Η Μεταναστευτική πολιτική και ο Ισλαμικός παράγοντας
Γράφει ο Δρ Δημήτριος Γκίκας*
1.Το μεταναστευτικό πρόβλημα: Γενική θεώρηση
1.1.Το Μεταναστευτικό ως ελληνικό πρόβλημα
Η ελληνική κρίση στο μεταναστευτικό ζήτημα που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια και η εκπεφρασμένη αδυναμία του εγχώριου πολιτικού συστήματος να το αντιμετωπίσει (βλ. δήλωση Υπ.Προ-Πο κ. Χρυσοχοΐδη στην Ευρωβουλή, όπου όρισε το ζήτημα ως μη διαχειρίσιμο) έχει δημιουργήσει νέα δεδομένα που απασχολούν όχι μόνο την ελληνική κοινωνία και πολιτεία, αλλά και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Η μεταναστευτική κρίση έχει τόσο οξυνθεί, ώστε έχει πάρει τη σκυτάλη από την οικονομική κρίση της χώρας το τελευταίο χρονικό διάστημα, με αφορμή μάλιστα τις αναποτελεσματικές ενέργειες της νυν κυβέρνησης να το λύσει, μεταφέροντας μετανάστες στην ηπειρωτική Ελλάδα και δημιουργώντας προσωρινές δομές, οι οποίες όμως δεν επιλύουν το πρόβλημα, αλλά αντίθετα το καθιστούν χρόνιο.
1.2. Το Μεταναστευτικό ως Ευρωπαϊκό πρόβλημα: Η Ισλαμική ταυτότητα του Μεταναστευτικού και οι διαστάσεις της στην Ευρωπαϊκή κοινωνικοπολιτική, θρησκευτική και πληθυσμιακή σύνθεση
Μία παράμετρος της μεταναστευτικής κρίσης είναι η εθνοτική, κυρίως από τη σκοπιά της θρησκευτικής, ταυτότητα των μεταναστών που εισέρχονται στη χώρα. Με βάση τις περισσότερες έρευνες, η μεγάλη πλειοψηφία των μεταναστών που εισέρχονται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι μουσουλμάνοι. Ενδεικτικά, περίπου 80.000 άνθρωποι κατέθεσαν αίτημα για χορήγηση ελληνικής υπηκοότητας, από το 2006 έως το 2009, με την πλειονότητα αυτών να προέρχεται από μουσουλμανικές χώρες, όπως το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές (πηγή: Μ. Αντωνιάδου, εφ. Το Βήμα, 14.2.2010).
Το μεταναστευτικό ζήτημα αφορά ειδικότερα την Ευρώπη. Οι έρευνες, μάλιστα δείχνουν ότι η Ευρωπαϊκή ήπειρος αυτή τη στιγμή διαθέτει μία από τις μεγαλύτερες μουσουλμανικές πληθυσμιακές «νησίδες» στον κόσμο. Σύμφωνα με έρευνα του γνωστού ερευνητικού κέντρου Pew (2010), το Ισλάμ είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη θρησκεία στον κόσμο. Με βάση τα νεώτερα στοιχεία του ίδιου κέντρου, τα οποία μάλιστα δεν περιλαμβάνουν την κατάσταση στην Ελλάδα με τις μεγάλες μεταναστευτικές ροές, έως το 2050 και λόγω των γεννήσεων στις μουσουλμανικές κοινότητες που ξεπερνούν το 3% έναντι του 2,3 των υπολοίπων θρησκειών (στην Ελλάδα το ποσοστό δεν φτάνει ούτε στο 1,5), ο μουσουλμανικός πληθυσμός θα ξεπεράσει σίγουρα το 10% σε όλη την Ευρώπη. Για να αντιληφθούμε τη σημασία αυτού του ποσοστού, το Pew προβλέπει στην ίδια έρευνα ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός στις ΗΠΑ, της χώρας – σύμβολο της πολυπολιτισμικότητας θα φτάσει μόλις το 2,1, δηλαδή το 1/5 του ποσοστού της Ευρωπαϊκής ηπείρου. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η Ευρώπη ετοιμάζεται να υποστεί μία από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως πληθυσμιακές αλλοιώσεις στη σύγχρονη ιστορία της. Μια εξαιρετική ανάλυση για το πώς η Ευρώπη γενικότερα «πιάστηκε στα γρανάζια της μετανάστευσης» υπάρχει στο βιβλίο του Douglas Murray “The strange death of Europe”, εκδ. Liberal books, 2019.
