07/10/2024

Ώρα για την ΕΕ να εστιάσει ξανά στο Κοσσυφοπέδιο και στην περιοχή

Του Andreas Wittkowsky
Carnegie Europe 

Τα μπισκότα Bambi Plazma έχουν εξαφανιστεί από τα ράφια των καταστημάτων του Κοσσυφοπεδίου.

Η ζήτηση των Κοσοβάρων για τα περίφημα μπισκότα (σαβουαγιάρ) που παράγονται στη Σερβία, δεν εξαφανίστηκε στα σκοτεινά χρόνια της κυριαρχίας του Slobodan Milosevic, στους βομβαρδισμούς των ΗΠΑ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας το 1999 ή ακόμη και στη διάρκεια της διαφωνίας για την ανεξαρτησία του Κοσσυφοπεδίου.

Εάν τα μπισκότα δεν είναι διαθέσιμα σήμερα, αυτό αποτελεί ένδειξη του πόσο βαθιά είναι η κόντρα αυτή τη στιγμή μεταξύ της Πρίστινα και του Βελιγραδίου.

Πριν από ένα χρόνο, ο Hashim Thaci και ο Aleksandar Vucic, οι πρόεδροι του Κοσσυφοπεδίου και της Σερβίας αντιστοίχως, πρότειναν να “διορθώσουν” τα κοινά τους σύνορα. Αυτό που πραγματικά σήμαινε, ήταν μια ανταλλαγή γης. Αποδείχθηκε ότι ήταν εξαιρετικά αντί-δημοφιλές, τόσο στο Κοσσυφοπέδιο όσο και στη Σερβία, αν και για διαφορετικούς λόγους.

Στο Κοσσυφοπέδιο, το σχέδιο αντιμετωπίστηκε με έντονη αντίσταση από τον τότε πρωθυπουργό Ramush Haradinaj. Σε μια προσπάθεια να τορπιλίσει μια μελλοντική συμφωνία μεταξύ των προέδρων, η κυβέρνησή του εισήγαγε έναν φόρο εισαγωγής 100% των αγαθών από τη Σερβία. Αυτός ο απαγορευτικός φόρος έπληξε σοβαρά τους Σέρβους εξαγωγείς στο Κοσσυφοπέδιο, καθώς κατείχαν ακόμη μεγάλο μερίδιο της αγοράς. Επίσης δηλητηρίασε την πολιτική ρητορική μεταξύ των δύο χωρών.

Ως αντάλλαγμα, η Σερβία επίσπευσε την εκστρατεία της να μπλοκάρει την ένταξη του Κοσσυφοπεδίου σε διεθνή θεσμικά όργανα, ασκώντας πιέσεις σε τρίτες χώρες να ανατρέψουν την αναγνώριση του Κοσσυφοπεδίου.

Στο μεταξύ, ο Haradinaj απροσδόκητα εκλήθη στη Χάγη τον Ιούλιο για να ερωτηθεί σχετικά με εγκλήματα πολέμου. Καθώς οι περισσότεροι Κοσσοβάροι εξέλαβαν αυτή την κίνηση ως πολιτικά υποκινούμενη από την αντίστασή του στην προτεινόμενη ανταλλαγή γης, ο πρωθυπουργός είδε μια πολιτική ευκαιρία και παραιτήθηκε, ποντάροντας σε πρόωρες εκλογές -οι οποίες έκτοτε έχουν επιβεβαιωθεί για τις 6 Οκτωβρίου.

Αλλά οι ευρείες προσδοκίες στην Πρίστινα είναι πως ο διάλογος για την ανταλλαγή γης δεν έχει τελειώσει ακόμη, και αυτό δεν αποτελεί καλά νέα για τους περισσότερους Κοσσοβάρους.

Εάν τα πράγματα έχουν φτάσει τόσο μακριά, είναι εξαιτίας των αυξημένων αντιφατικών διεθνών σημάτων.

Δεύτερον, η πρόταση ταρακούνησε όλη την περιοχή. Οι πολιτικοί στη γειτονιά, αλλά επίσης στις δύο μεγαλύτερες χώρες προς τα ανατολικά, την Κίνα και τη Ρωσία, παρακολουθούν τις εξελίξεις με μεγάλο ενδιαφέρον. Η επαναχάραξη συνόρων ρισκάρει ένα ντόμινο-effect όχι μόνο στην περιοχή, αλλά ενδεχομένως και πέραν αυτής.

Τρίτον, η στροφή της αμερικανικής πολιτικής δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια ένδειξη ισχύος. Αντιθέτως: είναι απίθανο να φέρει τις ΗΠΑ πιο κοντά στο Βελιγράδι ή στην Πρίστινα.

Σε ό,τι αφορά στην ΕΕ, η αξιοπιστία ως βασικός παράγοντας για την ειρήνη και την σταθερότητα στην περιοχή, έχει επίσης υποστεί σοβαρό πλήγμα. Η απερχόμενη επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Federica Mogherini, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι μια ανταλλαγή γης θα μπορούσε να γίνει δεκτή, ως εκ τούτου εγκαταλείποντας το σύνθημα των δύο προηγούμενων δεκαετιών, ότι ιο αλλαγές συνόρων δεν ήταν στα χαρτιά.

