Το “τρολάρισμα” του Πούτιν στον Τραμπ δεν αφορά μόνο τη Σαουδική Αραβία
Του Leonid Bershidsky
Βloomberg Opinion
Η προσφορά του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν για πώληση ρωσικών συστημάτων αεράμυνας στη Σαουδική Αραβία είναι κάτι περισσότερο από απλό τρολάρισμα, αν και προκάλεσε γέλιο στον πρόεδρο του Ιράν Χασάν Ρουχανί. Ο Πούτιν προσπαθούσε απλώς να δείξει σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή ότι η συνεργασία με τη Ρωσία είναι πιο αποτελεσματική από εκείνη με τις ΗΠΑ.
Κάποιος θα μπορούσε να το θεωρήσει ως ένα είδος προσφοράς “προστασίας” μαφιόζικου τύπου: ο νέος, πιο επιθετικός γκάνγκστερ της γειτονιάς κάνει μια προσφορά, επειδή ο σημερινός “βασιλιάς” του δρόμου έχει τεμπελιάσει και προσπαθεί να αποφεύγει τους κινδύνους.
Τη Δευτέρα, ο Πούτιν βρισκόταν στην Άγκυρα για συνομιλίες σχετικά με τη σύγκρουση στη Συρία με τον Ρουχανί και τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια να βρίσκεται εντός κλίματος, μνημονεύοντας το Κοράνι και κάνοντας συνεχείς αναφορές στις μουσουλμανικές παραδόσεις.
“Το Ιερό Κοράνι λέει ότι η βία είναι αποδεκτή μόνο όταν υπερασπίζεται κανείς την οικογένεια και τους συγγενείς του”, δήλωσε ο Πούτιν σε συνέντευξη Τύπου μετά τη συνάντηση των τριών προέδρων. “Είμαστε πρόθυμοι να παράσχουμε βοήθεια στη Σαουδική Αραβία για να υπερασπιστεί τους ανθρώπους της, το έδαφός της”. Οι Σαουδάραβες θα πρέπει “να λάβουν μια σοφή, υψηλού κρατικού κύρους απόφαση”, σημείωσε, και να αγοράσουν συστήματα αεράμυνας S-300, όπως έκανε το Ιράν με τους πιο σύγχρονους αντιαεροπορικούς πυραύλους S-400, τους οποίους πρόσφατα αγόρασε και η Τουρκία. “Θα προστατεύουν αξιόπιστα κάθε υποδομή της Σαουδικής Αραβίας”, δήλωσε ο Πούτιν, αναφερόμενος στην πρόσφατη επίθεση στα σαουδαραβικά διυλιστήρια.
Η μνεία του Πούτιν στο Κοράνι μοιάζει κάπως πρόχειρη (το ιερό βιβλίο του Ισλάμ επιτρέπει στην πραγματικότητα στους μουσουλμάνους να πολεμούν όταν δέχονται επίθεση, όχι μόνον όταν προστατεύουν τους “συγγενείς” τους), ωστόσο ο Ρουχανί ήταν πρόθυμος να το αφήσει να περάσει ασχολίαστο. Ρώτησε μόνο με ένα μειδίαμα γέλιου τον Πούτιν ποιο σύστημα που θα πρότεινε στους Σαουδάραβες – εκείνο των S-300 ή το πιο σύγχρονο των S-400. “Ας τους αφήσουμε να επιλέξουν”, απάντησε ο Πούτιν.
Στην πραγματικότητα, είναι οι S-400 που η Ρωσία προσπαθεί μανιωδώς να πείσει τη Σαουδική Αραβία να αγοράσει – μέχρι στιγμής χωρίς επιτυχία. Έχει προσφέρει επίσης τους συγκεκριμένους πυραύλους στο Κατάρ. Ούτε οι S-300 ούτε οι S-400 έχουν χρησιμοποιηθεί σε πραγματικές μάχες. Θεωρητικά – και όπως φαίνεται στις στρατιωτικές ασκήσεις – πρόκειται για ισχυρά όπλα. Ωστόσο, ούτε καν ο Bashar Al-Assad της Συρίας, ο οποίος είχε κάποιες λίγες ευκαιρίες να χρησιμοποιήσει τους S-300 που έλαβε από τη Ρωσία το περασμένο έτος, δεν το έχει πράξει.
