Χωρίς εθνική στρατηγική απέναντι στον Ερντογάν
Γράφει ο Αντώνης Καρακούσης
Τουρκία έχει περιγράψει εδώ και καιρό τα σχέδια και τις επιδιώξεις της όσον αφορά την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Με το εφεύρημα του δόγματος της «γαλάζιας πατρίδας» διαδήλωνε ακριβώς την πρόθεσή της να συμμετάσχει με κάθε τρόπο στην όποια απόπειρα ελέγχου των υποθαλάσσιων πηγών αερίου ή πετρελαίου στην ευρύτερη περιοχή.
Στη βάση αυτού του δόγματος έστειλε τα γεωτρύπανά της στα οριοθετημένα οικόπεδα της κυπριακής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης και εμπόδισε το ερευνητικό έργο ευρωπαϊκών κυρίως πετρελαϊκών εταιρειών.
Στην αυτή λογική εντάσσεται και η ευρύτερη διεκδίκησή της, όπως και η συνεχής και έμπρακτη αμφισβήτηση, από αέρος και θαλάσσης, της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Με τον επιχειρούμενο τελευταίως συνεταιρισμό με την ασταθή Λιβύη έρχεται ακριβώς να διαμορφώσει τετελεσμένα, να περιορίσει την ελληνική υφαλοκρηπίδα και κατ’ επέκταση τα όρια της ελληνικής αποκλειστικής οικονομικής ζώνης ώστε να την απομονώσει και να την αποκόψει από την αντίστοιχη αιγυπτιακή. Και αντιθέτως να διευρύνει τη δική της και να την καταστήσει συμμέτοχο και διεκδικητή των υδρογονανθράκων όλης της Νοτιοανατολικής Μεσογείου.
Ουσιαστικά δηλώνει με επιθετικό τρόπο σε όλους τους ενδιαφερόμενους ότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει εκμετάλλευση των υποθαλάσσιων πηγών αερίου στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή είναι η στρατηγική της και μετά τις εξελίξεις στη Συρία θεωρεί ότι μπορεί να την επιβάλει, και μάλιστα από θέση ισχύος.
Οι κινήσεις της επίσης θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως πρόσκληση σε ένα δικό της τραπέζι διαπραγματεύσεων. Κατά μία εκδοχή η Τουρκία θέλει να σύρει σε διμερείς διαπραγματεύσεις όλες τις εμπλεκόμενες χώρες και έτσι να αποκομίσει τα περισσότερα των κερδών.
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η στρατηγική της και αυτήν προβάλλει με κάθε τρόπο, μη διστάζοντας ακόμη και να αυθαιρετήσει, όπως επιχειρεί τώρα συνδέοντας διαγωνίως τη Μαρμαρίδα, τις τουρκικές ακτές δηλαδή, με το ιστορικό λιμάνι Τομπρούκ της Λιβύης στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
Με άλλα λόγια η Τουρκία και ο Ερντογάν έχουν στρατηγική και θέλουν να την επιβάλουν συγκρουόμενοι ακόμη και με τους ισχυρότερους της Ευρώπης ή αγνοώντας τους Αμερικανούς.
Το ερώτημα που ευθέως τίθεται είναι αν εμείς έχουμε στρατηγική και αν ναι πώς την υπηρετούμε.
Η συνεχής επίκληση του διεθνούς δικαίου προφανώς δεν αρκεί.
Η Ελλάδα είτε θα επιμείνει στα δίκαιά της και θα διαθέσει τους απαιτούμενους πόρους και τις δυνάμεις να τα υπερασπιστεί, αναλαμβάνοντας και το όποιο ρίσκο μιας ευρύτερης σύγκρουσης, είτε θα επιχειρήσει να συγκροτήσει ισχυρό συμμαχικό μέτωπο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Είτε θα κατευθυνθεί σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τη γείτονα αποδεχόμενη όρους συνεκμετάλλευσης, είτε θα πάει μονομερώς στα διεθνή δικαστήρια προκειμένου να κατοχυρώσει τα δίκαιά της.
Κάθε επιλογή έχει το κόστος, τα ρίσκα και τους περιορισμούς της. Και γι’ αυτό απαιτεί πολιτικές αποφάσεις εθνικού επιπέδου.
Οσο δεν χαράσσεται εθνική στρατηγική, η χώρα θα σύρεται πίσω από τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας.
Είναι καιρός λοιπόν ακριβώς γι’ αυτό και μια ευκαιρία να αναζητήσουν πεδία συνεννόησης και συναίνεσης.
Και φυσικά η πρωτοβουλία ανήκει στον Πρωθυπουργό…