Το Πολεμικό Ναυτικό στην ελληνική ιστοριογραφία

Γράφει ο ιστορικός Παναγιώτης Γέροντας
Επ’ ευκαιρία της Ναυμαχίας της Λήμνου (5 Ιανουαρίου 1913) με την οποία ο Ελληνικός Στόλος κλείδωσε την ελληνική κυριαρχία στο Αρχιπέλαγος κατανικώντας τον Οθωμανικό, θα εκτεθούν σύντομα κάποιες σκέψεις για τον τρόπο που «αντιμετωπίζει» η ελληνική ιστοριογραφία το Πολεμικό Ναυτικό και τον ρόλο του. Αυτό το κείμενο έχει ως στόχο να εγείρει προβληματισμούς σχετικά με το πώς οι ιστορικοί και οι άνθρωποι του πνεύματος επηρεάζονται από παράγοντες που άπτονται της κοινής γνώμης, των ιδεολογιών και της περιρρέουσας πνευματικής ατμόσφαιρας.
Η ελληνική ιστοριογραφία έχει την τάση να παραγνωρίζει τη συμβολή των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων. Αυτό οφείλεται ίσως και στο ότι πολλές φορές ο ρόλος των ναυτικών δυνάμεων είναι «αθόρυβος». Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι οι μεταφορές συγκεντρώσεως των ελληνικών στρατευμάτων στο μέτωπο το 1940. Το Πολεμικό Ναυτικό, αν και αποδυναμωμένο λόγω των πολιτικών που εφαρμόστηκαν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, έφερε εις πέρας ένα τιτάνιο έργο μεταφοράς προσωπικού και υλικού, ενώ παράλληλα διενεργούσε συνοδείες εμπορικών πλοίων με σχεδόν απόλυτη επιτυχία, καθώς οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Παρ’ όλα αυτά το Πολεμικό Ναυτικό δεν έδωσε κάποια ναυμαχία, ενώ, το ίδιο διάστημα, ο Στρατός κατήγαγε λαμπρή νίκη εναντίον των ιταλικών δυνάμεων.
Η ίδια εξήγηση όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε άλλα ιστορικά γεγονότα. Είναι ιστορικά και στρατηγικά παραδεκτό ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 δεν θα μπορούσε να έχει επιτυχή έκβαση χωρίς τη δράση του Στόλου. Χωρίς αυτόν υπέρτερες οθωμανικές δυνάμεις θα διενεργούσαν απόβαση στην Πελοπόννησο, με αποτέλεσμα την εκμηδένιση των επαναστατικών δυνάμεων. Ωστόσο, η ελληνική ιστοριογραφία δίνει έμφαση σε μάχες της ξηράς, ακόμα και σε μικροσυμπλοκές, πάρα σε σημαντικότατες ναυμαχίες που έκριναν την τύχη της Επανάστασης.
Άλλο παράδειγμα είναι οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Ακόμα και η συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν την ιδιότυπη βαλκανική συμμαχία, είναι αποτέλεσμα της ύπαρξης ενός ισχυρού ελληνικού πολεμικού στόλου. Η Βουλγαρία δέχθηκε την ελληνική συμμετοχή, παρ’ όλο που τα ελληνικά και βουλγαρικά συμφέροντα ήταν αντικρουόμενα στη Μακεδονία, επειδή η ηγεσία της γνώριζε ότι χωρίς ισχυρές «συμμαχικές» ναυτικές δυνάμεις, η Πύλη θα εξαπέλυε όλες τις διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις της ενάντιον της Σόφιας. Αυτό άλλωστε αναγράφεται σαφώς και στη Στρατιωτική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας – Βουλγαρίας. Τελικά, ο Ελληνικός Στόλος εκμηδένισε επιχειρησιακά σε δύο ναυμαχίες (Έλλης, Λήμνου) τον Οθωμανικό, με αποτέλεσμα την ευόδωση της συμμαχικής προσπάθειας. Ακόμα και στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο ο Ελληνικός Στόλος απέτρεψε τη συνέχιση της βουλγαρικής κατοχής της πόλης της Καβάλας. Και πάλι, όμως, η ελληνική ιστοριογραφία δίνει έμφαση στις στρατιωτικές συμπλοκές εναντίον οθωμανικών φρουρών στο Σαραντάπορο και αλλού.
Αυτή η αντιμετώπιση του Ναυτικού εκ μέρους της ελληνικής ιστοριογραφίας ίσως οφείλεται στους ακόλουθους λόγους: πρώτον, στη διατήρηση μίας εθνικής αφήγησης που επιτάσσει οι Έλληνες να είναι λιγότεροι και με την ανδρεία τους πάντα να υπερισχύουν. Αυτό ίσως να συνδέεται και με την έμφαση που δίνεται στον λαϊκό πολιτισμό και την αντίθεση προς τον αντιπαθητικό αστισμό. Ο κλέφτης – φαντάρος προέρχεται από τους αγνούς ανθρώπους του χωριού, οι οποίοι είναι φορείς της συνέχειας του Ελληνισμού.
Παράλληλα, δίνεται έμφαση στους ανθρώπους του χωριού, οι οποίοι είναι εκφραστές της λιτής, ειλικρινούς και ανόθευτης ζωής, σε αντιδιαστολή με την επιτήδευση και υποκρισία που διακρίνει τους ανθρώπους των πόλεων. Ο κλέφτης, σύμφωνα με αυτή την αφήγηση, είναι ένας τύπος ανθρώπου, τον οποίο η εθνική αφήγηση επιτάσσει να είναι ένας αγνός πολεμιστής της ελευθερίας. Αυτό το μοτίβο, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε ακόμα και από τον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Αντίστασης εναντίον των Γερμανών. Θύματα αυτής της αντίληψης έπεσαν και διαπρεπείς άνδρες της Επανάστασης του 1821, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Ο Μαυροκορδάτος, άνδρας με σπάνιο πολιτικό νου, ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες πολιτικούς του 19ου αιώνα αλλά και με πολεμική δράση, τελικά απαξιώνεται από την ελληνική ιστοριογραφία.