Το ζήτημα της πληθυσμιακής αλλοίωσης που προκαλεί γενικότερα το φαινόμενο της μετανάστευσης θεωρείται ακόμη ταμπού από πολλούς πολιτικούς, αλλά και αναλυτές. Πρόκειται, όμως για ένα θέμα που θα έπρεπε να κυριαρχεί στην ατζέντα. Ο λόγος είναι η εξέχουσα διαφοροποίηση που υφίσταται στην πλειοψηφία των ανθρώπων που μεταναστεύουν στην Ευρώπη. Η συνεχής εισροή ανθρώπων με μια καταφανώς διακριτή θρησκευτική ταυτότητα, καθώς το Ισλάμ διαθέτει ξεχωριστές αξίες και πολιτισμικές πεποιθήσεις, καθιστά άκρως προβληματική και, το πιθανότερο, μη διαχειρίσιμη την ενσωμάτωση των ανθρώπων αυτών στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Κατά συνέπεια, η πληθυσμιακή αλλοίωση είναι ένας υπαρκτός κίνδυνος.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έρευνα του κέντρου Pew, η οποία θυμίζουμε ότι διενεργήθηκε αρκετά χρόνια πριν, οι Μουσουλμάνοι που έχουν εισέλθει στη χώρα έφταναν το 5% (περίπου 600.000), μια μάλλον μετριοπαθής πρόβλεψη, καθώς δεν υφίστανται επίσημα στοιχεία καταγραφής τους. Τα τελευταία 5 χρόνια υπάρχει σταθερή ροή μεταναστών από τις ακτές της Τουρκίας προς τη χώρα μας, η οποία κατ’ άλλους φτάνει περίπου τους 500 ανά ημέρα, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είναι μουσουλμάνοι. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 150.000 άνθρωποι τον χρόνο εισέρχονται στη χώρα μας. Στα πέντε χρόνια, λοιπόν μιλάμε για ένα μέγεθος της τάξης των 750.000 μουσουλμάνων, οι οποίοι, προστιθέμενοι στον ήδη υπάρχοντα πληθυσμό, αγγίζουν ένα μέγεθος που ξεπερνά το 10% του πληθυσμού της χώρας και φτάνει το 1.500.000, το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. (μέχρι στιγμής, η Γαλλία έχει περίπου 8% ποσοστό μουσουλμάνων, από τα πιο υψηλά στην Ευρώπη). Και οι ροές, βεβαίως συνεχίζονται…
Αν λάβουμε υπόψη ότι οι γεννήσεις στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα χαμηλές, η αναλογία μεταξύ μουσουλμανικού πληθυσμού και Ελλήνων στη χώρα, σε 30 χρόνια αναμένεται να φτάσει το 70-30 (30% του πληθυσμού θα ανήκει στο μουσουλμανικό θρήσκευμα). Η χώρα μας ενδέχεται να αποτελέσει την πρώτη χώρα στην Ε.Ε., όπου η πληθυσμιακή ανομοιογένεια θα είναι μια υπαρκτή πραγματικότητα.
Δεν είναι δυνατό να υπολογίσει κάποιος τις συνέπειες αυτής της πληθυσμιακής αλλοίωσης σε επίπεδο κοινωνικό και πολιτικό. Η δυσκολία έγκειται στο ότι δεν υπάρχει ανάλογο παράδειγμα τέτοιας ραγδαίας αύξησης του μουσουλμανικού στοιχείου σε ευρωπαϊκό κράτος. Αν, μάλιστα σκεφτούμε ότι το ελληνικό κράτος δεν διαθέτει ούτε τις υποδομές, ούτε την οικονομική δυνατότητα, ούτε την πολιτική ικανότητα να διαμορφώσει συνθήκες ομαλής συνύπαρξης, τα πράγματα διαφαίνονται δυσοίωνα.
