Πώς ο Ερντογάν “έπλασε” την ήττα του
Του Κώστα Ράπτη
Δύο μεγάλα πλεονεκτήματα που είχε ο Ταγίπ Ερντογάν στην πολιτική του διαδρομή ήταν αφενός μεν η ροπή του να ποντάρει στην πόλωση, μετατοπίζοντας συχνά και αιφνίδια τις διαχωριστικές γραμμές και συμμαχίες, αφετέρου δε η ικανότητά του να εμφανίζεται ως διωκόμενος (αρχικά από το εγχώριο κατεστημένο, κατόπιν από τον ξένο παράγοντα) και να μιλά στο όνομα μιας παραμελημένης πλειοψηφίας.
Οι επαναληπτικές εκλογές για τον μητροπολιτικό δήμο της Κωνσταντινούπολης δείχνουν ότι τα πλεονεκτήματα αυτά του Τούρκου προέδρου έχουν πλέον χαθεί.
Οι ψηφοφόροι της οικονομικής πρωτεύουσας της Τουρκίας απέδειξαν ότι πράγματι συμπαρίστανται στον “διωκόμενο” – που όμως αυτή τη φορά ήταν σαφώς ο Εκρέμ Ιμάμογλου. Ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης (από τον οποίο η Ανώτατη Εκλογική Επιτροπή στέρησε την νίκη του στις δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου) μετέτρεψε το αρχικά οριακό προβάδισμα των 13.000 ψήφων σε άνετη διαφορά 773.000 ψήφων. Η “ψαλίδα” άνοιξε από την υποδιαίρεση της ποσοστιαίας μονάδας στο 9% – οχυρώνοντας τον νοεκλεγέντα από οποιαδήποτε παγίδα είχε κατά νου να του στήσει η Άγκυρα και το ελεγχόμενο από τους αντιπάλους του δημοτικό συμβούλιο.
Κατόρθωσε ο Ιμάμογλου αυτή τη φορά να επικρατήσει όχι μόνο σε κοσμοπολίτικες περιοχές όπως το Καντίκιοϊ και το Μπεσίκτας, που του χάρισαν ποσοστά άνω του 80%, αλλά, με μικρότερη διαφορά, ακόμη και σε προπύργια της ευσέβειας, όπως το Φάτιχ και το Σκούταρι. Αναμφίβολα, ένας νέος αστέρας γεννήθηκε στην τουρκική πολιτική σκηνή.
Η ήττα του Ερντογάν δεν είναι μόνο συμβολική (εφόσον επιβεβαιώνει ότι το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης έχει χάσει των έλεγχο όλων των μεγάλων αστικών κέντρων), αλλά και υλική: ο έλεγχος των δημοτικών ταμείων θα διαταράξει το υφιστάμενο πλέγμα της διαπλοκής και θα διακόψει τη ροή του χρήματος προς το προσκείμενα στο κόμμα και την οικογένεια του Ερντογάν “φιλανθρωπικά ιδρύματα”.
Αν οι κυβερνώντες πόνταραν στην θερινή ραστώνη, η ελαφρά αύξηση της συμμετοχής στην ψηφοφορία τους διέψευσε. Η δε σπερμολογία για την “αμφισβητούμενη εθνική συνείδηση” του (Πόντιου) Ιμάμογλου απλώς έσπρωξε στο στρατόπεδό του περισσότερους ψηφοφόρους ποντιακής καταγωγής.
Μολονότι μάλιστα το κουρδικό στοιχείο υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 8% του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, η “χορογραφία” των τελευταίων 24ώρων (με τον έγκλειστο ιδρυτή του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτζαλάν να καλεί σε αποχή που ευνοούσε τον κυβερνητικό υποψήφιο και τον επίσης έγκλειστο ηγέτη του Κόμματος Δημοκρατίας των Λαών (HDP) Σελαχατίν Ντεμίρτας να αναγκάζεται να ευθυγραμιστεί λίγο πριν από τα μεσάνυχτα) δεν ανέτρεψε την γενική τάση.
Μόλις πριν από τρεις μήνες ο Ερντογάν και οι εθνικιστές σύμμαχοί του διεξήγαγαν τον προεκλογικό αγώνα σημαίνοντας τον συναγερμό του “εθνικού κινδύνου” και του “επαπειλούμενου διαμελισμού της επικράτειας”, λόγω της σιωπηρής συμμαχίας του HDP με την αξιωματική αντιπολίτευση. Η ανάσυρση του “κουρδικού χαρτιού”, που άλλοτε τόσες νίκες είχε χαρίσει στον Τούρκο πρόεδρο, δεν μπορούσε να λειτουργήσει πια. Τα διαρκή “σλάλομ” καταλήγουν κάποτε και σε ατυχήματα.
Το εκλογικό σώμα υποτίμησε τα “ταυτοτικά ζητήματα” και ζήτησε με τον τρόπο του να επικεντρωθεί η πολιτική στα πραγματικά προβλήματα, με πρώτο αυτό της επιδείνωσης της οικονομίας, και όχι σε περιττές πολώσεις. Εξ ού και όλοι οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται, θέλοντας και μη, μετά το πέρας της καταμέτρησης συναινετικοί και “θεσμικοί”. (Ο ηττημένος κυβερνητικός υποψήφιος Μπιναλί Γιλντιρίμ είχε ανεπιτυχώς προσπαθήσει να κινηθεί σε αυτή την κατεύθυνση ήδη από την προεκλογική περίοδο, αλλά επισκιάσθηκε από τον Ερντογάν).
Οι πολίτες ζητούν αντίβαρα στην μονοκρατορία του Τούρκου προέδρου, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως ότι έχει αρχίσει να γράφεται το πολιτικό τέλος του. Ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας έχει όλο τον χρόνο μέχρι τις προεδρικές και βουλευτικές εκλογές του 2023 να προωθήσει την ατζέντα του. Αν και ο πειρασμός των πρόωρων εκλογών θα είναι μεγάλος, προκειμένου να προληφθούν οι φυγόκεντρες τάσεις στους κόλπους της κυβερνώσας παράταξης. Τα υπό ίδρυση κόμματα των Αμπντουλάχ Γκιούλ-Αλί Μπαμπατζάν και Αχμέτ Νταβούτογλου παραμονεύουν.
Στο διεθνές πεδίο, εντείνεται αντικειμενικά η πίεση στον Ταγίπ Ερντογάν να αποκαταστήσει τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, ώστε να αποκατασταθεί στα μάτια της Δύσης ως συνομιλητής. Η συνάντησή του με τον Ντόναλντ Τραμπ στο περιθώριο της Συνόδου της G20στις 28 Ιουνίου στην Οζάκα προβάλλει ως το κρισιμότερο ορόσημο.