Τι σημαίνει το διπλωματικό επεισόδιο μεταξύ Λονδίνου και Ουάσιγκτον
Του Κώστα Ράπτη
Η σύνταξη εμπιστευτικών τηλεγραφημάτων των ανά τον κόσμο πρεσβευτών της Βρετανίας προς τα κεντρικά ήταν κάποτε μια ιδιαίτερα καλλιεργημένη τέχνη. Προϋπέθετε υπαινικτική γλώσσα, καλοζυγισμένη επιλογή των επιθέτων, χρήση παραθεμάτων από τους αρχαίους κλασικούς και αναφορές στη γνώμη απλών, καθημερινών ανθρώπων, ώστε ο διπλωμάτης να δίνει προς το υπουργείο του την βεβαιότητα ότι μελετά καλά τη χώρα διαπίστευσής του και δεν κάθεται κλεισμένος σε ένα γραφείο.
Όμως η τέχνη αυτή φαίνεται να έχει πια χαθεί, όπως παρατηρεί ο πεπειραμένος διπλωματικός συντάκτης Μπράιαν Ουίτακερ. Διότι βέβαια δεν αντιστοιχεί σε έναν πληρεξούσιο της Μεγαλειότητάς της να χαρακτηρίζει “ανεπαρκή” τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, να διαπιστώνει ότι αυτός “ακτινοβολεί ανασφάλεια” και “παραγεμίζει τις ομιλίες του με πλαστές στατιστικές” ή να προβλέπει ότι η αμερικανική κυβέρνηση δύσκολα θα γίνει “λιγότερο απρόβλεπτη και δυσλειτουργική” και κινδυνεύει να “πέσει φλεγόμενη”.
Τέτοιους χαρακτηρισμούς περιλάμβαναν όμως τα τηλεγραφήματα που έστελνε την τελευταία διετία προς το Λονδίνο ο Βρετανός πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον σερ Κιμ Ντάροχ και των οποίων καταλλήλως επιλεγμένα αποσπάσματα διέρρευσαν στην βρετανική ταμπλόιντ εφημερίδα Mail on Sunday το περασμένο Σαββατοκύριακο.
Βέβαια, ο ίδιος ο Ντάροχ κάθε άλλο παρά αποτελεί διπλωμάτη παλαιάς κοπής. Σύμφωνα με τον άλλοτε συνάδελφό του και νυν μπλόγκερ Κρέιγκ Μάρεϊ, αποτελεί άνθρωπο που αναρριχήθηκε επί των ημερών του Τόνι Μπλερ και διακρίνεται από το “μάτσο” ύφος που καλλιεργούσε ο τότε διευθυντής επικοινωνίας της Ντάουνινγκ Στριτ, Άλαστερ Κάμπελ. Οι δε επικρίσεις του, στα επίμαχα τηλεγραφήματα, για τον τρόμο που προκαλεί στον Τραμπ η αντίδραση της αμερικανικής κοινής γνώμης σε ενδεχόμενη στρατιωτική περιπέτεια στο Ιράν δείχνουν έναν διπλωμάτη προσηλωμένο στο νεοσυντηρητικό, επεμβατικό πνεύμα της εποχής του πολέμου στο Ιράκ.
Κατά τον Μάρεϊ, με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό των παραληπτών των διπλωματικών τηλεγραφημάτων τέτοιου τύπου, ο εντοπισμός της πηγής της διαρροής είναι πρακτικά αδύνατος. Ο ίδιος υποστηρίζει πως η απλούστερη ερμηνεία είναι και η πιθανότερη: ότι δηλ. ο Ντάροχ είχε δημιουργήσει μεταξύ των συναδέλφων του τόσες αντιπάθειες, που κάποιος μπήκε στον πειρασμό να τον θέσει εκτός της πρεσβείας της Ουάσιγκτον.
Όποιος και αν ήταν, τα κατάφερε. Μετά από μερικά 24ωρα αμήχανης αντιπαράθεσης, όπου η μεν πρωθυπουργός Τερέζα Μέι και ο υπουργός Εξωτερικών (και διεκδικητής της πρωθυπουργίας) Τζέρεμι Χαντ υπερασπίζονταν τον πρεσβευτή, διευκρινίζοντας παράλληλα ότι οι προσωπικές του απόψεις δεν απηχούν τις κυβερνητικές θέσεις, ενώ ο ευρισκόμενος στις ΗΠΑ υπουργός Εμπορίου Λίαμ Φοξ υπέβαλλε τη συγγνώμη του στην Ιβάνκα Τραμπ, ο Ντάροχ παραιτήθηκε.