Τι κίνδυνο, λοιπόν μπορεί να συνιστά μια πληθυσμιακή ετερογένεια αυτού του βαθμού; Παραπέμποντας στον γνωστό Γερμανό φιλόσοφο Γ. Χάμπερμας (βλ. ενδεικτικά «Για ένα Σύνταγμα της Ευρώπης», εκδ. Πατάκη, 2012), η πρακτική της μετανάστευσης οδηγεί στη δημιουργία «πληθυσμιακών νησίδων», δηλαδή ετερόκλητων πολιτιστικά ομάδων πληθυσμού που διαβιούν σε ένα κράτος. Η ετερόκλητη αυτή σύνθεση επιφέρει κοινωνικές αναταραχές επί μονίμου βάσεως, αποτελεί διχαστικό παράγοντα που διαταράσσει την πολιτική ομαλότητα και, βεβαίως, οδηγεί στην οικονομική εκμετάλλευση των ετερόκλητων αυτών πληθυσμών, καθώς λόγω των σημαντικών τους διαφοροποιήσεων, δεν κατορθώνουν να ενωθούν σε συμπαγείς ομάδες πίεσης και διεκδίκησης δικαιωμάτων (συνδικαλιστικών οργανώσεων, εργασιακών σωματείων κλπ). Θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει στα παραπάνω και την αλλοίωση πολιτισμικών, εθνικών και ιστορικών στοιχείων, τα οποία μάλιστα αποτελούν συλλογικά δικαιώματα και καθορίζουν τον τρόπο ύπαρξης και διαβίωσης όλων των λαών.
1.3. Το Σύμφωνο Μετανάστευσης, οι διαστάσεις του και οι όροι πρόσφυγας/μετανάστης
Η πρόσφατη υιοθέτηση του Παγκοσμίου Συμφώνου Μετανάστευσης και από την ελληνική κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι η χώρα αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες επιπτώσεις από τις μεταναστευτικές ροές, έχει δρομολογήσει εξελίξεις που επιβεβαιώνουν την παραπάνω αναφερθείσα έρευνα του Pew. Στο Σύμφωνο, ήδη από την σελίδα 3 όπου περιγράφεται το όραμα και οι αρχές (αγγλικός τίτλος: Our vision and guiding principles) η μετανάστευση παρουσιάζεται ως «θετική εμπειρία» για την ανθρωπότητα και ότι διαθέτει εξίσου θετικές συνέπειες στην ανάπτυξη της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Στην ίδια επίσης σελίδα, αλλά και σε αρκετές άλλες από τις συνολικά 31 του Συμφώνου, η μετανάστευση αντιμετωπίζεται ως ένα καθοριστικό στοιχείο της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης με θετικές διαστάσεις, ένα φαινόμενο που χρειάζεται να προωθηθεί. Κατά συνέπεια, αυτό που το Σύμφωνο δηλώνει δεν είναι η προσπάθεια αντιμετώπισης του φαινομένου ως πρόβλημα, αλλά η προσπάθεια προώθησης του φαινομένου ως «θετικό» για την ανθρωπότητα. Πρόκειται για μια μονομερής ερμηνεία του φαινομένου που, δυστυχώς, αντί να λύσει τα προβλήματα που προκαλούνται, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε κατάργηση εθνικής κυριαρχίας, σε διαχείριση του φαινομένου όχι σε επίπεδο κυβερνήσεων, αλλά σε επίπεδο διακρατικής συνεργασίας, στοιχείο δηλαδή που οδηγεί σε μία ακόμη υποβίβαση της λαϊκής κυριαρχίας που κανονικά επικροτεί η σύγχρονη αστική δημοκρατία, καθώς δεν αποφασίζει ο λαός για το μεταναστευτικό, αλλά ένας διακρατικός οργανισμός που δεν ελέγχεται από τους ίδιους τους πολίτες.
Ένα ζήτημα που δημιουργεί σύγχυση είναι η διαφορά των όρων πρόσφυγας/μετανάστης. Το Σύμφωνο Μετανάστευσης κάνει μια πολύ γενική αναφορά στη διάκριση. Στην πραγματικότητα, ο ορισμός του πρόσφυγα έχει καθοριστεί από τη Σύμβαση του 1951, καθώς και στο Καταστατικό της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες. Σύμφωνα λοιπόν με τα προαναφερόμενα, πρόσφυγας είναι κάθε άτομο που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του εξαιτίας του φόβου διώξεων, διαμαχών, γενικευμένης βίας, ή άλλων καταστάσεων που έχουν διαταράξει σοβαρά την έννομη τάξη και, ως αποτέλεσμα, δικαιούται διεθνούς προστασίας.
