Ο δεύτερος μεγάλος «πόλεμος» στη Συρία τώρα ξεκινάει… για την ανοικοδόμηση
Ο πόλεμος μπορεί να τελείωσε ή να τελειώνει. Η «μάχη» όμως για την ανοικοδόμηση της Συρίας μόλις τώρα ξεκινάει και, εάν κρίνουμε από τις «προειδοποιητικές βολές» των επίδοξων «επενδυτών», αναμένεται «σκληρή» σε πολλά επίπεδα
Οπόλεμος στη Συρία κατά πολλούς έχει επί της ουσίας τελειώσει. Κατά άλλους, συνεχίζεται μεν αλλά με μειωμένη ένταση, σε πολύ περιορισμένη γεωγραφική έκταση και με προδιαγεγραμμένη πια τελική έκβαση.
Η «μάχη» για την ανοικοδόμηση της Συρίας, ωστόσο, μόλις τώρα ξεκινάει και, εάν κρίνουμε από τις «προειδοποιητικές βολές» των επίδοξων «επενδυτών», αναμένεται «σκληρή» σε πολλά επίπεδα, όχι μόνο οικονομικά και ενεργειακά αλλά και γεωπολιτικά. Ειδικά στην περίπτωση της Συρίας, άλλωστε, όλα τα παραπάνω διαπλέκονται.
Προβάδισμα για Ρωσία και Ιράν
Η Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν εμφανίζεται να βρίσκεται σε προνομιακή θέση ως «νικήτρια» του πολέμου στο πλευρό του Σύριου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ. Διατηρεί ήδη δύο βάσεις στη Συρία: μια αεροπορική βάση στη Λαττάκεια (Χμεϊμίμ) και μια ναυτική βάση στην Ταρτούς. Το λιμάνι της Ταρτούς, που είναι και το μεγαλύτερο της Συρίας, έχει μάλιστα παραχωρηθεί για τα επόμενα… 49 χρόνια στη ρωσική «Stroytransgaz», στα χέρια της οποίας περνάει έτσι το management και η λειτουργία του λιμανιού όπου οι Ρώσοι έχουν δεσμευθεί να πραγματοποιήσουν παράλληλα και έργα επέκτασης. Στην «Stroytransgaz» έχουν όμως παραχωρηθεί, αρχής γενομένης από το 2018 και για τα επόμενα 50 χρόνια, και περιοχές της κεντρικής/κεντροδυτικής Συρίας με την προοπτική η ρωσική εταιρεία να επενδύσει εκεί σε εγκαταστάσεις εξόρυξης, επεξεργασίας και εξαγωγής φωσφορίτη (που χρησιμοποιείται στα λιπάσματα). Παράλληλα, από τον Ιανουάριο του 2018, το συριακό καθεστώς του προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ εμφανίζεται να έχει παραχωρήσει στη Ρωσία και το αποκλειστικό δικαίωμα του εκσυγχρονισμού και της αποκατάστασης όλων των ενεργειακών υποδομών της χώρας.
Σε προνομιακή θέση φέρεται να βρίσκεται, όμως, και το Ιράν, το οποίο λέγεται πως είναι πίσω και από την ετήσια εμπορική/οικονομική/επενδυτική έκθεση «Rebuild SYRIA» («Ανοικοδομήστε τη Συρία» στα ελληνικά) που πραγματοποιήθηκε κοντά στη Δαμασκό στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου (17-21 Σεπτεμβρίου) με τη συμμετοχή… 390 εταιρειών από 31 διαφορετικές χώρες. Συγκριτικά, πέρυσι, στην ίδια εκδήλωση είχαν πάρει μέρος 270 επιχειρήσεις από 29 κράτη.
Το «πρόβλημα», βέβαια, με τους Ρώσους και με τους Ιρανούς, που ειρήσθω εν παρόδω αμφότεροι τελούν υπό κλοιό δυτικών κυρώσεων όπως άλλωστε και η Συρία, είναι ότι δεν μπορούν να διαθέσουν αρκετά ίδια κεφάλαια (ιδιωτικά ή δημόσια) προκειμένου να φέρουν σε πέρας την ανοικοδόμηση της Συρίας. Μέσα σε οχτώ χρόνια πολέμου, η Συρία είδε περίπου το 40% με 50% των υποδομών της να καταστρέφεται, μερικώς ή ολοσχερώς. Το 45% των κατοικιών και περίπου το 50% των νοσοκομειακών και σχολικών εγκαταστάσεων έχουν υποστεί σημαντικές φθορές, χωρίς να συνυπολογίσει κανείς και τις φθορές στα δίκτυα (των τηλεπικοινωνιών, τα οδικά, της ηλεκτροδότησης, της υδροδότησης κ.ά.).
