Θέατρο πολέμου ξανά ο Περσικός – Γιατί άνοιξαν μέτωπο ΗΠΑ και Βρετανία με το Ιράν
Η ένταση στον Περσικό κόλπο, με αφορμή τις συλλήψεις βρετανικών συμφερόντων δεξαμενοπλοίων αποτελεί μια ακόμη στιγμή σε μια κλιμακούμενη γεωπολιτική αντιπαράθεση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Περσικός Κόλπος γίνεται το επίκεντρο μιας τόσο μεγάλης έντασης. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι είναι ένα σημείο που σχετίζεται με την παραγωγή και μεταφορά ενός πολύ μεγάλου μέρους της παγκόσμιας παραγωγής υδρογονανθράκων. Το γεγονός ότι το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου και το 20% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου περνάει από εκεί το καθιστά ένα αρκούντως στρατηγικό σημείο.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι τυχόν διαταραχή της ομαλής και συνεχούς ροής πετρελαίου και υγροποιημένου φυσικού αερίου από αυτό το σημείο δεν θα οδηγήσει μόνο σε αύξηση της τιμής του πετρελαίου, αλλά και σε μια συνολικότερη αναστάτωση στην παγκόσμια οικονομία, όχι μόνο επειδή θα αυξηθεί η τιμή ενός σημαντικού προϊόντος που ρυθμίζει και το συνολικό κόστος παραγωγής, αλλά και επειδή θα επηρεαστεί η μεγάλη αγορά των χρηματιστικών παραγωγών, ένα μέρος των οποίων έχει να κάνει με την αγορά των καυσίμων.
Το Ιράν πέραν του να είναι το ίδιο μια πετρελαιοπαραγωγός χώρα, είναι και μια δύναμη που έχει τη δυνατότητα να ελέγξει τα Στενά και άρα και τις ροές και ταυτόχρονα είναι μια δύναμη που βρίσκεται στο στόχαστρο των ΗΠΑ και της συνολικότερης στρατηγικής τους. Σε αυτό το φόντο τα όσα έγιναν σε σχέση με τα βρετανικών συμφερόντων δεξαμενόπλοια αποτελούν κατά κάποιο τρόπο και προειδοποιητικές ή αναγνωριστικές κινήσεις για πιθανές μελλοντικές εξελίξεις.
Το πραγματικό επίδικο της αντιπαράθεσης ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν
Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ιράν έχει σημαντικό ιστορικό και πολιτικό βάθος, με αφετηρία ήδη την εποχή που η Ισλαμική Επανάσταση σήμαινε ότι οι ΗΠΑ στερήθηκαν έναν πολύτιμο σύμμαχο στην περιοχή.
Για τις ΗΠΑ το Ιράν είναι κατά βάση το είδος των περιφερειακών δυνάμεων με αυτόνομο ρόλο που δεν θέλουν να έχει την ισχύ να απειλεί σχεδιασμούς τους. Αυτό δεν αφορά μόνο το ενδεχόμενο να αποκτούσε πυρηνικά όπλα, κάτι που όπως έδειξε και η ιστορία της Βόρειας Κορέας, θέτει μια χώρα έξω από τα περιθώρια μιας άμεσης παρέμβασης, αλλά και το συνολικότερο ρόλο του στην περιοχή.
Το Ιράν σήμερα είναι μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη, που έχει ισχυρή επιρροή στο Ιράκ, στο Λίβανο αλλά και στη Συρία, που στηρίζει τους αντάρτες στην Υεμένη και ταυτόχρονα αντιμετωπίζεται ως απειλή από τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ, τις δύο χώρες που αποτελούν τους πιο στενούς συμμάχους των ΗΠΑ στην περιοχή.
