Υπό αμφισβήτηση η πολιτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ
Του Erik Jones
IISS.ORG
Η πολιτική ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βασίζεται σε τρεις υποθέσεις. Η πρώτη είναι ότι η ΕΚΤ θα εφαρμόσει καλύτερη πολιτική μακροπρόθεσμα από αυτή που θα υπαγόρευαν πολιτικές σκοπιμότητες βραχυπρόθεσμα. Η δεύτερη είναι ότι το κόστος των αποφάσεων νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ δεν θα πέσει στις ίδιες ομάδες. Η τρίτη είναι ότι οι διαφωνίες εντός της ΕΚΤ και του δ.σ. της είναι ουσιαστικά τεχνικές και όχι πολιτικές, που σημαίνει ότι αφορούν στο πώς λειτουργεί πραγματικά η οικονομία και πώς μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα, και όχι στο ποιος κερδίζει και ποιος χάνει από μια απόφαση νομισματικής πολιτικής στην άλλη. Αυτές είναι υποθέσεις, στο μέτρο που στηρίζονται σε εκτιμήσεις σχετικά με το ότι οι φορείς χάραξης πολιτικής δεν είναι πολιτικοί, ότι τα χρήματα είναι ουδέτερα μακροπρόθεσμα και ότι οι τεχνικές διαφωνίες είναι κατά κάποιο τρόπο διακριτές από το ίδιο συμφέρον. Η απόφαση να διοριστεί πολιτικός στην κορυφαία θέση στην ΕΚΤ εξαιτίας των πολιτικών του ικανοτήτων, αμφισβητεί αυτές τις εκτιμήσεις. Στην πορεία, τέτοιοι διορισμοί θέτουν υπό αμφισβήτηση την πολιτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ.
Η Christine Lagarde είναι μια εξαιρετικά καταρτισμένη πολιτικός με ένα αποδεδειγμένο ιστορικό για τη διαχείριση δύσκολων οικονομικών θεμάτων σε κρίσιμες περιόδους. Απέδειξε τις πολιτικές της ικανότητες ως υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας στη διάρκεια της κρίσης. Ανέλαβε την ηγεσία του ΔΝΤ εν όψει σημαντικών προκλήσεων για τη νομιμότητα του Οργανισμού, τόσο σε ό,τι αφορά στην εκπροσώπηση των παγκοσμίων συμφερόντων του όσο και στη διαχείριση της κρίσης στην Ελλάδα. Από όλες τις απόψεις, κατόρθωσε να διαχειριστεί τον ρόλο της. Το γεγονός ότι το έκανε όσο παράλληλα αντιμετώπισε μια νομική πρόκληση στη Γαλλία, είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό. Η Lagarde είναι παγκόσμιας κλάσης.
Αλλά η Lagarde δεν είναι τεχνοκράτης. Η νομιμότητά της έρχεται από την ικανότητά της να διαχειρίζεται αντικρουόμενα συμφέροντα. Είναι ένας διαπραγματευτής ο οποίος μπορεί να ενώσει αντιμαχόμενες πλευρές και να τις βοηθήσει να φτάσουν σε μια συμφωνία. είναι επίσης πολύ καλή επικοινωνιακά, κάτι που τη βοηθάει να εξηγεί στον έξω κόσμο και πώς φτιάχτηκε το λουκάνικο και γιατί ακόμη και έτσι αξίζει να το φάει κανείς.
Αυτές είναι ικανότητες που ο οποιοσδήποτε κεντρικός τραπεζίτης πρέπει να θαυμάζει. Πραγματικά, ο Mario Draghi έχει ένα παρόμοιο σύνολο δεξιοτήτων και αυτό είναι που τον ξεχωρίζει από την κοινότητα των κεντρικών τραπεζιτών. Ο Mark Carney πλησιάζει και αυτός, εκτός ίσως από όταν προχωρά σε κάποιες παρατηρήσεις για τον πρόεδρο της Κομισιόν. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να σημειωθεί είναι πως οι πολιτικές δεξιότητες που κατέχουν ο Draghi και ο Carney είναι που τους κάνουν σπουδαίους κεντρικούς τραπεζίτες. Κεντρικούς τραπεζίτες ωστόσο τους κάνουν η οικονομική κατάρτιση και το επιχειρηματικό υπόβαθρο. Ο Draghi και ο Carney είναι μέλη ενός οργανισμού, και για αυτό μπορούν να προσποιούνται ότι είναι ξεχωριστά από την πολιτική. Το status τους ως τεχνοκράτες τους δίνει μια νομιμότητα που είναι διαφορετική από αυτή που κατέχει η Lagarde.
