20/04/2024

Βρετανικές Εκλογές: Τα στρατόπεδα, οι δημοσκοπικές εκτιμήσεις και ο γόρδιος δεσμός του Brexit

Του Γιώργου Δ. Παυλόπουλου

Η ώρα για τις βρετανικές εκλογές έφτασε: εκατομμύρια πολίτες του Ηνωμένου Βασιλείου προσέρχονται σήμερα στις κάλπες για την εκλογή των 650 νέων μελών της Βουλής των Κοινοτήτων της χώρας, η σύνθεση της οποίας θα καθορίσει και το ποια θα είναι η επόμενη κυβέρνηση της Αυτής Μεγαλειότητος.

Στην ουσία, αυτό που θα κριθεί δεν είναι τόσο το ποιο κόμμα θα αναδειχθεί πρώτο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, καθώς αυτή η θέση φαίνεται να έχει “κλειδώσει” για τους Συντηρητικούς του Μπόρις Τζόνσον, αλλά το κατά πόσο οι τελευταίοι θα αποκτήσουν ξανά την αυτοδύναμη πλειοψηφία που διέθεταν μεταξύ 2015 και 2017, ώστε ο ηγέτης τους να περάσει άνετα από το βρετανικό κοινοβούλιο τη συμφωνία που απέσπασε από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την έξοδο του ΗΒ από το μπλοκ των 28 χωρών (Brexit). Η αποχώρηση, εάν αυτή η αυτοδυναμία επιτευχθεί, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα λάβει χώρα οριστικά στις 31 Ιανουαρίου 2020.

Ένα κοινοβούλιο χωρίς αυτοδύναμη πλειοψηφία του πρώτου κόμματος (hung parliament) είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε νέα ακινησία και τελικά σε δεύτερο δημοψήφισμα για το Brexit, προκειμένου ο βρετανικός λαός να αποφασίσει για την οριστική έκβαση της συγκεκριμένης “περιπέτειας”, που βρίσκεται ήδη στον τέταρτο χρόνο της. Ακόμη όμως και το ερώτημα σε ένα τέτοιο δημοψήφισμα δεν είναι επ’ ουδενί προσδιορισμένο: θα πρόκειται για επιλογή ανάμεσα στη συμφωνία Τζόνσον και στο ασύντακτο Brexit χωρίς συμφωνία ή, όπως προτείνει ο έτερος διεκδικητής του πρωθυπουργικού θώκου Τζέρεμι Κόρμπιν, μια επιλογή ανάμεσα σε μια νέα συμφωνία με την ΕΕ και στην παραμονή στην Ένωση των “28”;

Οι συσχετισμοί που θα διαμορφώσουν οι Βρετανοί ψηφοφόροι στο νέο κοινοβούλιο της χώρας, με τη σημερινή επιλογή τους, θα σφραγίσουν αναμφισβήτητα το μέλλον του ΗΒ τουλάχιστον για τις επόμενες δεκαετίες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αστάθμητο παράγοντα για τη διαμόρφωση αυτών των συσχετισμών αποτελεί και το εκλογικό σύστημα του Ην. Βασιλείου, με βάση το οποίο η χώρα (δηλαδή η Αγγλία, η Σκωτία, η Ουαλία και η Βόρεια Ιρλανδία) χωρίζεται σε 650 μονοεδρικές περιφέρειες, στην κάθε μία από τις οποίες εκλέγεται ένας και μόνος βουλευτής, και μάλιστα χωρίς δεύτερο γύρο μεταξύ των δύο επικρατέστερων.

Πρόκειται για πλειοψηφικό σύστημα ενός γύρου (first past the post), όπου όποιος από τους υποψηφίους λάβει περισσότερες ψήφους από τους υπόλοιπους συνυποψηφίους του εκλέγεται αυτόματα βουλευτής της περιφέρειας. Ειδικά σε μία περίοδο που το Brexit έχει αναδιατάξει σε μεγάλο βαθμό τις κομματικές προτιμήσεις, αλλά και διαταράξει τις εσωκομματικές ισορροπίες σε όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα (κυρίως στα δύο μεγάλα “κυβερνητικά”), το εκλογικό σύστημα αναμένεται να οδηγήσει μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος στην λεγόμενη “τακτική ψήφο”, δηλαδή την ψήφο σκοπιμότητας με βάση το ποιο κόμμα έχει πιθανότητες να εκλέξει βουλευτή στη συγκεκριμένη περιφέρεια ή ποιο κόμμα μπορεί πιο εύκολα να τη στερήσει από τον πιο “μισητό” πολιτικό αντίπαλο. 

