένα τρίτο των μουσουλμανικών οικογενειών στην Θράκη επιλέγουν να στέλνουν τα παιδιά τους στο δημόσιο ελληνικό σχολείο αντί του μειονοτικού σχολείου-γκέτο. Αυτό δείχνει ότι ένα σημαντικό τμήμα της μειονότητας επιθυμεί να ανελιχθεί εντός της ελληνικής κοινωνίας, άσχετα από το πώς μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ταυτοτικά. Η τάση αυτή, στον βαθμό που θα την δούμε να εδραιώνεται και στις επόμενες εκλογές, συνιστά πιθανώς μια ευκαιρία για τη Θράκη και την ελληνική πολιτική. Αυτή την ευκαιρία πρέπει να την αξιοποιήσει η κατά κανόνα ολιγωρούσα ελληνική πολιτεία, εκπονώντας και εφαρμόζοντας μια νέα πολιτική για τη Θράκη. Μια πολιτική η οποία θα βασίζεται σε τρεις άξονες: στην οικονομική ανάπτυξη της περιοχής, στη δημογραφική τόνωση του χριστιανικού πληθυσμού και στη συστηματική αποδόμηση της τουρκικής πολιτικής, η οποία μέσω της ποδηγέτησης των μουσουλμανικών πληθυσμών επιδιώκει να επιβάλει στη Θράκη ένα καθεστώς άτυπης συγκυριαρχίας.

2) Είναι το ΚΙΕΦ φορέας του τουρκικού επεκτατισμού; 

Στη διακήρυξη του Κεμάλ Ατατούρκ που περιλαμβάνεται στον εθνικό όρκο (Misak-I-Milli) του 1920 αναφέρεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια: «Σκοπός μας είναι η Δυτική Θράκη να παραμείνει στα τουρκικά χέρια, σαν ενιαίο σύνολο, και σε κατάλληλο χρόνο να ενωθεί με τη Μητέρα Πατρίδα.» Αυτή η φράση αποτελεί τη δημόσια έκφραση των τουρκικών επιδιώξεων στη Θράκη. Έκτοτε η Τουρκία έχει ακολουθήσει μια συνεπή και συστηματική πολιτική προς την επίτευξη αυτού του σκοπού, επιδιώκοντας σε πρώτη φάση να ενοποιήσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης και να τους εμφανίσει ως μια «ενιαία τουρκική μειονότητα» η οποία δήθεν καταπιέζεται από την Ελλάδα. Για αυτό τον σκοπό και χρησιμοποιώντας ως βασικό της μοχλό το τουρκικό Προξενείο Κομοτηνής, η τουρκική πολιτική δημιουργεί επί δεκαετίες στη Θράκη παράλληλες δομές, οι οποίες αφορούν την εκπαίδευση (μειονοτικό σχολείο-γκέτο), τη θρησκεία («ψευδομουφτήδες»), την οικονομία (Ziraat Bank), τις πολιτιστικές δραστηριότητες (ίδρυση δεκάδων «τουρκικών συλλόγων), και βέβαια την πολιτική «εκπροσώπηση» των μουσουλμανικών πληθυσμών. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η ίδρυση ενός «μειονοτικού κόμματος», το οποίο υποτίθεται έχει ως στόχο του να παλέψει για τα δικαιώματα της μειονότητας, την οποία ετεροκαθορίζει αυθαίρετα ως «τουρκική».

Η πραγματικότητα είναι βεβαίως διαφορετική: οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Θράκης απολαμβάνουν πλήρων δικαιωμάτων, τα οποία τους παρέχει μια σύγχρονη και ευνομούμενη πολιτεία (ειδικά μετά την άρση των τελευταίων περιοριστικών μέτρων στη δεκαετία του 1990). Αρκεί κανείς να αναφέρει δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Πρώτον, στη Θράκη υπάρχουν αναλογικά προς τον πληθυσμό διπλάσια τζαμιά από ό,τι στην Τουρκία. Δεύτερον, όσον αφορά τη μειονοτική εκπαίδευση, η Ελλάδα όχι μόνο έχει τηρήσει τη Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία αναφέρεται σε υποχρέωση λειτουργίας μόνο δημοτικών μειονοτικών σχολείων, αλλά έχει πάει και πολύ πιο πέρα: έχει ιδρύσει, ως μη όφειλε, ήδη από τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, δύο μειονοτικά Γυμνάσια-Λύκεια σε Ξάνθη και Κομοτηνή. Να αναφέρουμε ακόμη και το μέτρο θετικής διάκρισης υπέρ της μειονότητας, σύμφωνα με το οποίο ένας αριθμός μουσουλμάνων μαθητών εισάγεται κάθε χρόνο με ποσόστωση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.

