Η ρήξη με την Τουρκία είναι πολυτέλεια για τον Τραμπ
Του Κώστα Ράπτη
Είναι οι διαβεβαιώσεις που ο Ταγίπ Ερντογάν δηλώνει ότι έλαβε από τον Ντόναλντ Τραμπ στο περιθώριο της Συνόδου της G20 στην Οζάκα περί μη επιβολής αμερικανικών κυρώσεων στην Τουρκία για την προμήθεια των ρωσικών συστοιχιών S-400 απλώς το θετικό spin με το οποίο ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας προσπαθεί να περιβάλει επικοινωνιακά μια καθ’ όλα απρόβλεπτη φάση των τουρκοαμερικανικών σχέσεων;
Ή μήπως ο Τραμπ συνειδητά παίζει ένα πολύ πιο σύνθετο παιχνίδι αφήνοντας (εκών άκων) τον ρόλο του “κακού” στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο;
Και στα δύο ερωτήματα η απάντηση είναι πιθανότατα θετική. Όμως δεν εξαντλεί τη συζήτηση. Διότι παραμονεύει και ένα τρίτο ερώτημα το οποίο σπανίως τίθεται στην ελληνική δημόσια συζήτηση – όπου συνήθως προεξοφλείται, υπό τύπον ευσεβούς πόθου, η επερχόμενη τουρκο-αμερικανική ρήξη.
Είναι σε θέση η Ουάσιγκτον να κλιμακώσει την αντιπαράθεση με τον Ερντογάν, την ίδια στιγμή που βρίσκεται στα πρόθυρα θερμής σύγκρουσης με το Ιράν;
Το τι βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά, τόσο για τον Τραμπ όσο και για τη στρατογραφειοκρατία των ΗΠΑ δεν χωρά ερώτημα. Εξού και το τελευταίο διάστημα πολλαπλασιάζονται οι προσπάθειες αναθέρμανσης των σχέσεων όχι μόνο με την Τουρκία, αλλά και με έναν άλλο αποξενωμένο πια παραδοσιακό στρατηγικό σύμμαχο, το Πακιστάν.
Και οι δύο αυτές χώρες μετατρέπονται το τελευταίο διάστημα σε swing states, περνώντας στο βαρυτικό πεδίο της ευρασιατικής ολοκλήρωσης που οραματίζονται η Κίνα και η Ρωσία.
Διόλου τυχαία, ο Πακιστανός πρωθυπουργός Ιμράν Χαν, ο οποίος δεν έχαιρε αρχικά καθολικής αποδοχής στη Ουάσιγκτον, πρόκειται να επισκεφθεί τη Ουάσιγκτον στις 22 Ιουλίου, ενώ κατά τον Ερντογάν εκκρεμεί και επίσκεψη του Τραμπ στην Άγκυρα εντός του μηνός.
Πρόκειται για μια προσπάθεια αποκλεισμού της Ισλαμικής Δημοκρατίας τόσο από τα ανατολικά όσο και από τα δυτικά σύνορά της, καθώς η τακτική της άσκησης “μέγιστης πίεσης” στο Ιράν προϋποθέτει την εξάλειψη των ρωγμών που λ.χ. επί του Μπαράκ Ομπάμα επέτρεπαν στην Άγκυρα να παρακάμπτει τις τότε κυρώσεις εναντίον της Τεχεράνης με το διαβόητο σχήμα “χρυσός έναντι πετρελαίου”.
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα τουρκικά λιμάνια έχουν πάψει πλέον να εξυπηρετούν τη διακίνηση ιρανικού πετρελαίου, σε πλήρη συμμόρφωση προς τις νέες αυστηρότερες αμερικανικές κυρώσεις εναντίον της Ισλαμικής Δημοκρατίας.
Η προαναγγελθείσα νέα συνάντηση κορυφής των Βλαντίμιρ Πούτιν, Ταγίπ Ερντογάν και Χασάν Ροχανί τον Αύγουστο επί τουρκικού εδάφους, στο πλαίσιο της “πρωτοβουλίας της Αστάνα” δείχνει την αντιφατικότητα μιας κατάστασης όπου όλα ακόμη είναι ανοικτά. Δείχνει όμως και το εύρος που έχει η ατζέντα (εμφανής και αφανής) της τουρκο-αμερικανικής διαπραγμάτευσης, πέρα από το ζήτημα των S-400.
Υπενθυμίζεται ότι η προσπάθεια της Τουρκίας να παίξει το χαρτί της εξοπλιστικής αυτονομίας έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά, με την ατυχήσασα προσπάθεια προμήθειας κινεζικών αντιαεροπορικών στις αρχές της δεκαετίας.
Αλλά στην εξίσωση θα πρέπει επίσης να προστεθούν τα άγχη που γεννά στην Άγκυρα η κατάσταση στον ανταρτοκρατούμενο θύλακα της Ίντλιμπ στη βορειοδυτική Συρία, όπου οι δυνάμεις της Δαμασκού και της Μόσχας προλειαίνουν το έδαφος για μια στρατιωτική εκκαθάριση, με πιθανή παρενέργεια τη δημιουργία νέου προσφυγικού κύματος. Όπως επίσης και η διακαής επιθυμία των Τούρκων ιθυνόντων να εξασφαλίζουν τη συνεργασία της Ουάσιγκτον στην δημιουργία μιας “ασφαλούς ζώνης” στα σύνορα με την κουρδοκρατούμενη βορειοανατολική Συρία. Εκτός από την προφανή ευαισθησία της Τουρκίας σε ό,τι αφορά το κουρδικό ζήτημα, ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην εσωτερική της πολιτική και κοινωνική ζωή παίζει η επιθυμία μείωσης, μέσω σχεδίων επαναπατρισμού, του αριθμού των φιλοξενούμενων Σύρων προσφύγων.
Με το να παραδέχεται δημοσίως ο Τραμπ ότι οι ΗΠΑ “αδίκησαν” τα προηγούμενα χρόνια τη φίλη Τουρκία προβαίνει σε μια συμβολική οπισθοχώρηση, ώστε ο Ερντογάν να μπορέσει να προχωρήσει στη δική του χωρίς να καταρρακωθεί. Αναγνωρίζει όμως έτσι ο ένοικος του Λευκού Οίκου και μια ουσιαστική αλήθεια: ότι με το να αφήνουν την Τουρκία εκτεθειμένη σε μία επιχείρηση “αλλαγής καθεστώτος” στη Δαμασκό, την οποίοι οι ίδιοι δίστασαν να κλιμακώσουν, οι Αμερικανοί όντως έβλαψαν τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα. Πόσω μάλλον όταν επέλεξαν να επενδύσουν στο σενάριο ενός δεύτερου αυτόνομου Κουρδιστάν. Ο Ερντογάν δεν ξεχνά – αλλά και κανένας άλλος στην Άγκυρα.