Για παράδειγμα, το δεξιό, λαϊκιστικό αντιευρωπαϊκό Κόμμα του Brexit του Νάιτζελ Φάρατζ έχει αποσύρει τους υποψηφίους του από 317 περιφέρειες στις οποίες υπήρχε από τις προηγούμενες εκλογές εκλεγμένος βουλευτής των Συντηρητικών, προκειμένου να μην κατηγορηθούν ότι στέρησαν την αυτοδυναμία από τον δεύτερο (μετά τον Φάρατζ) μεγαλύτερο διαπρύσιο κήρυκα του Brexit, Μπόρις Τζόνσον.

Πολλοί ψηφοφόροι π.χ. των κεντρώων Φιλελεύθερων Δημοκρατών – οι οποίοι έχουν δεσμευθεί να ακυρώσουν το Brexit – που ψηφίζουν σε περιφέρειες όπου κονταροχτυπιούνται ένας Συντηρητικός και ένας Εργατικός υποψήφιος δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τον δεύτερο, προκειμένου να στερήσουν την αυτοδυναμία από τον Μπόρις Τζόνσον, ενώ ανάλογα κινούνται και ψηφοφόροι των Εργατικών σε περιπτώσεις που η βασική μάχη είναι ανάμεσα σε Συντηρητικούς και Φιλελεύθερους Δημοκράτες.

Αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι τα ποσοστά των κομμάτων σε πανεθνικό επίπεδο δεν παίζουν κανέναν απολύτως ρόλο στη σύνθεση της Βουλής, όπως συμβαίνει π.χ. στην Ελλάδα. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες, το κεντροαριστερό εθνικιστικό Κόμμα της Ουαλίας και το οικολογικό Κόμμα των Πρασίνων έχουν μάλιστα προχωρήσει και επισήμως σε συμφωνία για στήριξη αλλήλων σε ορισμένες περιφέρειες, με τους Φιλελεύθερους να στηρίζουν και φιλοευρωπαίους πρώην Συντηρητικούς που κατέρχονται ως ανεξάρτητοι. Το Κόμμα των Πρασίνων έχει αποσυρθεί και στηρίζει μονομερώς σε ορισμένες περιφέρειες υποψήφιους των Εργατικών.

Το Συντηρητικό Ενωτικό Κόμμα

Το κόμμα του οποίου ηγείται ο Μπόρις Τζόνσον είναι σίγουρα ένας διαφορετικός πολιτικός φορέας από εκείνον που κέρδισε την εξουσία το 2010 (σχηματίζοντας κυβέρνηση συνεργασίας με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες), το 2015 και το 2017. Η όλη πορεία του μετά το δημοψήφισμα για το Brexit του 2016 έχει οδηγήσει σε ενίσχυση των πλέον συντηρητικών και αντιευρωπαϊκών του τάσεων και έχει οδηγήσει μεγάλο μέρος της ήπιας κεντροδεξιάς και φιλοευρωπαϊκής του πτέρυγας είτε στην αποχώρηση, είτε στον πολιτικό παραγκωνισμό, ειδικά μετά την φετινή εκλογή Τζόνσον στην ηγεσία.

Οι “νέοι” Συντηρητικοί δεν έχουν στραφεί βεβαίως στον αντιφιλελεύθερο λαϊκισμό άλλων δυνάμεων της αντιευρωπαϊκής Δεξιάς ανά την Ευρώπη, αντίθετα θεωρούν το Brexit μιας μορφής “αποδέσμευση” από τα “σοσιαλίζοντα” δεσμά της “γραφειοκρατικής ΕΕ” και την απαρχή μιας νέας περιόδου φιλελευθεροποίησης της οικονομίας και προοπτικών για το ελεύθερο εμπόριο. 