Από την άλλη, ο ΟΗΕ δηλώνει ότι δεν υπάρχει επίσημος νομικός όρος για τον ορισμό του διεθνούς μετανάστη, αναφέρει όμως πως σύμφωνα με τους ειδικούς, ο μετανάστης είναι το άτομο που αλλάζει τον τόπο συνήθους κατοικίας του, ανεξαρτήτως του λόγου μετανάστευσης ή του νομικού καθεστώτος. Είναι εμφανές ότι εδώ δημιουργείται η πρώτη προβληματική διαφοροποίηση των όρων. Σύμφωνα, δηλαδή με τα παραπάνω, ένας μετανάστης μπορεί να είναι πρόσφυγας, από την ώρα που θα επικαλεστεί εγκατάλειψη της χώρας του εξαιτίας φόβου διώξεων, βίας κλπ. Κι αυτό διότι ο όρος μετανάστης είναι γενικότερος του όρου πρόσφυγας. Άρα, κατά τον ΟΗΕ οφείλουμε να αντιμετωπίζουμε τις δύο κατηγορίες το ίδιο. Εξάλλου, το Σύμφωνο λέει ξεκάθαρα (σ. 2 στην υποενότητα με τον τίτλο Preamble), ¨ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες κατέχουν τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα και τις ίδιες ανθρώπινες ελευθερίες, οι οποίες πρέπει να προστατεύονται σε κάθε περίπτωση. Μάλιστα, αναφέρει πως μετανάστες και πρόσφυγες είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν τις ίδιες προκλήσεις.
Η εκπεφρασμένη αυτή θέληση του Παγκοσμίου Συμφώνου Μετανάστευσης να ορίσει με παρόμοια χαρακτηριστικά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, καθώς και το γεγονός ότι δηλώνει πως το μεταναστευτικό συνιστά θετικό φαινόμενο, δυστυχώς οδηγεί σε πολιτικές δικαίωσης των πάσης φύσεων συρράξεων, τοπικών και παγκόσμιων. Από την ώρα που αναγνωρίζεται ως «θετική εμπειρία» η μετανάστευση και ταυτόχρονα δηλώνεται ότι ένας πρόσφυγας κι ένας μετανάστης μπορούν να αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα (όχι μόνο στη χώρα φιλοξενίας, αλλά και στη χώρα προέλευσής τους), δικαιολογείται εύσχημα κάθε τοπική ή διατοπική σύγκρουση κάθε είδους (πολιτική, οικονομική, εθνική, θρησκευτική) που, συνήθως, οδηγούν νομοτελειακά στο «θετικό» για την ανθρωπότητα φαινόμενο της μετανάστευσης. Η διάκριση εξαλείφεται, κατά δήλωση, για λόγους ανθρωπιστικούς: κάθε πρόσφυγας και κάθε μετανάστης πρέπει να έχουν τα ίδια ανθρώπινα δικαιώματα. Τι σημαίνει όμως πρακτικά για μια χώρα υποδοχής η αδυναμία να γίνει επιτόπου διάκριση; Τι σηματοδοτεί το γεγονός ότι πάρα πολλοί πρόσφυγες/μετανάστες προέρχονται από χώρες μουσουλμανικές και καταφεύγουν σε χώρες χριστιανικές; Τι σημαίνει για την Ευρώπη η ανάδειξη του μεταναστευτικού όχι ως προβλήματος, αλλά ως «εμπειρίας με θετικό πρόσημο» που προσομοιάζει με τον τουρισμό; Το Σύμφωνο προξενεί, το λιγότερο, σύγχυση καθώς αποφεύγει να δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα.
