29/03/2024

Από τους εμπορικούς πολέμους στην ύφεση και τη χρηματιστηριακή αναταραχή

Του Κώστα Ράπτη

Οι απλοί πολίτες ξέρουν καλύτερα: στις αναζητήσεις του Google η λέξη για την οποία όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα ζητούν να μάθουν περισσότερα οι Αμερικανοί πολίτες είναι η “ύφεση” (recession).

Οι εμπορικοί πόλεμοι τους οποίους δρομολόγησε ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργούν ως καταλύτης για την απελευθέρωση υφεσιακών τάσεων που συσσωρεύονταν εδώ και καιρό, με αποτέλεσμα το διεθνές οικονομικό τοπίο να σκιάζεται από απειλές που νόμιζε ότι είχε αφήσει πίσω του εδώ και δέκα χρόνια.

Τα σημάδια πολλαπλασιάζονται. Αφότου, στη σκιά της Συνόδου της G20, η Κίνα ανακοίνωσε την επιβολή νέων δασμών σε αμερικανικά προϊόντα, για να λάβει την αντίστοιχη απάντηση από τον Ντόναλντ Τραμπ, οι προσδοκίες για τερματισμό της αντιπαράθεσης στο άμεσο μέλλον εξανεμίστηκαν.

Η JPMorgan Chase υπολογίζει το κόστος του εμπορικού πολέμου για το μέσο αμερικανικό νοικοκυριό σε 1.000 δολάρια ετησίως. Την ίδια στιγμή η καταναλωτική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ διαμορφώνεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 7 ετών, ενώ και οι επενδυτές έχουν αναστατωθεί με την αντιστροφή των επιτοκίων βραχυπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων ομολόγων, που έχει αποτελέσει αψευδή προάγγελο κάθε οικονομικής ύφεσης μεταπολεμικά.

Ασθενής μεταποίηση

Ο αμερικανικός μεταποιητικός τομέας συρρικνώθηκε για πρώτη φορά από τον Σεπτέμβριο του 2009, με τον δείκτη PMI να πέφτει τον Αύγουστο κάτω από το 50, ενώ οι ακαθάριστες ιδιωτικές εγχώριες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 5,5% το δεύτερο τρίμηνο του 2019.

Ομοίως, υποχωρεί ο όγκος μεταφερόμενων αγαθών, αλλά και ο ρυθμός διύλισης πετρελαίου στα αμερικανικά διυλιστήρια.

Η φυγή προς τα ασφαλή καταφύγια είναι εμφανής. Η τιμή του χρυσού αυξήθηκε κατά τουλάχιστον 20% από τον Μάιο.

Η Morgan Stanley εκτιμά ως “υψηλή και ανερχόμενη” την πιθανότητα μιας παγκόσμιας ύφεσης. Ο όγκος του διεθνούς εμπορίου εμφανιζόταν μειωμένος κατά 1,4% τον Ιούνιο σε ετήσια βάση, ενώ συνολικά από τον Οκτώβριο του 2018 έχει υποχωρήσει κατά 3,5%.

Παράλληλα, η γερμανική οικονομία αναμένεται, σύμφωνα και με τις εκτιμήσεις της Deutsche Bank, να καταγράψει δεύτερο κατά σειρά τρίμηνο συρρίκνωσης, εισερχόμενη και τεχνικά σε ύφεση.

Ο συντονισμός ΗΠΑ, Ευρωζώνης και Ιαπωνίας, με τον δείκτη PMI να διαμορφώνεται παντού κάτω από το 50, είναι ανησυχητικός, ενώ τα στοιχεία νέων παραγγελιών και στις τρεις αυτές περιοχές υποδηλώνουν περαιτέρω επιδείνωση στο άμεσο μέλλον.

Κατά την JPMorgan Chase, ο παγκόσμιος ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να διαμορφωθεί φέτος στο 2,4% – μακριά από την “ταχύτητα διαφυγής” από τις υφεσιακές πιέσεις. Πόσω μάλλον όταν η αύξηση των επενδύσεων διεθνώς περιορίζεται, σύμφωνα με την ίδια πηγή, στο 1%.