Την προτίμησή τους για «αλλαγή καθεστώτος» οι ΗΠΑ την είχαν δείξει από καιρό, όμως αυτό έχει αποδειχτεί αρκετά δύσκολο. Το καθεστώς της «ισλαμικής δημοκρατίας», μπορεί να μην περιλαμβάνει όλες τις πτυχές μιας τυπικής δημοκρατίας, όμως έχει εκλογές, επιτρέπει διαφορετικές απόψεις, αιτήματα και δυναμικές της κοινωνίας άμεσα ή έμμεσα διαμεσολαβούνται και διαμορφώνει το πεδίο ώστε η κυβέρνηση να έχει νομιμοποίηση. Δεν είναι δηλαδή μια τυπική δικτατορία στην οποία θα μπορούσε να μεθοδευτεί κάποιου είδους μεγάλη ανατροπή. Έπειτα, είναι μια αρκετά μεγάλη χώρα με συγκροτημένους κρατικούς θεσμούς και ένοπλες δυνάμεις μάχιμες και με μεγάλη εμπειρία από πολεμικές συγκρούσεις.
Ευελιξία
Η ίδια η ιρανική ηγεσία θα επιδείξει μια ορισμένη ευελιξία τα προηγούμενα χρόνια, θεωρώντας ότι θα μπορούσε να δεχτεί την εποπτεία ως προς το πυρηνικό της πρόγραμμα με αντάλλαγμα την άρση των κυρώσεων και την είσοδό της στη διεθνή αγορά. Άλλωστε, αυτό ήταν καλοδεχούμενο από διάφορες πλευρές και σε σχέση με τη συμμετοχή των ιρανικών αποθεμάτων στις παγκόσμιες ροές ενέργειας και σε σχέση με τις δυνατότητες επένδυσης στο ίδιο το Ιράν.
Αυτό φυσικά δεν σήμαινε ότι το Ιράν δεν σταμάτησε να διεκδικεί ρόλο στα ευρύτερα πράγματα της Μέσης Ανατολής. Η συγκυρία του πολέμου στη Συρία και ο καθοριστικός ρόλος ιρανικών και φιλοϊρανικών δυνάμεων (όπως η Χεζμπολάχ) στην αντιμετώπιση του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και τη Συρία αναβάθμισε τη θέση του Ιράν και του «άξονα της αντίστασης». Την ίδια στιγμή η στήριξη στους αντάρτες Χούθι στην Υεμένη σήμαινε ότι μπορούσε να φθείρει τη Σαουδική Αραβία, μια δύναμη με την οποία βρίσκεται σε μια διαρκή σύγκρουση. Προσθέστε σε αυτά και την παραδοσιακά επιθετική ρητορική του Ιράν απέναντι στο Ισραήλ και διαμορφώνεται η εικόνα μιας δύναμης που διεκδίκησε αναβάθμιση στην περιοχή σε αντιπαράθεση με άλλους σχεδιασμούς.
Όλα αυτά μπορούν να εξηγήσουν την ιδιαίτερη στροφή της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής και την απόφαση εξόδου από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα όπως και όλη την προσπάθεια για επιβολή ξανά κυρώσεων στο Ιράν και συνολικά όπως και μια προσπάθεια απομόνωσης και μεθόδευσης κατάρρευσης.
Βέβαια ο αμερικανικός σχεδιασμός απέχει από το να μπορεί να θεωρηθεί εύκολος. Το Ιράν δεν είναι μια χώρα σε κατάρρευση και οι κυρώσεις δεν είναι δεδομένο ότι θα οδηγήσουν σε «αλλαγή καθεστώτος». Την ίδια στιγμή δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι είναι εφικτή μια υπό αμερικανική ηγεσία επίθεση κατά του Ιράν. Όχι μόνο εξαιτίας της ισχύος που διαθέτουν ακόμη οι ιρανικές ένοπλες δυνάμεις και ειδικά τμήματά τους όπως οι Φρουρού της Επανάστασης, όσο και λόγω της συσπείρωσης της ιρανικής κοινωνίας που θα προκαλέσει τυχόν επίθεση και ενός υπαρκτού αισθήματος πατριωτισμού και αντιαμερικανισμού που καταγράφεται ακόμη.