Ωστόσο το πρόγραμμα του Τζόνσον, ο οποίος υπόσχεται έκρηξη των δημόσιων δαπανών και ακυρώνει φορολογικές ελαφρύνσεις που θα ενίσχυαν περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της βρετανικής οικονομίας, αν και πατά σε έναν βαθμό σε πραγματικές ανάγκες, αποτελεί μια κλασική μορφή λαϊκιστικής εξαγοράς των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων, στα οποία έχει επίσης εμφιλοχωρήσει ένα βουβό, αλλά ολοένα και ισχυρότερο αντιμεταναστευτικό πνεύμα. Το τελευταίο, το οποίο καλλιέργησε και εκμεταλλεύτηκε επί χρόνια ο Φάρατζ, συντάσσεται πλέον ξεκάθαρα με τους Συντηρητικούς, ακόμη και σε περιοχές που παραδοσιακά ψήφιζαν υπέρ του Εργατικού Κόμματος.

Τα μεγάλα προβλήματα για τον Τζόνσον, ακόμη και αν κερδίσει την πολυπόθητη αυτοδυναμία και “περάσει” από τη Βουλή τη συμφωνία εξόδου από την ΕΕ, είναι δύο: το πρώτο είναι ότι μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020, οπότε τελειώνει η μετα-Brexit μεταβατική περίοδος, θα πρέπει να έχει συμφωνήσει με τις Βρυξέλλες και να έχει “περάσει” από το κοινοβούλιο τη νέα συμφωνία ρύθμισης των εμπορικών σχέσεων ΗΒ – ΕΕ. 

Σε αντίθετη περίπτωση, θα πρέπει ή να επεκτείνει τη μεταβατική περίοδο (που σημαίνει ελευθερία κίνησης προσώπων, κεφαλαίων, προϊόντων και υπηρεσιών μεταξύ Βρετανίας και 27 χωρών της ΕΕ) ή να οδηγήσει τη Βρετανία σε μια “ασύντακτη” έξοδο από τη μεταβατική περίοδο, που θα μοιάζει πολύ ως προς τις επιπτώσεις της με ένα “ασύντακτο” Brexit. Ακόμη και με αυτοδυναμία, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μεγάλο μέρος της μετριοπαθούς πτέρυγας των Συντηρητικών θα ακολουθήσει τον ηγέτη του κόμματος σε νέες “περιπέτειες”, που ενδεχομένως να πλήξουν βαριά τη βρετανική οικονομία.

Το άλλο πρόβλημα για τον Τζόνσον είναι οι σχέσεις του με τους προτεστάντες Βορειοϊρλανδούς οπαδούς της ενότητας της επαρχίας τους με την Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι εκφράζονται κυρίως μέσα από το δεξιό Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι τελευταίοι στήριξαν τις κυβερνήσεις Μέι και Τζόνσον με ψήφο ανοχής, ωστόσο νιώθουν προδομένοι από τη συμφωνία Τζόνσον – Βρυξελλών, θεωρώντας ότι δημιουργεί τελωνειακό σύνορο μεταξύ Μ. Βρετανίας και Β. Ιρλανδίας, οδηγώντας την τελευταία ένα βήμα πιο κοντά στο “όνειρο” των καθολικών Ιρλανδών εθνικιστών για ένα ενιαίο ιρλανδικό κράτος σε όλο το νησί.

Η ηγέτιδα του DUP Αρλίν Φόστερ δήλωσε πρόσφατα ότι δεν έπρεπε να είχε πιστέψει τις διαβεβαιώσεις του Τζόνσον για την προστασία της ενότητας του Ην. Βασιλείου. Μπορεί κανείς να φανταστεί τι θα σήμαινε να χρειαζόταν εκ νέου μια συνεργασία Συντηρητικών – DUP για τον σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας ή για την έγκριση της συμφωνίας εξόδου από την ΕΕ σε λίγες ημέρες: πλήρες αδιέξοδο.