Στην κερδοφορία το πρόβλημα

Οι γνωρίζοντες απαλλάσσονται από τις μετοχές τους. Ο γκουρού των αγορών, Ουόρεν Μπάφετ, αποφάσισε να διακρατήσει σε μετρητά 122 δισ. δολάρια του χαρτοφυλακίου του, αντί να τα επενδύσει στο χρηματιστήριο. Ο εμπορικός πόλεμος ετοιμάζεται να μετατραπεί σε χρηματιστηριακή κρίση.

Οι αποδόσεις ανά μετοχή των εταιρειών του δείκτη S&P 500 κινούνται πτωτικά καθ’ όλο το έτος. Οι ίδιες εταιρείες καταγράφουν στο εξάμηνο αύξηση κερδοφορίας κατά μόλις 0,5% και πωλήσεων κατά 4,7% – ήτοι αρνητική και οριακή, αντιστοίχως, σε πραγματικούς όρους, εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός.

Για τις μικρότερες επιχειρήσεις τα πράγματα είναι χειρότερα. Η κερδοφορία έχει μειωθεί κατά 10% (ή κατά 21%, εάν εξαιρέσουμε τον χρηματοπιστωτικό τομέα) και ο τζίρος έχει αυξηθεί κατά μόλις 2,2%.

Σε αντίθεση με όσους θα θεωρούσαν ως πηγή της κακοδαιμονίας την καχεκτική συνολική ζήτηση, αποδεικνύεται ότι τελευταίο στήριγμα της οικονομίας αποδεικνύεται ο Αμερικανός καταναλωτής – τουλάχιστον όσο ο ίδιος διατηρεί πρόσβαση σε φθηνή καταναλωτική πίστωση. Συνεπώς, η λιανική αντέχει, όμως παραγωγικοί τομείς, όπως αυτός των τεχνολογιών, είδαν την κερδοφορία τους να υποχωρεί κατά 6,3%.

Τραμπ και Σι δεν έχουν λόγους να υποχωρήσουν

Είναι σε αυτό το έδαφος της κρίσης κερδοφορίας στη μεταποίηση που το μπρα-ντε-φερ Ουάσιγκτον-Πεκίνου έρχεται να λειτουργήσει καταλυτικά.

Ο νέος γύρος δασμών που ανακοίνωσε η Κίνα αφορά αμερικανικά εισαγόμενα αγαθά συνολικής αξίας 75 δισ. δολαρίων και έρχεται ως απάντηση στους δασμούς που είχε ανακοινώσει ο Ντόναλντ Τραμπ ότι θα ενεργοποιηθούν από 1ης Σεπτεμβρίου. Η ανταπάντηση του ενοίκου του Λευκού Οίκου ήταν η αύξηση των δασμών που έχουν επιβληθεί σε κινεζικά αγαθά αξίας 250 δισ. δολαρίων και η επιβολή νέων δασμών σε εισαγόμενα προϊόντα 350 δισ. δολαρίων.

Υπολογίζεται ότι μετά και το νέο αυτό αμερικανικό πλήγμα η Κίνα θα στερηθεί συνολικά το 0,9% του ΑΕΠ της, ενώ η αντίστοιχη απώλεια για τις ΗΠΑ θα κυμανθεί από 0,25% έως 0,5%. Όμως το κρισιμότερο μέγεθος είναι μη μετρήσιμο: αφορά την παράταση της αβεβαιότητας, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για την καθήλωση των επενδύσεων.

Παρ’ όλα αυτά, κανείς από τους πρωταγωνιστές δεν είναι έτοιμος να πατήσει το φρένο. Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει, βεβαίως, κάθε λόγο να ανησυχεί για την πιθανότητα να κυλήσει το εκλογικό έτος 2020 μέσα στην ύφεση. Όμως, προς το παρόν, περιορίζεται σε μύδρους στο Twitter, κατηγορώντας την Κίνα ότι επενδύει ματαίως σε μια στρατηγική ακύρωσης της επανεκλογής του και καλώντας τις αμερικανικές επιχειρήσεις να εγκαταλείψουν την κινεζική αγορά.

Προέχει η (γεω)πολιτική

Αλλά και το Πεκίνο έχει τους δικούς του λόγους να επιδεικνύει αδιαλλαξία. Τα πολιτικά οφέλη της ανάδειξης ενός εξωτερικού εχθρού, στον οποίο θα αποδοθεί η ευθύνη για όλες τις αναπάντητες εγχώριες προκλήσεις, δεν μπορούν να υποτιμηθούν. Η συγκέντρωση εξουσιών που έχει αποτολμήσει ο Σι Τζινπίνγκ και η εθνικιστική ρητορική του εξυπηρετούνται τα μάλα από ένα κλίμα συσπείρωσης απέναντι στην “αμερικανική αλαζονεία”.