Συμπερασματικά, το Σύμφωνο προωθεί την εγκατάλειψη ανθρώπων των πατρογονικών τους εστιών, αποκαλώντας την εγκατάλειψη αυτή «θετική εμπειρία». Στο ίδιο Σύμφωνο οι έννοιες «μετανάστης» και «πρόσφυγας» διαθέτουν κοινό προσεχές γένος με πολλά ίδια χαρακτηριστικά αλλά ασαφή την ειδοποιό διαφορά μεταξύ τους, στοιχείο που προξενεί σύγχυση τόσο στον νομικό, όσο και στον ευρύτερο πολιτικό ορισμό που δίδεται. Ό, τι θα περίμενε κάποιος από μια πρωτοβουλία του ΟΗΕ θα ήταν η αναγνώριση της ανθρωπιστικής κρίσης που προκαλείται μέσω της μη οικειοθελούς εγκατάλειψης των ανθρώπων των πατρογονικών τους εστιών και της ανάγκης σαφούς και οργανωμένης καταπολέμησης των συνθηκών που οδηγούν τόσο μεγάλες μάζες πληθυσμού να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους: πόλεμοι, φτώχεια, θρησκευτικός εξτρεμισμός, οικονομική ανασφάλεια, κοινωνικός επιλεκτισμός, επαγγελματική αστάθεια και ανεργία, πολιτικός ολοκληρωτισμός κάθε τύπου. Το Σύμφωνο, όμως σε καμία περίπτωση δεν αναλαμβάνει αυτού του είδους την πρωτοβουλία, εγείροντας τεράστια ερωτήματα τόσο για την ύπαρξη ή όχι πραγματικά ανθρωπιστικών κινήτρων στη σύνταξη και εφαρμογή του, κατ’ ευφημισμό, μη δεσμευτικού Συμφώνου, όσο και για την αξιοπιστία του ίδιου του ΟΗΕ που πλέον αυτοπροσδιορίζεται ως πολιτικός υποβολέας της παγκοσμιοποίησης κι όχι ως Οργανισμός που προασπίζεται τα συμφέροντα των ανθρώπων ανεξαρτήτως φυλής, εθνοτικής και πολιτιστικής ταυτότητας.
2.Το Ισλάμ ως παράμετρος του μεταναστευτικού προβλήματος
2.1. Το Ισλάμ ως θρησκευτικό και πολιτικό δόγμα
Η εσφαλμένη θεώρηση του Ισλάμ ως αμιγώς θρησκευτικό δόγμα οφείλεται στο γεγονός ότι οι περισσότεροι αδυνατούμε να αντιληφθούμε σήμερα την αξεχώριστη θέση που κατέχει στους κόλπους του το σύνολο σχεδόν της ανθρώπινης πολιτισμικής δράσης. Πολιτική, οικονομία, δίκαιο, θρησκεία, ηθική, τέχνη, επιστήμη, όλα ερμηνεύονται μέσω του Ισλαμικού κώδικα ζωής.
Οπωσδήποτε και σε άλλες χώρες η θρησκεία παίζει σημαίνοντα ρόλο, διαμορφώνοντας τις γενικότερες αντιλήψεις των ανθρώπων. Ακόμα και στην πολύ κοσμική Γερμανία, για παράδειγμα, έχει εντοπιστεί η επίδραση της Λουθηρανικής ηθικής στον τρόπο πολιτεύεσθαι των Γερμανών. Όμως, στην περίπτωση του Ισλάμ δεν μιλάμε απλώς για κάποιας μορφής επίδραση, καθώς στην Ισλαμική κοσμοθεωρία, δεν υφίσταται κανείς διαχωρισμός ανάμεσα στα πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας. Όλα ελέγχονται από τη θρησκεία. Το Ισλάμ είναι τα πάντα.
Έτσι, πολιτική και θρησκεία συνιστούν ένα ενιαίο πεδίο δράσης στον Ισλαμικό κόσμο. «Η θρησκεία [του Ισλάμ] είναι η πολιτικώς οργανωμένη κοινότητα όλων των μουσουλμάνων. Θρησκεία και κράτος ταυτίζονται. Με την καθαρώς θεωρητική της μορφή η προσευχόμενη κοινότητα αποτελεί συγχρόνως και το αγωνιζόμενο στράτευμα. Γι’ αυτό ο μουσουλμανικός στρατός αποτελεί «τον στρατό του Αλλάχ» και το δημόσιο ταμείο «το ταμείο του Αλλάχ». Με ανάλογο τρόπο ο θρησκευτικός νόμος είναι συγχρόνως και νόμος της πολιτείας και αντίστροφα» (Ζιάκας, Γ, Το Ισλάμ ως θρησκεία, στο ecclesia.gr).
