Γιατί ο Τζόνσον μπορεί και να πετύχει
Του Κώστα Ράπτη
Ο Μπόρις Τζόνσον διαθέτει ένα ιδιόμορφο πλεονέκτημα. Αναλαμβάνει την εξουσία χωρίς την πίεση να ξεδιπλώσει πρωτοβουλίες. Του αρκεί απλώς να αναμένει τους συνομιλητές και αντιπάλους τους εντός και εκτός συνόρων να κινηθούν αυτοί, προκειμένου να υλοποιήσουν τους δικούς του σχεδιασμούς.
Στο ζήτημα του Brexit βάζει τα όριά του, υποχρεώνοντας τους “27” να αποφασίσουν αν είναι αυτοί που θα προκαλέσουν μια ασύντακτη έξοδο. Όπως το θέτει ο νέος πρωθυπουργός της Βρετανίας, η χώρα θα πάψει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί μέλος της Ε.Ε. στις 31 Οκτωβρίου. Μέχρι τότε είναι ευκταίο να επιτευχθεί συμφωνία – όμως αυτή δεν μπορεί να είναι το σχέδιο που καταψήφισε τρεις φορές η Βουλή των Κοινοτήτων. Προϋπόθεση για την επίτευξη μιας νέας συμφωνίας είναι η εξάλειψη του backstop (της δικλείδας ασφαλείας για τα ιρλανδικά σύνορα), πρώτον διότι αυτή αφορά την έκβαση της επόμενης διαπραγμάτευσης για τη μελλοντική σχέση των δύο πλευρών και δεύτερον διότι κανένα κράτος με εθνική κυριαρχία και αίσθημα αυτοσεβασμού δεν θα μπορούσε να τη δεχτεί.
Εναπόκειται λοιπόν στους “27” να αποφασίσουν αν θα παραμείνουν αμετακίνητοι ή όχι. Πρόκειται για μία κίνηση η οποία μεταθέτει το παιχνίδι από τη διαπραγματευτική ομάδα του Μισέλ Μπαρνιέ στις πολιτικές ηγεσίες των μεγαλύτερων κρατών-μελών και αποβλέπει στη διάρρηξη του μέχρι τώρα ενιαίου μετώπου τους. Για τη Γερμανία, το σκληρό Brexit αποτελεί (σε συνδυασμό με τις κινήσεις εμπορικού πολέμου έναντι της Ε.Ε. που δρομολογεί ο Τραμπ) έναν εφιάλτη που θα πρέπει να αποτραπεί. Για την Γαλλία, πάλι, ένα τέτοιο σκηνικό ρήξης ενδέχεται να λειτουργούσε υπέρ των σχεδίων εμβάθυνσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, υπερνικώντας τις γερμανικές αντιστάσεις.
Η απόφαση πάντως του Τζόνσον να νομοθετήσει μονομερώς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των πολιτών της Ε.Ε. που ζουν στη Βρετανία δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε το blame game να κριθεί εις βάρος των “27”, αποσείοντας την κατηγορία ότι η κυβέρνηση Τζόνσον εμπνέεται από αντανακλαστικά εθνικής περιχαράκωσης.
Το αυτό ισχύει και στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο, όπου ο Βρετανός πρωθυπουργός διακηρύσσει ότι η διεξαγωγή εκλογών δεν αποτελεί προτεραιότητα, μολονότι αποτελεί κοινό μυστικό ότι έχει θέσει το επιτελείο του σε ύψιστη εκλογική ετοιμότητα. Ο ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ έχει κάθε συμφέρον να επιδιώξει την ανάδειξη ενός περισσότερο λειτουργικού κοινοβουλίου, με σαφέστερη πλειοψηφία υπέρ της κυβέρνησης, σε μία φάση κατά την οποία οι Εργατικοί μαστίζονται από στρατηγική αμηχανία και εσωτερικές αντιπαραθέσεις, ενώ οι Φιλελεύθεροι, που μόλις ανέδειξαν νέα ηγεσία, ενισχύονται, διασπώντας τον χώρο της αντιπολίτευσης.
Μόνο που και σε αυτή την περίπτωση, την ευθύνη της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες θα πρέπει να την πάρουν οι αντίπαλοι του Τζόνσον (εσωκομματικοί και μη), υπερψηφίζοντας είτε την πρόταση μομφής που προτίθενται να καταθέσουν με την επανέναρξη των εργασιών του Κοινοβουλίου οι Εργατικοί, είτε κάποιο νομοθέτημα υπέρ της υποτιθέμενης αποτροπής του σκληρού Brexit.
Η προκήρυξη βουλευτικών εκλογών πριν από την 31η Οκτωβρίου έχει για τον Τζόνσον το πλεονέκτημα ότι του δίνει μεγαλύτερα περιθώρια συμβιβασμού με τους “27” μετά την απομάκρυνση από την κάλπη. Η διεξαγωγή των εκλογών, πάλι, μετά την μοιραία ημερομηνία, εξασφαλίζει τον πλήρη επαναπατρισμό στους Συντηρητικούς των ψηφοφόρων που διέρρευσαν στο μονοθεματικό Κόμμα Brexit του Νάιτζελ Φάρατζ, το οποίο δεν θα έχει λόγο ύπαρξης απέναντι σε μία κυβέρνηση που θα έχει υλοποιήσει “την λαϊκή ετυμηγορία του 2016 για έξοδο από την Ε.Ε.”.
Κανένας από τους σχεδιασμούς, αυτούς, πάντως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει αν ο Τζόνσον απλώς μπλοφάρει και δεν προτίθεται στα σοβαρά να υλοποιήσει, αν χρειαστεί, έξοδο στις 31 Οκτωβρίου, ακόμη και χωρίς συμφωνία. Το προηγούμενο της ελληνικής διαπραγμάτευσης του 2015 δείχνει τι κατάληξη έχουν τέτοιου είδους μπλόφες. Όπως άλλωστε και το παράδειγμα της Τερέζα Μέι η οποία έχασε την ευκαιρία να επιτύχει μία συμφωνία, ακριβώς επειδή δεν φρόντισε να επισείσει πειστικά, προς τα μέσα και προς το έξω, την απειλή του σκληρού Brexir, αλλά παγιδεύτηκε σε ένα παιχνίδι παρατάσεων και κοινοβουλευτικών ελιγμών.
Το τρίτο μέτωπο στο οποίο ο Μπόρις Τζόνσον εργάζεται για να στερεώσει την εξουσία του είναι, όπως έδειξε και η ομιλία του στο Μάντσεστερ, αυτό της εσωτερικής πολιτικής, με εξαγγελίες που ζωγραφίζουν αισιόδοξα το μέλλον της χώρας μετά και πέρα από το Brexit – κυρίως δε το τέλος της περιοριστικής δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής. Αποκαλώντας το δημοψήφισμα του 2015 μια ψήφο “όχι μόνο ενάντια στην Ε.Ε., αλλά ενάντια στο Λονδίνο” ο Βρετανός πρωθυπουργός απευθύνεται στην παραμελημένη βαθιά Αγγλία αποφασισμένος να “κλέψει” από τους Εργατικούς, τόσο τις έδρες της, όσο και το αφήγημα της καταγγελίας της λιτότητας.