Η άλλη 28η Οκτωβρίου
Γράφει ο Γιώργος Λυκοκάπης
Μία επανάσταση σε εποχές ξεπεσμού θα μπορούσε να ανάγει σε ιδανικό της το παρελθόν, ακόμα και τον κοινωνικό συντηρητισμό. Η φράση είναι χαρακτηριστικό απόσπασμα από το “Ψευδαισθήσεις της προόδου” του Γάλλου φιλόσοφου Ζωρζ Σορέλ. Επικριτής του μαρξισμού, έδινε μεγάλη σημασία στην δύναμη του “μύθου”. Ενός συνόλου εικόνων και ψευδαισθήσεων, ικανού να κινητοποιήσει τις μάζες.
Ένα κορυφαίο στέλεχος του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος διάβαζε με πάθος τα κείμενα του Σορέλ. Ήταν ο Μπενίτο Μουσολίνι. Μία φράση από το έργο του “Σκέψεις πάνω στην βία” τον επηρέασε βαθύτατα. Ο Σορέλ έγραφε «ένας μεγάλος πόλεμος θα αναδημιουργούσε την ζωτικότητα μιας χώρας. Θα επέτρεπε την ανάδειξη στην εξουσία ανδρών που θα είχαν την θέληση να κυβερνήσουν».
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Μουσολίνι έγινε θερμός υποστηρικτής της συμμετοχής της Ιταλίας. Η θέση του προκάλεσε την αποπομπή του από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Σε αντίθεση με την φιλοπόλεμη γραμμή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, οι Ιταλοί σοσιαλιστές είχαν το σύνθημα “δεν στηρίζουμε, δεν σαμποτάρουμε“. Ο Μουσολίνι θεωρούσε πως δεν θα ριζοσπαστικοποιούνταν οι μάζες από τις πολιτικές θεωρίες. Οι εμπειρίες του πολέμου, η “χαρακωματοκρατία”, θα δημιουργούσε τις αυριανές στρατιές των επαναστατών. Ο ίδιος κατατάχθηκε εθελοντής στο μέτωπο, όταν πολλοί σοσιαλιστές είχαν εξασφαλίσει απαλλαγή στράτευσης.
Η εξέγερση των μελανοχιτώνων
Μετά την λήξη του πολέμου επέστρεψε από το μέτωπο και ίδρυσε το φασιστικό κόμμα τον Μάρτιο του 1919. Αξίζει να σημειωθεί πως αρχικά οι φασίστες εμφανίστηκαν με ένα αριστερό πρόγραμμα, το οποίο γρήγορα εγκατέλειψαν μετά την εκλογική τους αποτυχία τον Νοέμβρη του 1919. Ο Μουσολίνι δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί από αριστερά τους σοσιαλιστές και τους αναρχικούς.
Το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε οργανώσει εκείνη την περίοδο ένα κύμα απεργιών, διαδηλώσεων και καταλήψεων σε όλη την Ιταλία. Στην χώρα υπήρχε η αίσθηση μίας επικείμενης κομμουνιστικής επανάστασης. Το ενδεχόμενο αυτό προκαλούσε τρόμο στον αστικό κόσμο, στους εμπόρους, αλλά και σε αγρότες. Οι συνθήκες ήταν πολύ διαφορετικές στην Ιταλία από την τσαρική Ρωσία. Ο Μουσολίνι, ως παλιός μαρξιστής, το είχε διαγνώσει.
Ο Ντούτσε πίστευε πως μόνο μία επανάσταση θα είχε περιθώριο επιτυχίας στην Ιταλία. Δεν θα ήταν σοσιαλιστική, αλλά εθνικιστική. Πήρε την απόφαση να ξεκινήσει πόλεμο εναντίον των παλιών του συντρόφων, το φθινόπωρο του 1920. Άρχισαν τότε να κάνουν την εμφάνιση τους στην ιταλική ύπαιθρο οι ομάδες κρούσης των φασιστών, οι μελανοχίτωνες squadistras. Οπλισμένοι με ρόπαλα, μαχαίρια και ρετσινόλαδο(!) εξαπέλυσαν ένα πογκρόμ βίας, την “εκστρατεία αντιποίνων”.
Έναν πόλεμο εναντίον του “εσωτερικού εχθρού”, εναντίον του Σοσιαλιστικού Κόμματος, των συνδικάτων και των απεργών. Εναντίον των παλιών συντρόφων και φίλων του Μουσολίνι, για τους οποίους ο ίδιος δεν έδειχνε κανένα έλεος. Με κυνισμό ομολογούσε πως «με συναισθηματισμούς δεν τα βγάζεις πέρα στη ζωή».
