Τι φοβάται το Πεκίνο στο Χονγκ Κονγκ
Του Κώστα Ράπτη
Ένα νέο μέτωπο στην αμερικανο-κινεζική αντιπαράθεση προστέθηκε αφότου η εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας διέκρινε το “μαύρο χέρι” των ΗΠΑ πίσω από τις διαδηλώσεις που συγκλονίζουν τις τελευταίες εβδομάδες το Χονγκ Κονγκ, καλώντας τους Αμερικανούς αξιωματούχους να εξηγήσουν στον κόσμο τον ρόλο που παίζουν στην πρώην βρετανική αποικία.
Οι δηλώσεις αυτές της Hua Chunying την Τρίτη αποτελούν την εξειδίκευση των αόριστων κατηγοριών περί δυτικής εμπλοκής που είχε ήδη εκτοξεύσει ο πολιτικός της προϊστάμενος Wang Yi, αλλά και την απάντηση προς όσα είχε ανακοινώσει την προηγουμένη το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, χαρακτηρίζοντας “ιδιαίτερα ανησυχητικές” τις επιθέσεις εναντίον διαδηλωτών στο Χονγκ Κονγκ.
Η πολιτική αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ, η οποία ξεκίνησε με αφορμή το νομοσχέδιο για την έκδοση υπόπτων στην ηπειρωτική Κίνα, απέκτησε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά την περασμένη Κυριακή όταν αφενός οι διαδηλωτές επιτέθηκαν στο Γραφείο Συνδέσμου της Κίνας στην καρδιά της μεγαλούπολης και αφετέρου δεκάδες λευκοντυμένοι μασκοφόροι ξυλοφόρτωσαν όποιον συναντούσαν μπροστά τους στο προάστιο του Yuen Long, κοντά στα σύνορα, οδηγώντας 45 ανθρώπους στο νοσοκομείο.
Οι βανδαλισμοί στο Γραφείο Συνδέσμου προκάλεσαν έξαρση των εθνικιστικών αντανακλαστικών στον (αυστηρά ελεγχόμενο) κινεζικό κυβερνοχώρο, με πολλαπλασιασμό των εκκλήσεων για επέμβαση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, ο οποίος άλλωστε, βάσει του οιονεί συντάγματος του Χονγκ Κονγκ έχει το δικαίωμα να συνδράμει τις τοπικές αρχές στη διαφύλαξη της τάξης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Οι λευκοντυμένοι μασκοφόροι, πάλι, για τους οποίους εκφράζονται εικασίες ότι συνδέονται με τις “τριάδες” του οργανωμένου εγκλήματος που ανθεί κοντά στα σύνορα, γεννούν φόβους για την ενεργοποίηση (αυτοβούλως ή με ενθάρρυνση του Πεκίνου) αντισυμβατικών “όπλων” για την τρομοκράτηση του πληθυσμού.
Σύμφωνα με τον έμπειρο Ιταλό σινολόγο Φραντσέσκο Σίσι, η κατάσταση οδηγείται σε οριακό σημείο, καθώς η αναταραχή οδηγεί ήδη σε φυγή κεφαλαίων αλλά και επενδυτών αυτοπροσώπως από το Χονγκ Κονγκ (με κατεύθυνση συνήθως τη Σιγκαπούρη).
Κατά τον ίδιο, τυχόν ένοπλη επέμβαση της Κίνας θα συνιστούσε βαρύτατο αυτοτραυματισμό, καθώς θα εξανέμιζε την εμπιστοσύνη των αγορών και θα υπονόμευε τον ρόλο του Χονγκ Κονγκ ως “βαλβίδας ασφαλείας” για τις διεθνείς συναλλαγές του κατά τα άλλα κλειστού κινεζικού οικονομικού συστήματος. Το πλεονέκτημα του ειδικού καθεστώτος του Χονγκ Κονγκ συνίσταται ακριβώς στο ότι μπορεί να προσφέρει στον επιχειρηματικό κόσμο ένα περιβάλλον όμοιο με αυτό λ.χ. του Λονδίνου ή της Νέας Υόρκης.
Το γεγονός ότι το 2047 λήγει η πεντηκονταετής μεταβατική περίοδος από την απόδοση του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα, κατά την οποία το Πεκίνο δεσμεύθηκε να διατηρήσει το οικονομικό σύστημα και τον καθιερωμένο τρόπο ζωής της πρώην βρετανικής αποικίας, προφανώς βαραίνει στη συνείδηση των νεώτερων διαδηλωτών. Υπάρχουν όμως και αμεσότερες προκλήσεις.
Σε αντίθεση με την ηπειρωτική Κίνα, όπου ο πληθυσμός έχει πραγματικές ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής αναβάθμισης, με αποτέλεσμα να επικρατεί πολιτική σταθερότητα, το Χονγκ Κονγκ είναι μια ανεπτυγμένη περιοχή, με κόστος εργασίας δυτικού τύπου, αλλά χωρίς τις αντίστοιχες θεσμικές δυνατότητες έκφρασης της λαϊκής δυσαρέσκειας και ελέγχου των κυβερνώντων. Οι κάτοικοι συνεπώς δεν έχουν να ελπίζουν σε πολλά: ούτε σε βελτίωση της κατάστασής τους (αντιθέτως η ανισότητα και η διαφθορά είναι πανταχού παρούσες), ούτε σε κάποια αλλαγή δια της ψήφου. Χαρακτηριστικά, το “Κίνημα της Ομπρέλας” του 2014 που ζητούσε ακριβώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις απέτυχε, ενώ οι “παραγωγικοί φορείς” που αναδεικνύουν το ήμισυ του τοπικού κοινοβουλίου, θέτουν πάντα ως πρώτη προτεραιότητά τους την διατήρηση της εύνοιας του Πεκίνου.
Με άλλα λόγια, η κρίση του Χονγκ Κονγκ είναι για την Κίνα μια εικόνα από το μέλλον, εικονογραφώντας το δίλημμα ανάμεσα σε μια σκληρή καταστολή που θα έφερνε και οικονομική υποβάθμιση ή μιαν υποχώρηση στις πολιτικές διεκδικήσεις των διαδηλωτών που δημιουργεί προηγούμενο και για την ηπειρωτική χώρα.
Στις διεθνείς διαστάσεις του προβλήματος θα πρέπει να υπογραμμισθούν και οι περιπλοκές που ενδεχομένως προκύπτουν για την Βρετανία, η οποία θα πιεσθεί, λόγω και των δεσμών της με την περιοχή, να υπερασπισθεί την ιδιαιτερότητα του Χονγκ Κονγκ. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα είναι εύκολο για τη χώρα του Μπόρις Τζόνσον, η οποία, ενώπιον του Brexit, επιθυμεί διακαώς να αναδειχθεί σε προνομιακό εταίρο του Πεκίνου στην ευρωπαϊκή ήπειρο.