Η παραίτηση, τέλος, της δημοφιλούς ηγέτιδας των Σκωτσέζων Συντηρητικών Ρουθ Ντέιβιντσον, αντιπάλου του Brexit, ενδέχεται να κοστίσει στον Τζόνσον άμεσα, δηλαδή σε έδρες στη Σκωτία, που του χρειάζονται για την αυτοδυναμία, αλλά και έμμεσα, μέσω της ενίσχυσης των κεντροαριστερών εθνικιστών του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP) της Νίκολα Στέρτζον. Το τελευταίο, το οποίο ελέγχει την αποκεντρωμένη σκωτσέζικη κυβέρνηση, επιδιώκει ανοικτά την ανεξαρτητοποίηση της Σκωτίας από το ΗΒ και την επανάληψη του δημοψηφίσματος του 2014 για την ανεξαρτησία, ενώ αποτελεί και την τρίτη δύναμη σε αριθμό βουλευτών στο βρετανικό κοινοβούλιο.

Το Εργατικό Κόμμα και το ζήτημα Κόρμπιν

Με τις αναταράξεις που έχει βιώσει την τελευταία πενταετία το κυβερνών Συντηρητικό Κόμμα, η τυπική πολιτική λογική θα υποδείκνυε ότι οι φετινές εκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία πολιτικού θριάμβου για τους κεντροαριστερούς Εργατικούς. Ειδικά μετά την εντυπωσιακή αντιστροφή του κλίματος στις εκλογές του 2017, όταν οι Συντηρητικοί της Τερέζα Μέι ξεκίνησαν με ποσοστά κοντά στο 50% στις δημοσκοπήσεις και κατέληξαν σε απώλεια της αυτοδυναμίας, και με μια ενισχυμένη σε βουλευτές αξιωματική αντιπολίτευση των Εργατικών, ο Κόρμπιν φάνταζε ως “πρωθυπουργός εν αναμονή”. Τι μεσολάβησε από τότε και έδωσε ακόμη και σε μια τουλάχιστον αμφιλεγόμενη προσωπικότητα όπως ο Τζόνσον το πολιτικό προβάδισμα; Το γεγονός ότι ο ηγέτης των Εργατικών είναι ακόμη πιο αμφιλεγόμενος και “τρωτός”.

Ο Τζέρεμι Κόρμπιν είχε κάνει καριέρα επί δεκαετίες ως αριστερός “αντάρτης” βουλευτής των Εργατικών και τοποθετείτο στην άκρα αριστερά πτέρυγα του κόμματος, η οποία διατηρούσε επαφή με διάφορες οργανώσεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Δεν φημιζόταν ποτέ για την συμπάθειά του προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία θεωρούσε κλειστό κλαμπ των “ελίτ”, ενώ ταυτόχρονα ηγείται ενός κόμματος με έντονα φιλοευρωπαϊκή βάση. Οι δε θέσεις του για ένταση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία τρομάζουν την πλειοψηφία όσων επιθυμούν μια ανοικτή οικονομία, ακόμη και σοσιαλδημοκρατικού προσανατολισμού υποστηρικτές και στελέχη των Εργατικών.

Η αμφίθυμη στάση του σχετικά με το Brexit και η σχεδόν ακατανόητη στρατηγική του για νέα διαπραγμάτευση με την ΕΕ, δεύτερο δημοψήφισμα στο οποίο ο ίδιος θα μείνει ουδέτερος και τελικά εφαρμογή όποιας από τις δύο επιλογές προκριθεί από τους ψηφοφόρους δεν ενθουσιάζει ούτε τους φανατικούς Brexiteers, ούτε τους συνεπείς Bremainers.