Η τακτική του Ιράν
Απέναντι στην υπαρκτή αμερικανική επιθετικότητα το Ιράν ακολουθεί μια τακτική που από τη μια επιμένει στη δυνατότητα διπλωματικής λύσης και άρα επιστροφής στην προτεραία κατάσταση ως προς το πυρηνικό πρόγραμμα και από την άλλη δείχνει με κάθε τρόπο ότι μπορεί και αυτό να επιφέρει πλήγματα με κόστος.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει και κινήσεις όπως η ανακοίνωση ότι αυξάνει το ποσοστό εμπλουτισμού του ουρανίου αλλά και κινήσεις όπως η κατάρριψη αμερικανικού drone. Η ιρανική κυβέρνηση δείχνει να θεωρεί ότι μόνο με μια επιθετική στάση που αφήνει περιθώριο για διαπραγματεύσεις αλλά και ταυτόχρονα υπενθυμίζει ότι μπορεί να καταφέρει πλήγματα και έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει αναταράξεις. Ουσιαστικά, απαντά στις αμερικανικές πιέσεις με την απειλή στρατιωτικής κλιμάκωσης στην περιοχή με όρους που θα έχουν ευρύτερο οικονομικό αντίκτυπο για την παγκόσμια οικονομία.
Η βρετανική εμπλοκή
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε τη μονομερή αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, οι υπόλοιπες ήταν επιφυλακτικές χώρες, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν μια επιθετική κίνηση σε ένα ζήτημα όπου θεωρούσαν ότι υπήρξε πρόοδος. Αυτό δεν αφορούσε μόνο την Κίνα και τη Ρωσία αλλά και τις τρεις ευρωπαϊκές χώρες: τη Γαλλία, τη Γερμανία και τη Μεγάλη Βρετανία.
Όμως, η Μεγάλη Βρετανία επέλεξε σταδιακά να μετατοπιστεί προς τις αμερικανικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένης και της τρέχουσας επιθετικότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν η Μεγάλη Βρετανία που πήρε την πρωτοβουλία να συλλάβει στα στενά του Γιβραλτάρ το ιρανικό δεξαμενόπλοιο Grace 1, με το σκεπτικό ότι το πετρέλαιο που μετέφερε προοριζόταν για τη Συρία, κατά παράβαση των κυρώσεων της Ε.Ε. Σε μεγάλο βαθμό η ιρανική κίνηση για τη σύλληψη των δύο δεξαμενοπλοίων μπορεί να θεωρηθεί και απάντηση στη βρετανική κίνηση. Υπενθυμίζουμε ότι το Ιράν θεωρεί παράνομη τη βρετανική ενέργεια καθώς το ίδιο δεν δεσμεύεται από κυρώσεις που έχει επιβάλει η ΕΕ.
Η ένταση στον Κόλπο και οι παράλληλοι δίαυλοι διαπραγμάτευσης
Σε αυτό το φόντο, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να αναβαθμίσουν την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας στην περιοχή, όμως με όρους που συνδυάζονται και με πίεση προς τις άλλες χώρες της Δύσης να ευθυγραμμιστούν με την αμερικανική έξοδο από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα. Πάντως μέχρι τώρα η προσπάθεια αυτή δεν έχει μπορέσει να συναντήσει την ανταπόκριση που θα ήθελαν οι ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα, η θέση των ΗΠΑ παρά την επιθετική ρητορική δεν είναι τόσο εύκολη. Από τη μια θέλουν να ασκήσουν πραγματική πίεση στο Ιράν και θα ήθελαν να έβλεπαν το ρόλο του στην περιοχή πιο περιορισμένο. Από την άλλη γνωρίζουν ότι δεν είναι εύκολο να επιβάλουν «αλλαγή καθεστώτος» με όρους οικονομικών πιέσεων και πολύ δύσκολο να εμπλακούν σε άμεση στρατιωτική άσκηση πίεσης, χωρίς τον κίνδυνο αυτό να έχει μεγάλο κόστος, ξεκινώντας από όλες τις δυνατότητες που έχει το Ιράν να διαταράξει τις ενεργειακές ροές αλλά και να καταφέρει πλήγματα στην ευρύτερη περιοχή.
Δεν είναι παράλογο επομένως ότι γίνεται και προσπάθεια για παράλληλο δίαυλο διαπραγμάτευσης, κάτι που φάνηκε και από τις συζητήσεις που είχε ο γερουσιαστής Ραντ Πολ με τον υπουργό Εξωτερικών του Ιράν Μοχάμεντ Τζαβάντ Ζαρίφ ως προς το πιθανό πλαίσιο μιας συμφωνίας για την άρση των κυρώσεων, συζητήσεις που έχουν και τη συναίνεση από ό,τι φαίνεται και του ίδιου του προέδρου Τραμπ.