Μάλιστα, ο Κινέζος ηγέτης κάλεσε τους συμπατριώτες του να ετοιμαστούν, τηρουμένων των αναλογιών, για μια νέα “Μεγάλη Πορεία”, ανακαλώντας τον ελιγμό των 4.000 μιλίων που επέτρεψε το 1934-1935 στις δυνάμεις του Μάο Τσετούνγκ να παραμείνουν, παρά τις απώλειες, στο παιχνίδι της ένοπλης διεκδίκησης της εξουσίας.

Ανάμεσα στους οικονομικούς κλυδωνισμούς και την υπεράσπιση των θεμελίων του καθεστώτος, δεν τίθεται για τους Κινέζους ιθύνοντες ερώτημα – ιδίως σε μια συγκυρία όπου, όπως δείχνει και η αναταραχή στο Χονγκ Κονγκ, διακυβεύονται πολλά. Εξού και οι πληροφορίες ότι ήταν το 25μελές Πολιτικό Γραφείο του Κ.Κ. Κίνας που υποχρέωσε τον αρχικά συμβιβαστικό Σι Τζινπίνγκ να σκληρύνει τη στάση του στον εμπορικό πόλεμο.

Σχέδιο αποσύνδεσης

Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος που πολιτεύεται ο Ντόναλντ Τραμπ σπέρνει τη διαίρεση μεταξύ των δυνάμεων της Δύσης, αφήνοντας στο Πεκίνο πολλά περιθώρια για να ελπίζει ότι μπορεί επικερδώς να παρεμβληθεί – αρκεί να φανεί στο διεθνές ακροατήριο αξιόπιστα άτεγκτος εταίρος. Ο “νέος δρόμος του μεταξιού” έχει, άλλωστε, ως κατάληξή του την Ευρώπη, και το παιχνίδι των Κινέζων ιθυνόντων ξεδιπλώνεται με ορίζοντα δεκαετιών.

Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ήδη πέρα από μια εμπορική διαμάχη, η οποία με λίγη καλή θέληση θα μπορούσε να διευθετηθεί μέσω κινήσεων, λ.χ., κλεισίματος της ψαλίδας στο εμπορικό ισοζύγιο. Η αντιπαράθεση αναδεικνύει ολοένα και περισσότερο τα γεωπολιτικά της χαρακτηριστικά και το άγχος των ΗΠΑ να διατηρήσουν την πλανητική πρωτοκαθεδρία τους απέναντι σε έναν ανταγωνιστή ο οποίος αναβαθμίζεται τεχνολογικά και, άρα, στο μέλλον και στρατιωτικά. Η στοχοποίηση του κινεζικού γίγαντα των τηλεπικοινωνιών Huawei το εικονογραφεί αυτό χαρακτηριστικά. Και οι μύδροι του Ντόναλντ Τραμπ στο Twitter δεν αποτελούν παρά την αδέξια έκφραση μιας βαθύτερης στρατηγικής βλέψης: της σταδιακής αποσύνδεσης της αμερικανικής οικονομίας από την κινεζική, ώστε η υφιστάμενη αλληλεξάρτηση να πάψει να αποτελεί εμπόδιο σε ένα σχέδιο “ανάσχεσης” της Κίνας που θα αποδεικνύεται όλο και πιο αναγκαίο.

Οι κεντρικοί τραπεζίτες “δείχνουν” τις κυβερνήσεις

Προβλήθηκαν ως οι ήρωες της εξόδου από την κρίση του 2008. Όμως η τωρινή εποχή αποδεικνύεται εντελώς αντιηρωική – και οι κεντρικοί τραπεζίτες των μεγαλύτερων οικονομιών ομολογούν την αδυναμία τους να σηκώσουν εκ νέου το βάρος της αντιμετώπισης της επαπειλούμενης ύφεσης.

Αυτό ήταν το μήνυμα που κατεξοχήν εξέπεμψε ο επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, Τζερόμ Πάουελ, φιλοξενώντας μερικούς από τους σημαντικότερους ομολόγους του κατά την καθιερωμένη ετήσια θερινή σύναξη της Fed στο θέρετρο του Τζάκσον Χόουλ του Ουαιόμινγκ.