2.1.1. Σαρία
Ο Ισλαμικός νόμος ονομάζεται Σαρία (Shari’ ah). Έχει θρησκευτικό και πολιτικό χαρακτήρα. Είναι θρησκευτικό και πολιτικό συγχρόνως δίκαιο. Συνιστά jus divinum (Θείο Δίκαιο), από το οποίο, ιδανικά για τους Μουσουλμάνους απορρέει και η κρατική νομοθεσία (Ζιάκας, ό.π.). Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της Σαρία δεν είναι απλώς μια προαιρετική ή επιλεκτική διάσταση του Ισλαμισμού. Είναι υποχρέωση των Μουσουλμάνων, η τήρησή του επιβάλλεται. Σε κράτη όπου η Σαρία δεν είναι και νόμος του κράτους, το Ισλάμ την επιβάλλει σε κατά τόπους γειτονιές και, σταδιακά, την επεκτείνει όσο μπορεί. Είναι, επίσης βασικό να αντιληφθούμε ότι από τον 11ο αιώνα και εξής απαγορεύτηκε να δημιουργηθούν καινούργιοι νόμοι. Ο νόμος της Σαρία θεωρείται σταθερός κι αναλλοίωτος, μη υποκείμενος σε αλλαγές. Όλοι οι νομοδιδάσκαλοι (μουφτήδες, ιμάμηδες) ανατρέχουν στον νόμο και, με την αρχή της αναλογίας, διαφαίνονται με γνωματεύσεις (φετφά) για όλα τα ζητήματα της καθημερινής ζωής ενός μουσουλμάνου. Αυτό σημαίνει ότι οι προσδοκίες κάποιων για «αλλαγή» στη νοοτροπία της μουσουλμανικής πίστης λόγω της συγκατοίκησής της με τον Δυτικό κόσμο είναι εσφαλμένες, απότοκος είτε ημιμάθειας, είτε εσκεμμένης παραπληροφόρησης.
Βασικά στοιχεία της Σαρία συνιστούν η κατώτερη θέση που προβλέπεται για τη γυναίκα, ήδη από την παιδική της ηλικία, η γενικότερη στάση απέναντι στους αλλόφυλους που θεωρούνται άπιστοι, άρα και δυνάμει εχθροί και, επιπλέον η υιοθέτηση, εφόσον κρίνεται ότι απειλείται το Ισλάμ, του τζιχάντ (jihad),δηλαδή του «έντονου ιερού αγώνα» ή «ιερού πολέμου».
2.1.2. Τζιχάντ
Ο «Τζιχάντ» συνιστά τόσο προσωπικό όσο και συλλογικό καθήκον ενός μουσουλμάνου. Η διενέργειά του εντός ισλαμικής επικράτειας θεωρείται απαράδεκτη, αντίθετα προωθείται στις περιοχές που δεν εφαρμόζεται η Σαρία, ως βασικός «στύλος» και υποχρέωση της μουσουλμανικής κοινότητας. Το Κοράνι αναφέρεται ξεκάθαρα στον Τζιχάντ στον στίχο 2,190, καθώς και στον στίχο 9,36, ενώ αναφορές στις οποίες στηρίζεται η ισλαμική παράδοση για την υιοθέτησή του υπάρχουν ακόμα περισσότερες (2,16. 9,24. 22,78. 25,52). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν, επίσης οι στίχοι που αναφέρονται στον «πόλεμο κατά των απίστων» (2,190-193 και 244. 4,84 και 95. 8,72 και 74,75. 9,12-16. 47,4. 61,11).
Παρά το γεγονός ότι πολλοί θεωρούν πως ο Τζιχάντ αποτελεί μονάχα μια εξτρεμιστική πρακτική, στην πραγματικότητα ο όρος ισλαμικός εξτρεμισμός βασίζεται σε έναν εσφαλμένο αναλογικό συλλογισμό που συνδέει τον Ισλαμισμό με τις Χριστιανικές μεσαιωνικές ακρότητες και αγριότητες που επικράτησαν κάποτε (Δυτικές Σταυροφορίες, Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου κλπ). Όμως, ο αναλογικός αυτός συλλογισμός είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας για το Ισλάμ κι αυτό διότι, ενώ στον Χριστιανισμό η χρήση βίας, και δη πολεμικής, γενικά καταδικάστηκε από την ίδια την παράδοση του Χριστιανισμού και η υιοθέτησή της θεωρείται πια απαράδεκτη για κάθε χριστιανική ομολογία, το Ισλάμ τη θεωρεί βασική προϋπόθεση της απόδειξης της πίστης των Μουσουλμάνων στα ιερά κείμενα. Παρότι αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι οι Μουσουλμάνοι πιστεύουν πως το Ισλάμ κινδυνεύει ή ότι όλοι οι λαοί που δεν πιστεύουν στο Ισλάμ (άπιστοι) πρέπει ή να εξισλαμιστούν ή να πεθάνουν, εντούτοις οι συνθήκες αντιπαράθεσης του σύγχρονου Δυτικού κόσμου με τον Μουσουλμανικό έχουν όχι απλώς αναβιώσει τον Ισλαμικό αυτόν πυλώνα, αλλά ενδέχεται να τον αναζωπυρώσουν κι άλλο, με δεδομένη τη μαζική εισχώρηση μουσουλμανικών πληθυσμών σε μη ισλαμικές επικράτειες, με την Ευρώπη να αποτελεί το πιο κραυγαλέο παράδειγμα. Κοντολογίς, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν συνιστά μια ακραία «πτέρυγα» αλλά μια ισλαμική παράδοση, γενικά αποδεκτή.