Το κλίμα για τον ηγέτη των Εργατικών γίνεται ακόμη πιο βαρύ από τη βροχή καταγγελιών για περιστατικά αντισημιτισμού εντός του κόμματος, κατά Βρετανών εβραίων βουλευτών και στελεχών, αλλά και από την εδραιωμένη αντίληψη ότι ο ίδιος ανέχεται, καλύπτει ή προσπαθεί να υποβαθμίσει τη σημασία τους. Ακτιβιστές που έχουν εισέλθει στο κόμμα τα τελευταία χρόνια ως “προσωπικός στρατός” του Κόρμπιν από μικρότερες ακροαριστερές οργανώσεις φέρονται να έλκονται από θεωρίες συνωμοσίας περί “σιωνιστικής ελίτ” η οποία “ελέγχει τα ΜΜΕ και τις τράπεζες” και την οποία ο ηγέτης των Εργατικών “πολεμά”. Ο Κόρμπιν δεν έχει υποστηρίξει ποτέ ανοιχτά τέτοιες θεωρίες, ούτε όμως τις έχει καταδικάσει με την ένταση που θα περίμενε κανείς από ηγέτη σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της δυτικής Ευρώπης.

Με ένα τέτοιο προφίλ, είναι προφανές ότι το Εργατικό Κόμμα αδυνατεί να χτίσει πλατιές συναινέσεις και να αποκτήσει πλειοψηφικό ρεύμα, ειδικά στους κεντρώους και μετριοπαθείς ψηφοφόρους, ενώ πολλά είναι και τα περιστατικά με Εργατικούς βουλευτές του να παραδέχονται ότι ο Κόρμπιν αποτελεί βαρίδι και πρόβλημα για το κόμμα, στερώντας του κάθε πιθανότητα κατάκτησης της εξουσίας. Τελευταίο “κρούσμα” ήταν η δημοσιοποίηση σχετικών σχολίων του σκιώδους υπουργού Υγείας Τζον Άσγουορθ, σε ιδιωτική του συζήτηση που είδε το φως της δημοσιότητας παρά τη θέλησή του.

Οι οπαδοί του Κόρμπιν, από την άλλη πλευρά, ισχυρίζονται ότι έδωσε εκ νέου νεανικό και ριζοσπαστικό αέρα στο κόμμα και το έστρεψε προς τις “ανάγκες των πολλών”, κάτι που ναι μεν “δούλεψε” στις εκλογές του 2017, δεν φαίνεται ωστόσο να επιβεβαιώνεται ως τάση σε εκείνες του 2019.

Φιλελεύθεροι Δημοκράτες: Η χαμένη ευκαιρία;

Με μια νεαρή ηγέτιδα 39 ετών, την Τζο Σουίνσον, με ένα ξεκάθαρα μετριοπαθές, κεντρώο και φιλοευρωπαϊκό πολιτικό πρόγραμμα, καθώς και με την πλέον “κρυστάλλινη” θέση αντίθεσης προς το Brexit, οι φετινές εκλογές θα έπρεπε να αποτελέσουν τομή σημαντικής ενίσχυσης για τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες.

Και όμως. Η επιλογή τους να δηλώσουν ότι θα αναιρέσουν την απόφαση του δημοψηφίσματος του 2016 για το Brexit χωρίς νέα προσφυγή στον λαό, που θεωρήθηκε ακόμη και από οπαδούς του Bremain ως αντιδημοκρατική, η τελικά μικρότερη του αναμενομένου δυναμική της νεαρής τους αρχηγού – με βάση τις δημοσκοπήσεις – και το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που είναι “κομμένο και ραμμένο” για να συντρίβει όσους επιθυμούν να μπουν σφήνα σε έναν ισχυρότατο δικομματισμό φαίνεται να οδηγούν το βασικό φιλοευρωπαϊκό και κεντρώο κόμμα της Βρετανίας σε “χαμηλές πτήσεις” στις εκλογές, παρά τα αρχικά ισχυρά δημοσκοπικά ποσοστά του.

Η δημοσκοπική εκτίμηση

Οι δημοσκοπικές έρευνες των τελευταίων εβδομάδων δίνουν όλες αυτοδυναμία στους Συντηρητικούς του Μπ. Τζόνσον, αν και τις τελευταίες ημέρες η ψαλίδα φαίνεται να κλείνει. Το ίδιο ισχύει και για τις εκτιμήσεις των στοιχηματικών εταιρειών.