Το σημείο – κλειδί στην απόκτηση τέτοιων συστημάτων δεν είναι τόσο η κατάρριψη εχθρικών αεροσκαφών και πυραύλων, όσο το αίτημα για ρωσική υποστήριξη σε περίπτωση κρίσης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Ερντογάν, η χώρα του οποίου είναι μέλος του Οργανισμού του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO), έχει εμφανιστεί πρόθυμος να ζει υπό την απειλή των αμερικανικών κυρώσεων, ακόμη και να χάσει την πρόσβαση στα αμερικανικής κατασκευής μαχητικά αεροσκάφη F-35.
Η προσπάθεια της Ρωσίας να αντικαταστήσει τις ΗΠΑ σαν ο βασικός παράγοντας επίλυσης κρίσεων στην Μέση Ανατολή βασίζεται στην επιτυχία της σχετικά χαμηλού κόστους, αλλά εξαιρετικά αποτελεσματικής επέμβασής της στη Συρία, όπου η ρωσική αεροπορία και οι κεκαλυμμένοι μισθοφόροι οδήγησαν ουσιαστικά τις δυνάμεις του Assad στη νίκη σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η εισβολή του Πούτιν στη Συρία είχε εν μέρει την έννοια επίδειξης προς τα υπόλοιπα καθεστώτα της Μέσης Ανατολής: η Ρωσία, εάν της ζητηθεί, θα παρέμβει στο πλευρό του υφιστάμενου ηγέτη κάθε χώρας προς όφελος της σταθερότητας και θα το πράξει γρήγορα και χωρίς πολλές πολιτικοϊδελογικού χαρακτήρα συζητήσεις και όρους.
Οι ΗΠΑ δεν προσφέρουν κανένα από αυτά τα πλεονεκτήματα.
Ο πρόεδρος Donald Trump είναι, κατ ‘αρχήν, ένας απομονωτιστής που δεν θέλει να στέλνει αμερικανικά στρατεύματα στο εξωτερικό και το ένστικτό του μέχρι στιγμής τον οδηγεί να απομακρυνθεί από τις χώρες της Μέσης Ανατολής και όχι να ξεκινήσει νέους πολέμους. Το σημερινό “παλμαρέ” των υποψηφίων για το χρίσμα των Δημοκρατικών εν όψει των προεδρικών εκλογών του 2020 στις ΗΠΑ είναι σχεδόν ομοιόμορφα πασιφιστικό: οι περισσότεροι από τους υποψηφίους υποστηρίζουν μια γρήγορη απόσυρση από το Αφγανιστάν και όλοι τους αποσκοπούν στην παύση της υποστήριξης των ΗΠΑ στην επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη. Οι πολίτες των ΗΠΑ έχει κουραστεί από τις υπερπόντιες στρατιωτικές περιπέτειες. Το πλεονέκτημα της Ρωσίας από αυτή την άποψη είναι ότι ο Πούτιν δεν ενδιαφέρεται για το τι σκέφτεται το εκλογικό σώμα όταν αισθάνεται ότι είναι προς το συμφέρον της Ρωσίας να επέμβει στρατιωτικά μακριά από τα σύνορά της. Επιπλέον, χρησιμοποιεί ιδιωτικές στρατιωτικές εταιρείες φιλικές προς το Κρεμλίνο για να διατηρεί ένα φύλλο συκής για το μέγεθος των επεμβάσεών του.
Ο Πούτιν κάνει επίσης ξεκάθαρο ότι δεν έχει καμία πρόθεση να προσπαθήσει να υπαγορεύσει σε οποιονδήποτε περιστασιακό σύμμαχο ή “πελάτη” του πώς να διαχειριστεί τα εσωτερικά της χώρας του. Ο Άσαντ μπορεί να είναι βουτηγμένος μέχρι τους αγκώνες του στο αίμα, ωστόσο τυπικά είναι “νόμιμος” ηγέτης της Συρίας. Ο Σαουδάραβας πρίγκιπας διάδοχος Mohammed bin Salman μπορεί να είναι υπεύθυνος για τη δολοφονία του δημοσιογράφου Jamal Khashoggi, ωστόσο ο Πούτιν έχει εκδηλώσει φιλική συμπεριφορά απέναντί του όταν οι άλλοι τον απέφευγαν. Η βοήθεια των ΗΠΑ συχνά συνοδεύεται από πατερναλιστικού χαρακτήρα “συμβουλές” και μερικές φορές ακόμη και με ανοικτή υποστήριξη σε αλλαγές καθεστώτων. Ο Πούτιν υπερασπίζεται το δικαίωμα των ηγετών των διάφορων χωρών να ενεργούν σύμφωνα με αυτό που θεωρούν ως παράδοσή τους – εξ ου και οι αναφορές στο Κοράνι που έκανε στην Άγκυρα.
