18/04/2024

Και τώρα η μάχη του Ευρωκοινοβουλίου

Του Κώστα Ράπτη

Τα τελευταία χρόνια το Ευρωκοινοβούλιο είχε αποκτήσει την συνήθεια να απορρίπτει παραδειγματικά έναν από τους ανά πενταετία προτεινόμενους επιτρόπους της Κομισιόν, ώστε να υπενθυμίζει τον ρόλο του ως του τελικού επικυρωτή των αποφάσεων που οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων θεωρούν αποκλειστικό τους προνόμιο και διαμορφώνουν σε κλειστό κύκλο. 

 

Το 2004 απορρίφθηκε ο Ιταλός υποψήφιος επίτροπος Ρόκκο Μπουτιλιόνε και μάλιστα για ιδεολογικούς λόγους ως “υπερβολικά καθολικός”. Το 2009 απεσύρθη η Βουλγάρα Ρουμιάνα Γέλεβα λόγω “άδικων φημών” για σκοτεινές επιχειρηματικές δραστηριότητες του συζύγου της. Το 2019 το Ευρωκοινοβούλιο απέρριψε την προοριζόμενη από τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ για την αντιπροεδρία της Κομισιόν πρώην πρωθυπουργό της Σλοβενίας Αλένκα Μπράτουσεκ ως ανεπαρκώς προετοιμασμένη για το χαρτοφυλάκιό της. 

Μένει να φανεί αν το νέο Ευρωκοινοβούλιο του 2019, το οποίο μόλις συγκροτήθηκε σε σώμα, μπαίνει στον πειρασμό να δώσει μία πολύ μεγαλύτερη σύγκρουση μετά την συμβιβαστική λύση στην οποία κατέληξαν οι “28” για την κατανομή των κοινοτικών αξιωμάτων την επόμενη πενταετία. 

Η προθυμία του προέδρου του Συμβουλίου Ντόναλντ Τούσκ και του προαλειφόμενου για διαδόχου του Σαρλ Μισέλ να “συνομιλήσουν” και να “διαβουλευθούν” με το Ευρωκοινοβούλιο δείχνει ότι οι σχετικοί φόβοι έχουν βάση.

Πράγματι, το “πακέτο” το οποίο προέκυψε μετά από τρεις ημέρες επίπονων διαπραγματεύσεων είναι αρκετά “δύσπεπτο”, ώστε να εγκριθεί χωρίς σοβαρούς κλυδωνισμούς.

Ο πρωτεύων λόγος για αυτό είναι το ότι αναιρείται πλήρως η διαδικασία των Siptzenkandidaten (επικεφαλής των ευρωψηφοδελτίων των πολιτικών ομάδων) που εφαρμόστηκε, όχι χωρίς αντιστάσεις, για πρώτη φορά το 2014 και θεωρήθηκε ως ένα βήμα μεγαλύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης της εκτελεστικής ηγεσίας της Ε.Ε.

Κανένα από τα πρόσωπα που προτείνονται από το Συμβούλιο (η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν για την προεδρία της Κομισιόν, ο απερχόμενος πρωθυπουργός του Βελγίου Σαρλ Μισέλ για την προεδρία του Συμβουλίου, ο υπουργός Εξωτερικών της Ισπανίας Ζοζέπ Μπορέλ για τη θέση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ε.Ε. στην εξωτερική πολιτική και η Κριστίν Λαγκάρντ για την προεδρία της ΕΚΤ) δεν πέρασε από τη δοκιμασία των ευρωεκλογών, πόσω μάλλον από τη θέση του Siptzenkandidat.

Δευτερευόντως, οι επιλογές των “28” διακρίνονται από μια πολιτική ανισορροπία.  Στο κατακερματισμένο πολιτικό τοπίο που προέκυψε μετά τις ευρωεκλογές, υπάρχουν τέσσερις πολιτικές ομάδες που διεκδικούσαν πρωταγωνιστικούς ρόλους. Όμως η σημερινή συμφωνία αφήνει απολύτως εκτός νυμφώνος τους Πράσινους (οι οποίοι επαίρονται ότι αποτελούν την ανερχόμενη πολιτική δύναμη που κατεξοχήν αναφέρεται στις προκλήσεις του μέλλοντος, όπως η κλιματική αλλαγή, αλλά δεν εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο) και υποβαθμισμένους τους Σοσιαλιστές, οι οποίοι περιορίζονται, όπως και το 2014, στον ρόλο του Ύπατου Εκπροσώπου – με την προσθήκη του Βούλγαρου Σεργκέι Στανίσεφ στην προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου, ίσως εξ ημισείας με τον Μάνφρεντ Βέμπερ.