Ξαναγυρνώντας στο «μειονοτικό κόμμα» ΚΙΕΦ, θα αναφέρω ότι η ίδρυση του δεν αποτελεί πρωτοτυπία. Στην πραγματικότητα είναι η επανάληψη του ανάλογου εγχειρήματος της τουρκικής πολιτικής στη Βουλγαρία με την ίδρυση του κόμματος «Κίνηση για δικαιώματα και ελευθερίες» (MRF). Το κόμμα αυτό ιδρύθηκε το 1990 (από τον Αχμέτ Ντογκάν) για να εκφράσει «τα συμφέροντα της τουρκικής εθνικής μειονότητας», και σταδιακά, μετασχηματίστηκε σε ένα «κεντρώο» κόμμα ανθρωπίνων δικαιωμάτων προκείμενου να διευρύνει την πολιτική του εμβέλεια. Το αποτέλεσμα ήταν να φτάσει μέχρι του σημείου να μετάσχει και σε κυβερνήσεις συνεργασίας κομμάτων. Ανάλογη εκτιμώ ότι θα είναι και η πορεία του ΚΙΕΦ στην Ελλάδα, το οποίο στο μέλλον πιθανότατα θα επιδιώξει να «εκφράσει» όχι μόνο τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης, αλλά και τους πολυάριθμους μουσουλμάνους, οι οποίοι καταφθάνουν μέσω των παράνομων μεταναστευτικών ροών και σταδιακά εγκαθίστανται στην Ελλάδα.

3) Πώς οφείλει να αντιδράσει η Ελληνική κυβέρνηση απέναντι στις περίεργες και προκλητικές δηλώσεις της κυρίας Τσιγδέμ Ασάφογλου, η οποία ανέλαβε την προεδρία του κόμματος τον περασμένο Ιανουάριο και σε συνέντευξή της στο Open δήλωσε πως «Το ΚΙΕΦ είναι τουρκικό κόμμα, αλλά είναι ένα επίσημο κόμμα του ελληνικού κράτους που έχει ιδρυθεί από Τούρκους», προσθέτοντας πως και η ίδια νιώθει Τουρκάλα.

Η κ. Ασάφογλου προσπαθεί αφ’ ενός να κάνει θόρυβο και αφ’ ετέρου να προκαλέσει την ελληνική πολιτεία. Για τον σκοπό αυτό ακροβατεί ανάμεσα στην παραδοχή ότι η Ελλάδα είναι η τυπική και νόμιμη πατρίδα της και από την άλλη πλευρά επιχειρεί μέσω του οχήματος του ΚΙΕΦ να κατασκευάσει συλλογικές ταυτότητες. Η Ελλάδα ως σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία αποδέχεται τον ατομικό προσδιορισμό, δηλαδή δέχεται το δικαίωμα καθενός να αυτοπροσδιορίζεται όπως αυτός επιθυμεί, υπό τον όρο ότι σέβεται το Σύνταγμα και εφαρμόζει τους νόμους του ελληνικού κράτους. Δεν μπορεί όμως να αποδεχτεί τη λειτουργία μηχανισμών που κατασκευάζουν συλλογικές ταυτότητες και εντάσσουν σε αυτές Έλληνες πολίτες. Στην παρούσα φάση η Ελλάδα πρέπει να επιδείξει ευελιξία μην δίνοντας περαιτέρω σημασία στην κ. Ασάφογλου. Είναι σαφές όμως ότι μεσοπρόθεσμα η Ελληνική πολιτεία δεν μπορεί να επιτρέψει σε ξενοκίνητους μηχανισμούς να ετεροκαθορίζουν και να καταπιέζουν Έλληνες πολίτες εντός της επικράτειας της. Διότι θα πρέπει να τονίσουμε ότι αν κάποιοι σήμερα καταπιέζουν τους μουσουλμάνους της Θράκης, αυτοί είναι οι μηχανισμοί της Τουρκίας, οι οποίοι προσπαθούν να ποδηγετήσουν τη μειονότητα, ώστε να την εκμεταλλευτούν πολιτικά. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το δεχτούν οι Έλληνες μουσουλμάνοι και βέβαια δεν πρέπει να το επιτρέψει το ελληνικό κράτος.