Για καθαρή αυτοδύναμη πλειοψηφία, χρειάζονται 326 εκ των 650 εδρών, ωστόσο στην πραγματικότητα, με δεδομένο ότι το ιρλανδικό εθνικιστικό Sinn Fein δεν καταλαμβάνει τις 7 έδρες που κερδίζει στο βρετανικό κοινοβούλιο και ότι ο πρόεδρος της Βουλής των Κοινοτήτων και οι τρεις αντιπρόεδροί του δεν ψηφίζουν κατά παράδοση υπέρ καμίας πτέρυγας, ο πραγματικός αριθμός που χρειάζεται ο Τζόνσον κατ’ ελάχιστον είναι 320 βουλευτές.

Με βάση την τελική εκτίμηση ψήφου από πλευράς της YouGov, που είχε προβλέψει με σχετική ακρίβεια το αποτέλεσμα των εκλογών του 2017, οι έδρες θα κατανεμηθούν ως εξής:

Συντηρητικό Ενωτικό Κόμμα: 339
Εργατικό Κόμμα: 231
Σκωτσέζικο Εθνικό Κόμμα: 41
Φιλελεύθεροι Δημοκράτες: 15
Plaid Cymru (Το Κόμμα της Ουαλίας): 4
Κόμμα των Πρασίνων: 1
Άλλα Κόμματα (Β. Ιρλανδία, Ανεξάρτητοι, μικρότεροι σχηματισμοί, Πρόεδρος Βουλής): 19 έδρες

Μέιτζορ: Μην ψηφίσετε Συντηρητικούς – Μπλερ: Επικίνδυνη μια κυβέρνηση υπό τον Κόρμπιν

Χαρακτηριστικό της πολιτικής και ιδεολογικής αναδιάταξης των τελευταίων ετών, με πυρήνα το ζήτημα του Brexit, είναι ότι δύο εμβληματικές μορφές των δύο μεγαλύτερων κομμάτων καλούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε καταψήφιση του κόμματος που τους ανέδειξε στο πρωθυπουργικό αξίωμα.

Ο Συντηρητικός Σερ Τζον Μέιτζορ, πρωθυπουργός από τον Νοέμβριο του 1990 έως τον Μάιο του 1997, κάλεσε τους ψηφοφόρους να μην ψηφίσουν το Συντηρητικό Κόμμα, λόγω του τρόπου που χειρίστηκε το ζήτημα του Brexit και να προτιμήσουν τους υποψηφίους που αποσπάστηκαν από τις γραμμές του και κατέρχονται στις εκλογές ως ανεξάρτητοι με φιλοευρωπαϊκές θέσεις. “Θέλω να ξεκαθαρίσω το εξής: οι άνθρωποι αυτοί δεν εγκατέλειψαν το Συντηρητικό Κόμμα. Το Συντηρητικό Κόμμα απομακρύνθηκε από αυτούς. Χωρίς το ταλέντο τους στα κοινοβουλευτικά έδρανα, το κοινοβούλιο θα είναι πιο φτωχό, γι’ αυτό και, εάν κατοικούσα σε μια περιφέρεια στην οποία θα ήταν υποψήφιοι, θα είχαν την ψήφο μου”, δήλωσε.

Ο διάδοχος του Μέιτζορ στην πρωθυπουργία, ο Εργατικός Τόνι Μπλερ, πρωθυπουργός από τον Μάιο του 1997 μέχρι τον Ιούνιο του 2007, τόνισε από την πλευρά του ότι “μια αυτοδύναμη κυβέρνηση οποιουδήποτε από τα δύο μεγάλα κόμματα θα ήταν κάτι αρνητικό”. Πρόσθεσε ότι ο ίδιος θα ψηφίσει το Εργατικό Κόμμα, καθώς εκτιμά τον Εργατικό υποψήφιο βουλευτή στην περιφέρειά του, θεωρώντας τον μετριοπαθή, ωστόσο κάλεσε ουσιαστικά σε “τακτική ψήφο” σε μετριοπαθείς υποψηφίους ανά περιφέρεια, ακόμη και αν αυτοί ανήκουν στο Συντηρητικό Κόμμα, στους Φιλελεύθερους ή κατέρχονται ως ανεξάρτητοι. 

πηγή:Capital.gr

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024