Είχε μεσολαβήσει βέβαια η προσωπική αντίδραση του ίδιου του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έπραξε ακριβώς ό,τι αναμενόταν από αυτόν, εξαπολύοντας από τη Δευτέρα ορυμαγδό αναρτήσεων στο Twitter όπου μεταξύ άλλων χαρακτήριζε τον Ντάροχ “ηλίθιο” και κατόπιν γνωστοποιούσε τη διακοπή των επίσημων επαφών μαζί του.
Κυρίως όμως μεσολάβησε το ντιμπέιτ των διεκδικητών της ηγεσίας των Συντηρητικών το βράδυ της Τρίτης, όπου ο προεξοφλούμενος ως νικητής Μπόρις Τζόνσον απέφυγε να υπερασπισθεί τον Ντάροχ, γεγονός για το οποίο έκτοτε επικρίνεται έντονα.
Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, στοιχείο της ιστορίας είναι το πώς αυτή διεπλάκη με το ζήτημα του Brexit. Τόσο η Mail on Sunday όσο και η υπεύθυνη για το συγκεκριμένο δημοσίευμα δημοσιογράφος είναι γνωστό ότι στηρίζουν την έξοδο της Βρετανίας από την Ε.Ε., με ή χωρίς συμφωνίας, όπως άλλωστε και ο Μπόρις Τζόνσον.
Ο ίδιος ο Τραμπ γρήγορα μετέθεσε τη συζήτηση από το πρόσωπο του Ντάροχ στην “ανικανότητα” της απερχόμενης πρωθυπουργού Τερέζα Μέι, η οποία δεν εισάκουσε, όπως είπε, τις δικές του συστάσεις για τον χειρισμό του Brexit. Αν η πιπεράτη γλώσσα ενός διπλωμάτη σε απόρρητα τηλεγραφήματα σκανδαλίζει, η δημόσια αντιπαράθεση ενός αρχηγού κράτους προς την ηγέτιδα ενός σύμμαχου έθνους βρίσκεται πέρα από κάθε καθιερωμένη ως τώρα διεθνή πρακτική.
Στη Βρετανία κυκλοφορεί ευρέως ότι το κίνητρο της στοχοποίησης του Ντάροχ ήταν το να δοθεί στον Τζόνσον ως αυριανό πρωθυπουργό η δυνατότητα να αποστείλει στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον κάποιο πρόσωπο αρεστό στον Τραμπ που θα βοηθούσε στην επανεκκίνηση της αμερικανοβρετανικής “ειδικής σχέσης”. Το ότι ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος έχει στο παρελθόν χαρακτηρίσει ως καταλληλότερο για την θέση τον επικεφαλής του κόμματος του Brexit Νάιτζελ Φάρατζ κάνει το εν λόγω σενάριο ακόμη πιο ενδιαφέρον. Πόσω μάλλον που ο Τζόνσον πιθανότατα θα επιχειρήσει να νομιμοποιηθεί πολιτικά με πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, όπου θα είναι κρίσιμη η ανοικτή ή συγκαλυμμένη σύμπραξη των Συντηρητικών με το κόμμα του Brexit.
Η παραίτηση του Ντάροχ βάζει την Μέι στον πειρασμό να ορίσει αυτή τον αντικαταστάτη του λίγο πριν από την αποχώρησή της, ώστε να αποτρέψει ακριβώς τέτοιες εξελίξεις.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που κυρίως αναδεικνύει η υπόθεση είναι το άγχος της βρετανικής πλευράς για την “ειδική σχέση” με τη Ουάσιγκτον μετά το Brexit. Η πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ θα έτειναν απροϋπόθετα χείρα βοηθείας προς τους Βρετανούς “εξαδέλφους” δεν επιβεβαιώνεται. Περισσότερο δείχνει να δικαιώνεται ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος έγκαιρα είχε προβλέψει ότι εκτός της Ε.Ε. η Βρετανία θα μετατραπεί σε “υποτελή” της Αμερικής, καθώς θα ανατραπούν οι ισορροπίες που μέχρι τώρα της χάριζαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.