 

4) Είστε συγγραφέας των βιβλίων «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας» που κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Πραγματεία. Προσωπικά εκτιμώ ότι τα δυο αυτά συγγραφικά σας πονήματα συνδέονται με ένα αόρατο νήμα και περιγράφουν το μέλλον της χώρας. Λαμβάνοντας λοιπόν ως αφορμή άρθρο σας με τίτλο «Δεύτερο Κόσοβο σχεδιάζει η Τουρκία στη Θράκη», θα ήθελα να μας πείτε ποιοι οι κίνδυνοι για τη χώρα μας.  

Από τα δύο βιβλία μου, η «Σιωπηρή Άλωση» ασχολείται με αυτό που θεωρώ το μείζον ζήτημα του ελληνισμού σήμερα. Τη ραγδαία μεταβολή του ίδιου του συλλογικού υποκειμένου, δηλαδή του λαού που κατοικεί σε αυτή τη χώρα, η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα δύο θεμελιωδών διεργασιών: από τη μια πλευρά της εισόδου του ελληνικού πληθυσμού σε συνεχή αριθμητική συρρίκνωση και παράλληλη γήρανση και από την άλλη πλευρά τη μαζική έλευση παράνομων μεταναστών που θα καταφθάνουν στις επόμενες δεκαετίες από διάφορες περιοχές της Ασίας και της Αφρικής. Μέσα από αυτούς τους δύο μηχανισμούς συντελείται στην πράξη μια αντικατάσταση πληθυσμού, η οποία μάλιστα γίνεται τόσο γρήγορα, ώστε πρακτικά να είναι αδύνατο να μην συνοδευτεί από σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις. Αυτά είναι ζητήματα πρώτου πολιτικού μεγέθους, όχι μόνο για τη σημασία τους ή και τους κινδύνους τους οποίους περικλείουν, αλλά και για την μη αναστρεψιμότητά τους. Έχουμε μπει δηλαδή σε μια ιστορική φάση που αν οι διαφαινόμενες τάσεις δεν αντιστραφούν, έστω και μερικώς, θα αλλάξει ριζικά η φυσιογνωμία της χώρας ως πολιτικού ιστορικού υποκειμένου. Από αυτή την άποψη πρόκειται για μια φάση τερματισμού. Πρόκειται για το οριστικό τέλος μιας ιστορικής πορείας 40 και πλέον αιώνων ενός λαού και μιας ιδιοπροσωπίας που καθόρισε τον Δυτικό πολιτισμό και αποτέλεσε τον κυματοθραύστη της ασιατικής πλημμυρίδας από τους Μηδικούς πολέμους έως σήμερα.

 

«Η Θράκη στο μεταίχμιο» αποτελεί ένα βιβλίο το οποίο παρουσιάζει τα τεκταινόμενα στη Θράκη, εξηγώντας πώς επί δεκαετίες η Τουρκία κάνει σταθερά βήματα προς τον σκοπό της, που δεν είναι άλλος από τη διάβρωση της ελληνικής κυριαρχίας στη Θράκη και την τελική της απόσχιση όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν. Από αυτή την άποψη η Θράκη αν αφεθεί στην τύχη της κινδυνεύει να είναι ο επόμενος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα εθνικών καταστροφών. Πρόκειται για όλες εκείνες τις καταστροφές που ξεκίνησαν από τα τέλη του 19ου αιώνα και σταδιακά εξάλειψαν το έθνος από μακραίωνες ιστορικές του εστίες, ενώ το κράτος επεκτεινόταν για να αγκαλιάσει τα τμήματα του υπόδουλου ελληνισμού. Και αναφέρομαι φυσικά στον εξανδραποδισμό των Ελλήνων της Ουκρανίας και της Ρουμανίας, της Ανατολικής Ρωμυλίας και μετά το 1922 στον ξεριζωμό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης. Αυτή η αλυσίδα καταστροφών συνεχίστηκε και στους πρόσφατους χρόνους με μόνη ανάπαυλα την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου. Ευθύς αμέσως ακολούθησε η εκδίωξη της μεγάλης ελληνικής ομογένειας της Κωνσταντινούπολης και του ελληνισμού της Αλεξάνδρειας. Το 1974 θα σημαδευόταν από την εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου από τον τουρκικό Αττίλα, ενώ στη δεκαετία του 1990 θα ήταν η σειρά του Βορειοηπειρωτικού ελληνισμού να εγκαταλείψει τις εστίες του.