250 με 400 δισ. δολ. το κόστος
Ο πρώην ειδικός απεσταλμένος των Ηνωμένων Εθνών για τη Συρία, Στέφαν ντε Μιστούρα, είχε τοποθετήσει το κόστος της ανοικοδόμησης της χώρας στα 250 δισ. δολ., με το συριακό καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ ωστόσο να ανεβάζει τον τελικό λογαριασμό ακόμη υψηλότερα, κοντά στα 400 δισ. δολ. Συγκριτικά, ο συνολικός προϋπολογισμός του συριακού καθεστώτος για το έτος 2019 δεν ξεπέρασε τα 9 δισ. δολ. (από 18 δισ. δολ. που ήταν το 2011), με τα ποσά που προϋπολογίζονται για έργα ανοικοδόμησης να αντιστοιχούν σε ένα πολύ μικρό ποσοστό επί του συνόλου, ενώ το συνολικό συριακό ΑΕΠ κυμαίνεται πλέον κοντά στα 17 με 20 δισ. δολ. (από περίπου 60 δισ. δολ. που ήταν το 2010).
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ανακύπτουν πλέον τρία βασικά ερωτήματα γύρω από τα οποία αναμένεται να εκτυλιχθούν και οι όποιες επερχόμενες «μάχες»:
- Ποιοι θα ελέγξουν/επιβλέψουν/διαχειριστούν τη διαδικασία την ανοικοδόμησης στη Συρία. Ποιος θα έχει, για παράδειγμα, τον πρώτο λόγο; Το καθεστώς του Άσαντ εάν παραμείνει στην εξουσία ή μήπως η Ρωσία και ποια θα είναι η εμπλοκή του Ιράν;
- Ποιοι θα αναλάβουν την επίμαχη ανοικοδόμηση; Από ποιες χώρες θα προέρχονται, κοινώς, οι εταιρείες που θα εξασφαλίσουν τα συμβόλαια;
- Και ποιοι θα πληρώσουν τον λογαριασμό; Θα είναι, άραγε, η δύση, και υπό ποίες προϋποθέσεις;
Κάπου εδώ όμως είναι που αρχίζουν τα δεδομένα να περιπλέκονται και οι ανταγωνιστικές τάσεις να οξύνονται μέσα σε μια κούρσα πολυεπίπεδη, όχι μόνο οικονομική, εμπορική ή ενεργειακή διάσταση αλλά και γεωπολιτική.
Η κυβέρνηση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, για παράδειγμα, δεν έχει κρύψει ότι θα ήθελε τουρκικές κατασκευαστικές εταιρείες (από τις φιλικά προσκείμενες στο περιβάλλον του Τούρκου προέδρου) να αναλάβουν να οικοδομήσουν ολόκληρες πόλεις στη βόρεια Συρία προκειμένου να μετεγκατασταθούν εκεί πολλοί από τους πρόσφυγες που βρίσκονται σήμερα στην Τουρκία… με το κόστος όμως να καλύπτεται από την Ευρώπη ωσάν «βοήθεια» για την αντιμετώπιση του προσφυγικού.
Ενστάσεις από ΕΕ και Αμερική
Η Μόσχα επίσης θα ήθελε ευρωπαϊκά κεφάλαια να επενδύσουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας. Κάτι τέτοιο θα την ωφελούσε πολλαπλώς: Θα της επέτρεπε μεν να διατηρήσει τα κεκτημένα της επιρροής της σε μια χώρα όπου η σταθερότητα πλέον αποκαθίσταται, μετακυλίοντας όμως παράλληλα μέρος του κόστους της εμπλοκής σε άλλους. Θα νομιμοποιούσε το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ στα μάτια της διεθνούς κοινότητας. Και θα οδηγούσε σε άρση των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι δυτικοί στη Συρία, όπερ σημαίνει μπίζνες για όλους, με πρώτους και καλύτερους φυσικά τους Ρώσους που έχουν φροντίσει ήδη να εξασφαλίσουν το management του ενεργειακού πλούτου της χώρας για τις επόμενες… δεκαετίες. Στην προσπάθειά της να πείσει τους Ευρωπαίους, η Μόσχα μάλιστα υποστήριξε ότι μια τέτοια κίνηση θα λειτουργούσε και ως λύση στο θέμα του προσφυγικού, ενθαρρύνοντας την επιστροφή εκατομμυρίων Σύριων πίσω σε μια… ανοικοδομημένη πατρίδα.