Και οι δύο αυτές πολιτικές ομάδες τοποθετήθηκαν αρνητικά ως προς τις επιλογές των “28” τις οποίες προφανές και θα καταψηφίσουν. Οι Πράσινοι θα προωθήσουν την υποψηφιότητα της Γερμανίδας συμπροέδρου τους Σκα Κέλλερ για την προεδρία του Ευρωκοινοβουλίου, ενώ στο Βερολίνο το SPD με ανακοίνωσή του απέρριψε την πρόταση του Συμβουλίου.

Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και η σύμπραξη των  Φιλελευθέρων με το κόμμα του Εμανουέλ Μακρόν μοιράστηκαν τη μερίδα του λέοντος, ωστόσο επιφυλάξεις και διαφωνίες εκφράζονται και στο εσωτερικό τους – λ.χ. για το ότι θυσιάστηκε ο Siptzenkandidaten Μάνφρεντ Βέμπερ.

Πρόκειται βέβαια για αποτέλεσμα του ιδιόμορφου γαλλο-γερμανικού μπρα-ντε-φερ που παίχτηκε τις προηγούμενες ημέρες. Με την ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια ότι η Γερμανία μόνο ικανοποιημένη δεν δείχνει με το “δώρο” που της προσφέρθηκε, αφού το τίμημα είναι η ανάθεση της ΕΚΤ σε γαλλικά χέρια – όσο και αν η θητεία της Κριστίν Λαγκάρντ στο ΔΝΤ εν πολλοίς καθησυχάζει τη γερμανική ελίτ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η υποψηφιότητα της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εγκρίθηκε ομοφώνως, με μόνη την αποχή της… Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, η οποία επικαλέσθηκε το γεγονός ότι δεν υπήρχε σχετική συμφωνία στους κόλπους του κυβερνώντος “μεγάλου συνασπισμού” Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών.

Τα σχόλια της Μέρκελ ότι θα χρειαστεί να επαναξεταστούν οι διαδικασίες, ώστε να αποφευχθούν παρόμοιες “ατυχείς καταστάσεις” στο μέλλον, δεν ακούγονται ακριβώς ως συγχαρητήρια για την νέα ηγετική πεντάδα.

Άλλοι πάλι εμφανίζονται περισσότερο ικανοποιημένοι. Λ.χ. ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε, ο οποίος μετέτρεψε τον συνθετότερο συσχετισμό του νέου Ευρωκοινοβουλίου σε επιχείρημα κατά της διαδικασίας των Siptzenkandidaten ή ο Ισπανός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσεθ, ο οποίος πρωταγωνίστησε στην διαπραγμάτευση (μολονότι προς το παρόν είναι στη χώρα του απλώς εντολοδόχος πρωθυπουργός χωρίς να έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης) και δηλώνει μετά την επιλογή του Μπορέλ ότι η χώρα του “ξαναμπαίνει στο παιχνίδι”.

Παραδόξως ικανοποιημένοι εμφανίζονται ωστόσο και οι ηγέτες της “ομάδας Βίζεγκραντ”, παρά τη γεωγραφική ανισορροπία του νέου ηγετικού σχήματος, στο οποίο υποεκπροσωπείται η ανατολική Ευρώπη. Το παράδοξο εξηγείται από το ότι οι συγκεκριμένες χώρες μπλόκαραν τις υποψηφιότητες τόσο του Βέμπερ, όσο και του Φρανς Τίμερμανς και ταυτοχρόνως ανέτρεψαν πλήρως την λύση που είχαν επεξεργαστεί, υπό τύπον διευθυντηρίου, οι ηγέτες των μεγαλύτερων κρατών-μελών στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής της G20 στην Οζάκα. 

Χαμηλούς τόνους κρατά χαρακτηριστικά και ο ισχυρός άνδρας της Ρώμης Ματέο Σαλβίνι, υποστηρίζοντας ότι αυτό που προέχει είναι οι πολιτικές και όχι τα πρόσωπα.

Η εξήγηση δεν πρέπει να αναζητηθεί μόνο στα ανταλλάγματα που πρόκειται να λάβουν Ανατολικοί και Ιταλοί, στην κατανομή των αντιπροέδρων της νέας Κομισιόν, όπως προανήγγειλε ο Ντόναλντ Τουσκ. Αφορά και το “πνεύμα κατανόησης” που πιθανότατα θα επιδείξουν εφεξής οι Βρυξέλλες ως προς τα δημοσιονομικά της Ιταλίας ή τις θεσμικές παρεκτροπές της Ουγγαρίας και Πολωνίας.

Άλλωστε με μόνες τις ψήφους του ΕΛΚ και των Φιλελευθέρων δεν γίνεται να εγκριθεί η νέα Κομισιόν – θα χρειαστεί μια διευρυμένη πολύ δεξιότερα βάση στήριξης.

 

πηγή:Capital.gr

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024