2.2. Το Ισλάμ ως κίνδυνος για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες
Τα παραπάνω στοιχεία αναφορικά με τις γενικότερες πολιτικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές θέσεις του Ισλάμ καθιστούν ξεκάθαρο το γεγονός της σημαίνουσας διαφοροποίησής του με τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Δίχως να χρειαστεί να απολογηθεί κανείς για τον τρόπο ζωής του, τόσο μεγάλες διαφοροποιήσεις καθιστούν εκ των πραγμάτων αδύνατη την ενσωμάτωση του Ισλάμ στην ευρωπαϊκή αξιακή ατζέντα. Κατά συνέπεια, ή το Ισλάμ θα προσπαθήσει να την αλλάξει, καθώς διαθέτει τα εργαλεία σκέψης γι’ αυτό (Σαρία – Τζιχάντ) ή η Ευρώπη θα αναγκαστεί να παραιτηθεί από μεγάλο μέρος ή και από το σύνολο των δικών της πεποιθήσεων. Δεν εξετάζεται εδώ αν αυτό θα ήταν ή όχι καλό, όπως θα ήταν άστοχο να εξεταστεί αν τελικά ήταν καλό που επικράτησε ο εξωγενής (δυτικός) κι όχι ο αυτόχθων πολιτισμός στην περίπτωση της Αμερικανικής Ηπείρου. Αυτό που λαμβάνεται, με βάση τα παραπάνω, ως δεδομένο είναι ότι οδηγούμαστε, με την πολιτική που ακολουθείται έως σήμερα, σε μια σταδιακή συρρίκνωση των ευρωπαϊκών αξιών και του αντίστοιχου τρόπου ζωής.
Υπάρχει, επιπλέον ένα άλλο χαρακτηριστικό της διαφαινόμενης κυριαρχίας του Ισλαμικού τρόπου ζωής. Πρόκειται για την πρόδηλη εξαφάνιση ολόκληρων εθνών και των ιστορικών και πολιτιστικών τους παραδόσεων. Δεν αναφέρομαι μόνο σε μια γενική και κάπως αόριστη ευρωπαϊκή κουλτούρα. Τοπικά ήθη και έθιμα, λαϊκές παραδόσεις, ιστορικές και πνευματικές ρίζες, θα οδηγηθούν επίσης σε εξαφάνιση, με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την πανανθρώπινη πολιτιστική κληρονομιά. Τα πάντα θα περιστρέφονται γύρω από μια θρησκευτικο-πολιτική φόρμουλα αξιών που δεν θα ανάγεται , απαραίτητα σε κάποια συγκεκριμένη εθνολογική βάση. Ο Ολιβιέ Ρουά (Olivier Roy) αναφέρθηκε σ’ αυτόν τον κίνδυνο δημιουργίας μιας νέο-εθνοτικής ταυτότητας με κέντρο την Ισλαμική πίστη (βλ. «Το παγκοσμιοποιημένο Ισλάμ», εκδ. Scripta, 2006). Η ταυτότητα αυτή θα συνιστά μια νέα μορφή παγκοσμιοποίησης, η οποία δεν θα εδράζεται στον οικονομικό φιλελευθερισμό, αλλά στον θρησκευτικό εξτρεμισμό.