Αυτό, βέβαια, δημιουργεί κάποιες περίεργες εξαιρέσεις στον αρχαίο κανόνα που λέει ότι ο εχθρός του εχθρού σου είναι φίλος σου. Η εγγύτητα της Ρωσίας με το Ιράν, η οποία έγινε για ακόμη μία φορά πλήρως ορατή τη Δευτέρα, είναι ενοχλητική για τη Σαουδική Αραβία, ειδικά όταν οι ΗΠΑ ισχυρίζονται ανοικτά ότι το Ιράν ήταν υπεύθυνο για την επίθεση με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στις σαουδαραβικές πετρελαϊκές υποδομές. Από την άλλη πλευρά, η Ρωσία είναι φυσικός σύμμαχος της Σαουδικής Αραβίας για την προστασία της παγκόσμιας αγοράς πετρελαίου από τη διαταραχή που προκαλεί η εκμετάλλευση σχιστολιθικού πετρελαίου από πλευράς ΗΠΑ. Άλλωστε, μια συνεργασία της Σαουδικής Αραβίας με το Κρεμλίνο θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ένας τρόπος να σταματήσουν οι ιρανικές προκλήσεις, αφού η Μόσχα θα μιλήσει με την Τεχεράνη και θα την πείσει αντί να την πλήττει με κυρώσεις, όπως κάνουν οι ΗΠΑ.
Είναι δύσκολο να δει κανείς τη Σαουδική Αραβία να εκδηλώνεται ανοικτά υπέρ της Ρωσίας και να υπονομεύει την επί δεκαετίες σταθερή συμμαχία της με τις ΗΠΑ, ανεξάρτητα από το πόσο δελεαστικό μπορεί να κάνει ο Πούτιν να ακούγεται κάτι τέτοιο. Με βάση το ιστορικό της εξωτερικής του πολιτικής, ο Ρώσος πρόεδρος δεν φημίζεται για την αξιοπιστία του και η σταθερή υποστήριξή του προς τον Assad δεν αποτελεί απόδειξη ότι θα στέκεται πάντα με ανάλογο τρόπο δίπλα σε όλους τους δυνητικούς πελάτες του. Εκτός αυτού, οι ΗΠΑ έχουν αποδείξει τη συντριπτική στρατιωτική τους δύναμη σε περισσότερες περιπτώσεις σε σχέση με τη Ρωσία του Πούτιν. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ικανότητά τους να κερδίσουν οποιαδήποτε συμβατική ένοπλη σύγκρουση είναι ακόμη και σήμερα μεγαλύτερη από εκείνη της Ρωσίας.
Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ωστόσο, το ποια δύναμη θα θεωρείται ως ο κύριος παράγοντας επίλυσης προβλημάτων στη Μέση Ανατολή εξαρτάται από την προθυμία των ΗΠΑ να κομίσουν τη δύναμή τους στο τραπέζι. Οι ενέργειες του Trump εναντίον του Ιράν δεν έχουν αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικές. Η σύγκρουση στην Υεμένη, στην οποία οι ΗΠΑ έχουν λάβει το μέρος της Σαουδικής Αραβίας, εξακολουθεί να μαίνεται. Ο εχθρός των ΗΠΑ Assad ελέγχει πια το μεγαλύτερο τμήμα της Συρίας. Και η Τουρκία δεν έχει υποστεί πραγματικά αρνητικές συνέπειες από το γεγονός ότι αψήφησε την Ουάσινγκτον με την αγορά των S-400.
Ο Πούτιν περιμένει πίσω από τις κουίντες και στέλνει σήμα ότι μιλάει την ίδια γλώσσα με τους ηγέτες των χωρών – πελατών με τους οποίους “φλερτάρει”.