Αυτή η διάκριση μεταξύ τεχνοκρατικής και πολιτικής νομιμότητας θα φαίνεται σε πολλούς ότι είναι μια ιδιαίτερη μορφή ακαδημαϊκού διαχωρισμού ή διανοητικού soft porno: Οι 50 Αποχρώσεις του Γκρι”. Εάν φανταστούμε τον ρόλο του προέδρου, ότι είναι και για να συμβιβάσει τα ανταγωνιστικά συμφέροντα, να ξεχωρίσει τους νικητές και τους χαμένους, και να υποστηρίξει οποιαδήποτε απόφαση λάβει το δ.σ., τότε έχει νόημα να επιλέξουμε έναν εξειδικευμένο πολιτικό με αίσθηση διαχείρισης περίπλοκων καταστάσεων. Το πρόβλημα με την αίσθηση του ρόλου είναι πως είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσει γιατί η τράπεζα θα πρέπει να είναι πολιτικά ανεξάρτητη. Πώς μπορούμε να ξέρουμε ότι ο πρόεδρος δεν θα απαντήσει σε βραχυπρόθεσμα πολιτικά ζητήματα; Πώς μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι κάποιες ομάδες δεν θα είναι πάντα χαμένες από τις αποφάσεις που λαμβάνονται; Και γιατί να μην έχουμε μεγαλύτερη διαφάνεια στις συζητήσεις του διοικητικού συμβουλίου ώστε να μπορούμε να δούμε πώς εκπροσωπούνται τα διαφορετικά συμφέροντα, με ποια επιχειρήματα και από ποιους;
Για να καταλάβετε για ποιον λόγο αυτά τα ερωτήματα είναι σημαντικά, φανταστείτε ένα υποθετικό σενάριο στο οποίο η ευρωπαϊκή οικονομία επιβραδύνεται και η ΕΚΤ απαντά με την περαιτέρω μείωση του επιτοκίου καταθέσεων, και με την επανεκκίνηση του προγράμματος αγοράς assets. Αυτό είναι το σενάριο που πολλοί προεξοφλούν. Από τη γερμανική σκοπιά, έχουμε έναν Ιταλό επικεφαλής της ΕΚΤ που θα παραδώσει σε μια Γαλλίδα γυναίκα που διορίστηκε λόγω της πολιτικής της αξιοπρέπειας. Υποστηρίζεται από έναν Ισπανό υπουργό Οικονομικών ο οποίος επίσης διορίστηκε για την πολιτική του ανδρεία. Επιπλέον, και οι δύο αυτοί πολιτικοί διορισμοί υποστηρίζουν την απόφαση να ενισχυθεί το πρόγραμμα τόνωσης της οικονομίας. Απέναντί τους έχουν τον πρόεδρο της Bundesbank, ο οποίος έχει δια βίου εμπειρία στις κεντρικές τράπεζες.
Επίσης έχουν αντίσταση από τον Γερμανό εκπρόσωπο του εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, έναν νομικό ο οποίος ειδικεύεται στην τραπεζική εποπτεία. Αυτή η αντίσταση θα είναι γνωστή λόγω διαρροών από τις συζητήσεις, αλλά τα επιχειρήματα και οι φωνές υπέρ της πολιτικής θα είναι αδιαφανείς. Οι οπτικές σε μια τέτοια κατάσταση θέτουν την πολιτική ενάντια στην τεχνοκρατία. Επιπλέον, αυτές οι οπτικές δεν πρέπει να είναι η πραγματική κατάσταση. Απλώς χρειάζεται να θεωρηθούν ότι υπονομεύουν τη νομιμότητα της απόφασης πολιτικής του δ.σ.
Το επιχείρημα για την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας ανέκαθεν βασιζόταν σε μυθοπλασίες. Αλλά είχε λογική να πιστεύουμε αυτά τα σενάρια όσο το αποτέλεσμα ήταν καλύτερη πολιτική. Ο διορισμός πολιτικών στην κορυφή της ΕΚΤ, ανεξάρτητα από το πόσο ειδικευμένοι και ανεξάρτητα από το για ποιον λόγο, καθιστά πιο δύσκολο το να υποστηριχθεί αυτή η “ορθολογική μυθοπλασία”. Τέτοιοι πολιτικοί ίσως φέρουν δεξιότητες στην ΕΚΤ που είναι απεγνωσμένα αναγκαίες, αλλά επίσης θέτουν υπό αμφισβήτηση την πολιτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Μπορεί να είναι μόνο θέμα χρόνου προτού οι άνθρωποι αρχίσουν να απαιτούν να αφαιρεθεί η πολιτική ανεξαρτησία της ΕΚΤ.