Αντί επιλόγου
Η μεταναστευτική πολιτική δεν ταυτίζεται με τον άνθρωπο που υποφέρει. Όταν κρίνουμε μια πολιτική στο σύνολό της, κρίνουμε τα αποτελέσματα που αυτή παράγει στην ήδη υπάρχουσα πολιτική δομή. Όταν αντιδρούμε σε μια πολιτική, δεν σημαίνει ότι αντιδρούμε απέναντι στον παράγοντα άνθρωπο. Πολλοί διαπράττουν αυτό το λάθος, είτε από άγνοια, είτε εσκεμμένα, για να απαξιώσουν το είδος της κριτικής που ασκείται. Η ανθρωπιστική διάσταση του προβλήματος δεν αμφισβητείται. Αλλά το κράτος δεν είναι ανθρωπιστική οργάνωση, ούτε μπορεί να ασκεί τέτοιο ρόλο. Οι ΜΚΟ, και μόνο αυτές, που δραστηριοποιούνται σ’ αυτόν τον τομέα, έχουν τέτοιο ρόλο. Αλλά οι ΜΚΟ δεν υποκαθιστούν, ούτε αντικαθιστούν την κρατική λειτουργία. Υπόκεινται στον έλεγχο του κράτους. Οι ρόλοι τους (ΜΚΟ, κράτος) είναι διακριτοί.
Τραγική επίσης είναι η σύγχυση που κάποιοι, πάλι από άγνοια ή εσκεμμένα, προξενούν, βρίσκοντας αναλογίες στους Έλληνες μετανάστες ή Μικρασιάτες και Πόντιους πρόσφυγες με τους μετανάστες του σήμερα. Οι Έλληνες μετανάστες δεν διέφεραν ιδιαίτερα σε πεποιθήσεις στις χώρες προορισμού τους. Πέρασαν από εξονυχιστικό έλεγχο, πολλοί μάλιστα είχαν ήδη εξασφαλίσει την απαραίτητη βίζα. Οι μεταναστευτικές πολιτικές που ασκούσαν οι χώρες προορισμού τους (ΗΠΑ, Αυστραλία, Γερμανία κ.ο.κ.) δεν είχαν καμία σχέση με τις εντελώς πρόχειρες και τραγικά ανοργάνωτες πολιτικές που ακολουθούνται σήμερα.
Ως προς τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, της Κωνσταντινούπολης, του Πόντου: οι πληθυσμοί που ήρθαν στην Ελλάδα διέθεταν ξεκάθαρη ελληνική φυσιογνωμία. Παρά την αρχική αντίδραση και το μούδιασμα των τοπικών κοινωνιών, πολύ γρήγορα οι αντιδράσεις ξεπεράστηκαν, διότι έγινε αντιληπτό ότι μας ένωναν περισσότερα από αυτά που μας χώριζαν. Η διαδικασία ένταξης και ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων ήταν τελείως διαφορετική και στηρίχτηκε στους κοινούς πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς. Η δε αποδοχή των προσφύγων αυτών βασίστηκε είτε σε συγκεκριμένες διακρατικές συμφωνίες (επώδυνες, αλλά πάντως ελεγχόμενες και με κριτήριο την πολιτιστική ομοιογένεια), είτε εδράστηκε σε κριτήρια εθνολογικής συγγένειας, τα οποία συμπεριλάμβαναν και τους κοινούς πολιτισμικούς δεσμούς.
Κατά συνέπεια, βρισκόμαστε σε διαφορετικές συγκυρίες και η όποια προσπάθεια διαμόρφωσης ενοχικών συμπλεγμάτων στον ελληνικό λαό, με την ψευδεπίγραφή επίκληση της αναλογίας μιας εντελώς διαφορετικής ιστορικής περίστασης είναι γενικότερα άδικη, ιστορικά ατεκμηρίωτη και πολιτικά ύποπτη.
*Ο Δρ Δημήτριος Γκίκας είναι εκπαιδευτικός, με σπουδές στους τομείς της Θεολογίας και Θρησκειολογίας, της Φιλοσοφίας, της Φιλολογίας και της Ιστορίας. Είναι διδάκτωρ Πολιτικής Φιλοσοφίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Έχει διδάξει σε κορυφαίους ιδιωτικούς οργανισμούς δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ειδικεύεται σε ζητήματα θρησκειολογίας, Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, Φιλοσοφίας, Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης. Έχει συγγράψει πλήθος άρθρων και βιβλίων και έχει διατελέσει για πολλά χρόνια επιστημονικός συνεργάτης του γνωστού ιστορικού περιοδικού «Ιστορικά Θέματα». Είναι μέλος της φημισμένης παγκόσμιας εκπαιδευτικής πλατφόρμας 100Mentors, ασκώντας τον ρόλο του εκπαιδευτικού μέντορα σε ελληνικούς και διεθνείς εκπαιδευτικούς οργανισμούς όλων των βαθμίδων.