Στην εισήγησή του στο Τζάκσον Χόουλ, ο Πάουελ τόνισε ότι οι εμπορικοί πόλεμοι και τα λοιπά παγκόσμια “σοκ” δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με εργαλεία νομισματικής πολιτικής – είτε αυτά είναι συμβατικά (μείωση επιτοκίων) είτε αντισυμβατικά (ποσοτική διευκόλυνση). “Εξετάζουμε τα εργαλεία που χρησιμοποιήσαμε τόσο σε καιρούς ηρεμίας όσο και σε καιρούς κρίσης και αναρωτιόμαστε αν θα πρέπει να διευρύνουμε την εργαλειοθήκη μας”, ανέφερε χαρακτηριστικά, την ώρα που ο ίδιος αναδεικνύεται σε αποδιοπομπαίο τράγο του Ντόναλντ Τραμπ και που το διοικητικό συμβούλιο της Fed εμφανίζεται διχασμένο.

Αδημονώντας για την εκλογική του τύχη το επόμενο φθινόπωρο, ο ένοικος του Λευκού Οίκου πιέζει τον κεντρικό τραπεζίτη να μειώσει περαιτέρω τα επιτόκια εν όψει επιβράδυνσης, και μάλιστα τον κατηγορεί μέσω Twitter ότι αποτελεί εξίσου μεγάλο “εχθρό” της αμερικανικής οικονομίας με την Κίνα.

Ωστόσο, δεν είναι λίγοι στη νομισματική επιτροπή της Fed που φοβούνται ότι η ευθυγράμμιση με τις υποδείξεις του Τραμπ έχει το ρίσκο δημιουργίας ανεξέλεγκτης φούσκας.

Διάχυτη απαισιοδοξία

Άλλοι κεντρικοί τραπεζίτες που παρέστησαν στο Τζάκσον Χόουλ δεν έκρυβαν την απαισιοδοξία τους, αλλά και την προτίμησή τους, για την ενεργοποίηση δημοσιονομικών εργαλείων. Με άλλα λόγια, διαμηνύουν ότι ήρθε η ώρα των κυβερνήσεων να τραβήξουν το κάρο, με δημόσιες επενδύσεις κ.ο.κ., εφόσον η διευκολυντική νομισματική πολιτική έφτασε στα όριά της.

Εξαίρεση αποτέλεσε ο άλλοτε υποδιοικητής της Fed, πρώην διοικητής της Τράπεζας του Ισραήλ και νυν στέλεχος της BlackRock, Στάνλεϊ Φίσερ, ο οποίος επέμεινε ότι τα νομισματικά εργαλεία είναι τα καταλληλότερα, διότι η δημοσιονομική επέκταση αργεί να φέρει αποτελέσματα και διογκώνει τα ελλείμματα.

Γενικευμένη υπήρξε και η συζήτηση για την ανάγκη συντονισμένης νομισματικής πολιτικής των ανεπτυγμένων οικονομιών – αρκεί μόνο να μπορούσαν να συμφωνήσουν ποιο θα ήταν ένα “ουδέτερο επιτόκιο”!

Τέλος του δολαρίου;

Εντυπωσιακότερη όλων ήταν η παρέμβαση του (απερχόμενου) διοικητή της Τράπεζας της Αγγλίας, Μαρκ Κάρνεϊ, ο οποίος πρότεινε τον τερματισμό της αποκλειστικής χρήσης του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού, καθώς, όπως είπε, οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν πλέον μόνο το 10% του διεθνούς εμπορίου και το 15% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ το νόμισμά τους παραμένει όσο σημαντικό ήταν και το 1971, με την κατάρρευση του συστήματος του Μπρέτον Γουντς. Το δολάριο, πρόσθεσε, προκαλεί μεγάλες ανισορροπίες και λειτουργεί ανασταλτικά για τις αναδυόμενες οικονομίες. Χρειάζεται, συνεπώς, η αντικατάστασή του από ένα καλάθι που θα στηρίζεται σε μια νέα εκδοχή των Ειδικών Τραβηκτικών Δικαιωμάτων του ΔΝΤ, τύπου blockchain, ώστε να καταπολεμηθεί η φυγή κεφαλαίων.

πηγή:Capital.gr 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024