Η πορεία προς τη Ρώμη
Οι φασίστες είχαν την ανοχή των κρατικών οργάνων και γενναία χρηματοδότηση από ισχυρούς κεφαλαιοκρατικούς κύκλους της Ιταλίας. Στα μέσα του 1921 το φασιστικό κόμμα είχε φτάσει τα να έχει 200.000 ενεργά μέλη και ένα μεγαλύτερο αριθμό συμπαθούντων. Ήταν ένα κόμμα με μία μαζική παραστρατιωτική οργάνωση που δεν υπήρχε όμοιό του στην ιστορία.
Ο Μουσολίνι υπήρξε ο καλύτερος μαθητής του Σορέλ. Οι συνθήκες του πολέμου του επέτρεψαν να αποκτήσει μία στρατιά οπαδών με θέληση να κυβερνήσουν με κάθε τίμημα. Μετά τους σοσιαλιστές ο στόχος ήταν πλέον ανοικτά το ιταλικό κράτος. Για την ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας χρειάζονταν έναν μύθο που θα συγκινούσε τις μάζες. Έτσι, ο Ντούτσε εμφανίστηκε ως φορέας μίας νέας αποστολής.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1922 αποφασίζει να διοργανώσει την “πορεία προς την Ρώμη”. Μία μαζική διαδήλωση στελεχών του κόμματος από όλη την χώρα με σκοπό την ολοκληρωτική κατάληψη της εξουσίας. Η “πορεία προς την Ρώμη” αποτέλεσε έναν μύθο, όπως είχε περιγράψει ακριβώς νωρίτερα ο Σορέλ. Ένα «σύνολο εικόνων και ψευδαισθήσεων» που οδήγησαν τον φασισμό στην εξουσία.
Μύθος και πραγματικότητα
Ακόμα και σήμερα είναι ευρέως διαδεδομένο πως η “πορεία στην Ρώμη” ήταν ένας προσωπικός θρίαμβος του Μουσολίνι. Υπήρχε για χρόνια η εντύπωση πως είχε καταφέρει να κινητοποιήσει 200.000 ένοπλους φασίστες. Πως μεταφέρθηκαν με τρένα στην πρωτεύουσα από όλη την Ιταλία, κατορθώνοντας να την περικυκλώσουν. Διορίστηκε τελικά πρωθυπουργός για μην γίνει εμφύλιος πόλεμος στην Ιταλία.
Η εικόνα αυτή είναι ένας μεγάλος μύθος, κατασκευασμένος από την προπαγάνδα των φασιστών. Η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Η “πορεία προς την Ρώμη” κινδύνεψε να αποτύχει από την έναρξη της και να εξελιχθεί σε φιάσκο. Παρόλα αυτά, ο βασιλιάς Βιτόριο Εμμανουήλ όχι μόνο δεν έδωσε εντολή καταστολής, αλλά αντιθέτως κάλεσε τον Μουσολίνι να σχηματίσει κυβέρνηση!
Η αλήθεια δεν είχε καμία σημασία. Ο κόσμος συζητούσε πως “η πορεία προς την Ρώμη” ήταν ένας άθλος, όχι μία κακοσκηνοθετημένη παράσταση, η οποία, όμως, εκτίναξε τη δημοτικότητα του φασιστικού κόμματος. Η μάζα ήταν έτοιμη να υποταχθεί στο νικητή σαν «μία πόρνη», όπως είχε πει ο Μουσολίνι. Στις 30 Οκτωβρίου 1922 παρουσιάστηκε ενώπιον του βασιλιά με το χαρακτηριστικό μαύρο πουκάμισο των μελανοχιτώνων. «Μεγαλειότατε συγχωρέστε την αμφίεσή μου, αλλά έρχομαι από το πεδίο της μάχης» είπε με κομπασμό.
Την επόμενη μέρα χιλιάδες μελανοχίτωνες παρέλασαν στην Ρώμη, προκαλώντας βίαια επεισόδια και τον θάνατο 20 ανθρώπων. Ήταν ένα δείγμα πως ο Μουσολίνι δεν αρκούνταν μόνο σε υπουργεία και σε μερικούς διορισμούς. Το κύμα βίας θα συνεχίζονταν, το φασιστικό κόμμα δεν θα κατευνάζονταν. Για να θυμηθούμε ένα σύνθημα του γαλλικού Μάη, οι φασίστες δεν ζητούσαν πολλά. Τα ήθελαν όλα.