Υπό το πρίσμα των παραπάνω επισημάνσεων μπορώ να πω ότι πράγματι «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και η «Σιωπηρή Άλωση» συνδέονται μεταξύ τους με ένα αόρατο νήμα, διότι πραγματεύονται όψεις της προϊούσας ελληνικής συρρίκνωσης. Είναι αυτό που εννοούσε ο Παναγιώτης Κονδύλης όταν τη δεκαετία του 1990 έλεγε ότι ο ελληνισμός είναι ένα φθίνον έθνος. Η βαθιά κατανόηση αυτών των ιστορικών μακροεξελίξεων και η προσπάθεια για την επιτέλεση εκείνου του Ηράκλειου Άθλου που θα μπορούσε να τις ανατρέψει, αποτελεί σήμερα και τη μεγαλύτερη πρόκληση για όλους εκείνους τους Έλληνες που αισθάνονται το χρέος να αμυνθούν μιας ιστορίας, μιας γλώσσας και μιας φυσιογνωμίας 4000 ετών. Η αίσθηση αυτού του χρέους αποτελεί και το βαθύτερο κίνητρο όλων των προσπαθειών μου.

5) Παρατηρούμε ότι η περιοχή των Βαλκανίων γεννά αναταραχές. Ποια συμβουλή θα δίνατε στους Έλληνες πολιτικούς; 

Τα Βαλκάνια γέννησαν και θα συνεχίσουν να γεννούν αναταραχές. Οι λόγοι είναι πολλοί. Μπορούμε να αναφέρουμε ενδεικτικά τη μεγάλη ποικιλία εθνοτικών και πολιτισμικών εκφράσεων που υπάρχουν σε μια σχετικά μικρή περιοχή, τη γεωγραφική θέση των Βαλκανίων που τα καθιστά συνδετικό κρίκο της Κεντρικής Ευρώπης με τον Εύξεινο Πόντο και της Ανατολικής Μεσογείου με την Ανατολική Ευρώπη. Τα Βαλκάνια διατρέχονται ακόμη από έναν πλωτό ποταμό, όπως ο Δούναβης, και έχουν διάφορες πύλες που ενώνουν την ευρωπαϊκή ενδοχώρα με τους θαλάσσιους δρόμους που καταλήγουν στην περιοχή. Δύο από αυτές τις πύλες είναι τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης και της Αλεξανδρούπολης. Τα Βαλκάνια είναι ακόμη η τελευταία περιοχή της Ευρώπης στην οποία άλλαξαν τα σύνορα. Συγκεκριμένα πριν από 26 περίπου χρόνια διαμελίστηκε η Γιουγκοσλαβία και στη συνέχεια ακρωτηριάστηκε και η Σερβία, με τον σχηματισμό του νεοπαγούς κρατιδίου του Κοσόβου. Η απόσχιση του Κοσόβου δημιούργησε μάλιστα ένα πολύ αρνητικό προηγούμενο για τη Θράκη, αφού πρόκειται για μια περίπτωση στην οποία μια επαρχία κυρίαρχου κράτους αποσχίστηκε επειδή τοπικά μια εθνοτική ομάδα μετατράπηκε σε πλειονότητα.

Στη βάση των παραπάνω διαπιστώσεων, οι «συμβουλές» που μπορεί να δώσει κανείς στους Έλληνες πολιτικούς είναι σε γενικές γραμμές δύο:

Πρώτον, να αποκωδικοποιήσουν σωστά τις προθέσεις και τους ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. Οι δυνάμεις αυτές είναι οι ΗΠΑ, ως μείζον πλανητική δύναμη, η Γερμανία, η οποία αξιοποιεί τη δεσπόζουσα θέση της στην ΕΕ για να διευρύνει την οικονομική και πολιτική της επιρροή στην περιοχή, και η Ρωσία, η οποία διαχρονικά επιδιώκει την έξοδό της στις «θερμές θάλασσες». Σε αυτές τις δυνάμεις θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την Τουρκία, η οποία ενεργεί ως περιφερειακή δύναμη που θέλει να επιστρέψει στα Βαλκάνια. Τέλος, μια ακόμη δύναμη είναι και η μακρινή Κίνα, η οποία προφανώς ενδιαφέρεται για τους εμπορικούς δρόμους που ξεκινούν από την περιοχή των Βαλκανίων και καταλήγουν στην Ανατολική και στην Κεντρική Ευρώπη.