Γαλλία, Γερμανία και Βρετανία έχουν, όμως, διαφορετική άποψη. «Η ΕΕ επαναλαμβάνει ότι θα είναι έτοιμη να βοηθήσει στην ανασυγκρότηση της Συρίας μόνον εφόσον δρομολογηθεί οριστικά μια συνολική, γνήσια και χωρίς αποκλεισμούς πολιτική μετάβαση, την οποία θα διαπραγματευθούν οι αντιμαχόμενοι στη Συρία…», σημειώνεται στο πλαίσιο της «στρατηγικής της ΕΕ για τη Συρία» την οποία ενέκρινε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Απρίλιο του 2017. Οι Ευρωπαίοι, με άλλα λόγια, συνδέουν τη ανοικοδόμηση της Συρίας με την «πολιτική μετάβαση» σε μια νέα εποχή στην οποία δεν θα έχει ρόλο ο Άσαντ, κάτι το οποίο όμως ευλόγως δεν γίνεται αποδεκτό ούτε από τον ίδιο τον Άσαντ, ούτε από τους Ρώσους που συνεχίζουν να τον στηρίζουν.
Κάποιοι Ευρωπαίοι δεν έφυγαν ποτέ από τη Συρία
Δεν έχουν, όμως, όλοι οι Ευρωπαίοι ακριβώς την ίδια άποψη. Σημειώνεται ότι υπάρχουν χώρες (Τσεχία, Βουλγαρία, Πολωνία, Ρουμανία κ.ά.) που επέλεξαν να διατηρήσουν τη διπλωματική τους παρουσία στη Συρία κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά και άλλες (όπως κυρίως η Ιταλία, αλλά και το Βέλγιο, η Ισπανία κ.ά.) εταιρείες των οποίων σπεύδουν να πάρουν μέρος σε εκθέσεις όπως είναι για παράδειγμα η «Rebuild Syria 2019». Ο λόγος για μια έκθεση που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο στη Δαμασκό… υπό την αιγίδα μεταξύ άλλων και του Ιράν το οποίο συμμετείχε με συνολικά 84 εταιρείες (από τις συνολικά 390 που πήραν μέρος), ενώ τον περασμένο Αύγουστο είχε πραγματοποιηθεί και στην Τεχεράνη μια «διάσκεψη για τις επενδυτικές ευκαιρίες και το εμπόριο στη Συρία» με τη συμμετοχή εκατοντάδων επιχειρηματιών. Η «Rebuild Syria» δεν είναι όμως η μοναδική έκθεση που διεξάγεται στη Συρία. Τον περασμένο Σεπτέμβριο πραγματοποιήθηκε εκεί και η ετήσια «Damascus International Fair» στην οποία μάλιστα φέτος πήραν μέρος και αντιπροσωπείες από το Ομάν και από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που αμφότερα έχουν προχωρήσει στην αποκατάσταση των διπλωματικών τους δεσμών με το καθεστώς του Σύρου προέδρου Μπασάρ αλ Άσαντ, όπως έχει κάνει άλλωστε και το Μπαχρέιν.
Ιορδανία και Λίβανος είναι, επίσης, δύο χώρες που εμφανίζονται να προσεγγίζουν με μεγάλο ενδιαφέρον την προοπτική της μεγαλύτερης εμπλοκής τους στην ανοικοδόμηση της Συρίας, προς μεγάλη απογοήτευση των ΗΠΑ που επιμένουν να συνδέουν την ανοικοδόμηση με την προηγούμενη αποχώρηση του Ιράν και των φιλοϊρανικών δυνάμεων από τη Συρία.
Πίσω στη Ρωσία πάντως, υπάρχουν φωνές που θεωρούν ότι η ανασυγκρότηση της Συρίας θα μπορούσε, δεδομένης και της ευρωατλαντικής απροθυμίας, να βασιστεί ως επί το πλείστων πάνω σε χώρες της μεσανατολικής γειτονιάς όπως είναι τα Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία, το Ιράν και η Τουρκία, με την εν λόγω προοπτική ωστόσο επί του παρόντος να σκοντάφτει κυρίως πάνω στις αμερικανικές κυρώσεις. Κάποιοι υποστηρίζουν μάλιστα ότι μέσα από μια τέτοια συμπόρευση θα μπορούσαν να εξομαλυνθούν και κάποια τα αγκάθια μεταξύ Τεχεράνης και Ριάντ.
Το μόνο σίγουρο, και σε αυτό συμφωνούν όλοι, είναι ότι κανείς δεν θα ήθελε να επαναληφθεί το φιάσκο της ανοικοδόμησης του Ιράκ, μιας «ανοικοδόμησης» δηλαδή στο βωμό της οποίας ξοδεύτηκαν την περίοδο μεταξύ 2003 και 2014 περισσότερα από 220 δισεκατομμύρια δολάρια, χωρίς όμως κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Εν τω μεταξύ πάντως, πίσω στη Συρία κάποιοι έχουν ήδη ξεκινήσει να χτίζουν λουσάτες γειτονιές με… πολυτελείς κατοικίες στο πλαίσιο μεγαλεπήβολων (αλλά και αμφιλεγόμενων) πρότζεκτ όπως είναι «Marota City» και «Grand Town».