Επιπλέον, ήδη το 2018 η Κομισιόν επιβεβαίωσε ότι το Κοσσυφοπέδιο είχε εκπληρώσει τις προϋποθέσεις για την απόκτηση δικαιώματος ταξιδιού χωρίς βίζα. Ωστόσο, τα κράτη-μέλη δεν το εφάρμοσαν. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επίσης απέφυγε να ξεκινήσει τις προβλεπόμενες ενταξιακές συνομιλίες με τη Βόρεια Μακεδονία, παρά το ότι η χώρα έχει περάσει μια επίπονη διαδικασία για δεκαετίες, για να έλθει σε συμφωνία με την Ελλάδα και τελικά να αλλάξει το συνταγματικό της όνομα.

Τα επιχειρήματα των σκεπτικιστών της διεύρυνσης έχουν βάση: η ΕΕ πρέπει να υποβληθεί σε ουσιαστικές εσωτερικές αλλαγές προτού δεχθεί νέα μέλη, έτσι ώστε να μπορούν αυτά να συμβάλλουν σε μια ενισχυμένη παρά σε μια αποδυναμωμένη ένωση.

Αλλά μια απλή αναστολή της ατζέντας της Θεσσαλονίκης για τα Δυτικά Βαλκάνια και το να μην τηρούνται οι δεσμεύσεις απέναντι στην ΕΕ, είναι εγκληματικό. Θα καταστρέψει σημαντικά την εξωτερική πολιτική της ΕΕ με αρνητικές συνέπειες για το μέλλον.

Στις 13 Αυγούστου, σε μια σπάνια επίδειξη ενότητας αυτές τις ημέρες, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία (επίσης γνωστή η ομάδα ως Quint), εξέδωσαν ένα κοινό ανακοινωθέν, δηλώνοντας τη στήριξή τους για την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Κοσσυφοπεδίου και Σερβίας μέσω “μια συνολικής, πολιτικά βιώσιμης και νομικά δεσμευτικής συμφωνίας, που συμβάλλει στην περιφερειακή σταθερότητα”.

Η Quint κάλεσε και τις δύο χώρες να συμμετάσχουν εκ νέου στον διάλογο που διαμεσολαβεί η ΕΕ μεταξύ τους, και ο οποίος παρέμεινε αδρανής για σχεδόν δύο χρόνια. Η Πρίστινα πρόκειται να εγκαταλείψει τους δασμούς 100%, το Βελιγράδι την εκστρατεία του κατά της αναγνώρισης.

Δεδομένου ότι το Κοσσυφοπέδιο οδεύει προς εκλογές τον Οκτώβριο, και η Σερβία όχι αργότερα από τον Απρίλιο του 2020, μια γρήγορη επιδιόρθωση των σχέσεων είναι υπερβολικά αισιόδοξη. Αλλά η αναγεννημένη υποστήριξη της Quint είναι ασφαλώς κάτι που μπορεί να χρησιμοποιήσει ως βάση.

Με έναν νέο επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ να αναλαμβάνει σύντομα, είναι η κατάλληλη ώρα να αναθεωρηθεί η μορφή του διαλόγου. Μέχρι στιγμής, έχει ακολουθήσει τη λογική μιας αποσπασματικής προσέγγισης στην οποία οι πλευρές συμφωνούσαν σε συγκεκριμένα θέματα, αφήνοντας το ζήτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης ανοιχτό μέχρι το τέλος. Αρκετοί διεθνείς παρατηρητές προτείνουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να διορίσει έναν ειδικό απεσταλμένο για τη στήριξη του διαλόγου.

Το πιο σημαντικό, αυτό που χρειάζεσαι είναι μια πολύ συγκεκριμένη εστίαση και πολιτική στήριξη για την επιθυμητή συμφωνία.

Η ΕΕ επίσης χρειάζεται να ανακτήσει τη χαμένη της αξιοπιστία δείχνοντας ότι τα μέσα της ήπιας δύναμης, είναι ακόμη εκεί. συγκεκριμένα, αυτό είναι η απελευθέρωση της βίζας για το Κοσσυφοπέδιο και η έναρξη των συνομιλιών ένταξης με τη Βόρεια Μακεδονία.

Καθώς η θέση της ΕΕ παραμένει αναπόφευκτα αποδυναμωμένη από το γεγονός ότι πέντε από τα μέλη της έχουν αναγνωρίσει το Κοσσυφοπέδιο, η εξωτερική πολιτική στήριξη για τον διάλογο παραμένει κρίσιμη.

Εν ολίγοις, η ΕΕ και οι ΗΠΑ θα πρέπει να δώσουν έμφαση στο κοινό τους συμφέρον να φέρουν τον διάλογο σε μια επιτυχημένη κατάληξη, προστατεύοντας παράλληλα τα σημερινά σύνορα στα Δυτικά Βαλκάνια.

Είναι ζήτημα περιφερειακής σταθερότητας, και ένα ζήτημα διατλαντικής συνάφειας.

ΠΗΓΗ:Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024