Όπως προκύπτει από τα προηγούμενα, βασικός άξονας των πολιτικών εξελίξεων στα Βαλκάνια είναι η αμερικανική επιδίωξη για γεωπολιτικό φραγμό της Ρωσίας, γεγονός το οποίο έχει ήδη οδηγήσει στη δημιουργία δύο κρατιδίων (Κόσοβο, Σκόπια). Αυτή την επιδίωξη θα πρέπει να λάβει υπ’ όψιν της η ελληνική πλευρά και να αποδείξει ότι είναι αρκετά ισχυρή ώστε να μπορεί να την υποστηρίξει. Αυτό σημαίνει ότι θα μπορεί να είναι ένας δυναμικός και δραστήριος «παίκτης», ώστε να καταστεί γεωπολιτικός εταίρος της πλανητικής δύναμης στην περιοχή (και όχι πολιτικός βασάλος που εκχωρεί πρόθυμα τα εθνικά του συμφέροντα, όπως έγινε με την περίπτωση της «Συμφωνίας των Πρεσπών»). Μια τέτοια πολιτική κατεύθυνση δεν απαγορεύει βεβαίως την άσκηση μιας πολυδιάστατης πολιτικής, όπως για παράδειγμα την προώθηση των ελληνορωσικών σχέσεων σε τοπικό επίπεδο, οι οποίες θα μπορούσαν να αφορούν τη συνεργασία στον μορφωτικό και στον πολιτιστικό τομέα, στον τουρισμό και στην ενθάρρυνση συγκεκριμένων ρωσικών επενδύσεων. Ανάλογη πολιτική ενδεχομένως θα μπορούσε να ακολουθηθεί και με την Κίνα, στον βαθμό που και η ίδια θα επιθυμούσε να αξιοποιήσει την πρόσβαση προς την νοτιοανατολική Ευρώπη που της προσφέρει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.

Από τις παραπάνω αναφορές προκύπτει και η δεύτερη «συμβουλή» προς τους Έλληνες πολιτικούς, την οποία δεν την δίνω εγώ, άλλα ο ίδιος ο Θουκυδίδης μέσα από τα βάθη των αιώνων: για να είναι κάποιος γεωπολιτικός παίκτης και όχι επαίτης «ασφαλείας» μέσα από σχέσεις υποτέλειας, πρέπει να έχει ένα επαρκές γεωπολιτικό εκτόπισμα. Αυτό το γεωπολιτικό εκτόπισμα θα πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να τον καθιστά χρήσιμο σε έναν πολιτικό συνεταιρισμό και ταυτόχρονα αρκετά ανθεκτικό ώστε να αποφεύγει αρνητικούς για τα δικά του συμφέροντα συμβιβασμούς. Αυτό, σε πολύ απλά λόγια σημαίνει ότι η Ελλάδα οφείλει να εκπονήσει και να εφαρμόσει μια ρωμαλέα και πολυδιάστατη πολιτική στη Θράκη, η οποία αφ’ ενός θα ενισχύσει τη θέση της και αφ’ ετέρου θα της δώσει τη δυνατότητα να συνδιαμορφώσει τις εξελίξεις στον ευρύτερο περίγυρο. Μόνο με ισχυρή οικονομική βάση, με αποτελεσματική στρατιωτική παρουσία και με δημογραφικό δυναμισμό η ελληνική Θράκη μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο που της αρμόζει. Και ο ρόλος αυτός δεν είναι άλλος από το να αποτελέσει το γεωπολιτικό εφαλτήριο για την εκδίπλωση μιας ελληνικής εξόρμησης προς τη βαλκανική ενδοχώρα σε συνδυασμό με την παροχή πρόσβασης στο παρευξείνιο γεωπολιτικό υποσύστημα.

 

Σημείωση: Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος κατέχει πτυχίο Φυσικής και διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά και στη Θεωρητική Φυσική. Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως σύμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».

 

ΓΙΩΤΑ ΧΟΥΛΙΑΡΑ ΓΙΑ ΤΟ GEOPOLITICS & DAILY NEWS

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024