Σημαντικό είναι σε αυτό το σημείο να γίνει μία σύντομη αναφορά στο λεγόμενο «Ψήφισμα της Υποτελείας» (Act of Submission), διότι με αυτό πιθανόν να φωτιστεί μία άλλη πτυχή της ελληνικής ιστοριογραφίας, ο αντιδυτικισμός. Στα 1825 «ένας αμιγώς πυρήνας αγγλόφιλων Επτανησίων με τον οποίο συντάχθηκε σύντομα ο Μαυροκορδάτος και η οικογένεια Κουντουριώτη» συνέταξε επιστολή προς το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας από την Μ. Βρετανία να ορίσει το πρόσωπο που θα καταλάμβανε τον ελληνικό Θρόνο. Το κείμενο αφού υπογράφτηκε από πολλούς και σημαντικούς πελοποννήσιους και ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, καθώς και νησιώτες πολιτικούς και στρατιωτικούς, εστάλη στο Λονδίνο.
Αυτό το Ψήφισμα στηλιτεύθηκε από τους Έλληνες ιστορικούς και θεωρήθηκε ως μία πράξη εθελοδουλείας. Μία πράξη προδοσίας της φιλοαγγλικής μερίδας απέναντι στην Επανάσταση. Χαρακτηριστικές είναι φράσεις Ελλήνων ιστορικών του προοδευτικού χώρου, όπως ο Τάσος Βουρνάς, ο οποίος αποκαλεί τον Μαυροκορδάτο «κακό δαίμονα», ενώ ισχυρίζεται πως «την εποχή που ο Κολοκοτρώνης πάσχιζε να σώσει» την Επανάσταση, αυτός εκτελούσε «μυστικές οδηγίες του Κάνιγκ». Ο Τ. Σταματόπουλος προχώρησε ακόμη παραπέρα. Προσπαθώντας να εξηγήσει την ύπαρξη των υπογραφών, μεταξύ αυτών και του Κολοκοτρώνη, ανέφερε ψευδώς ότι οι εμπνευστές αυτής της «προδοτικής ενέργειας», πλαστογράφησαν τις υπογραφές επιφανών πολιτικών και στρατιωτικών της Επανάστασης.
Οι κρίσεις των ιστορικών επί αυτού του Ψηφίσματος είναι ενδεικτικές. Παραβλέπουν εντελώς την τεράστια πολιτική και στρατηγική του σημασία, αφού έβαλε για τα καλά «στο παιχνίδι» τη Μ. Βρετανία. Δείχνουν επίσης να παραβλέπουν και την απογοήτευση που ένιωθαν οι Έλληνες τότε (όπως και τόσες άλλες φορές) από τη Ρωσία και το σχέδιό της, το περιβόητο των Τριών Τμημάτων (Ιανουάριος 1824). Αυτό το σχέδιο προέβλεπε τη διαίρεση της Ελλάδος σε τρία τμήματα στο πρότυπο των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Αυτές θα ήταν πρώτον, της Πελοποννήσου (Πελοπόννησος, Κρήτη), δεύτερον, της Ανατολικής Ελλάδας (Αττική, Βοιωτία, Θεσσαλία) και τρίτον, της Δυτικής Ελλάδας (Αιτωλία, Ακαρνανία, δυτική Ήπειρος). Τα νησιά του Αιγαίου θα ήταν πλέον αυτόνομα με κοινοτική διοίκηση ανάλογη της προεπαναστατικής. Τέλος, οι περιοχές θα ήταν αυτόνομες (όχι ανεξάρτητες), θα πλήρωναν φόρο υποτελείας στην Πύλη, ενώ θα εκπροσωπούνταν διπλωματικά ενώπιόν της.
Εξίσου σημαντικά είναι τα γεγονότα του Πόρου και το κάψιμο του Εθνικού Στόλου από τον Μιαούλη. Με λίγα λόγια, η συγκεντρωτική πολιτική του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια οδήγησε σε αντιπαράθεσεις με τη Μάνη και την Ύδρα. Όσον αφορά στην Ύδρα, το όλο θέμα είχε να κάνει με κεκτημένα πριν αλλά και κατά την Επανάσταση, όπως το να εισπράττει προσόδους από τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου και να διαθέτει τα πλοία στην υπηρεσία του Κράτους με ευνοϊκούς όρους για τους πλοιοκτήτες. Η κατάργηση των οικονομικών και πολιτικών προνομίων, η μη καταβολή αποζημίωσης για χαμένα υδραίικα καράβια, καθώς και η δημιουργία εθνικού στόλου εκ μέρους του Κυβερνήτη όξυναν τα πνεύματα.
Η Ύδρα δεν άργησε να γίνει το κέντρο του αντικυβερνητικού συνασπισμού μεταξύ των οποίων ήταν και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Οι Έλληνες ιστορικοί αλλά και ο ελληνικός λαός στη συνείδησή του επικρίνει αυτήν τη στάση των Υδραίων και των Μανιατών. Στην ελληνική συλλογική μνήμη, ο Καποδίστριας είναι ένας ήρωας που προσπάθησε να βάλει σε τάξη το Κράτος, ενόχλησε συμφέροντα και για αυτό δολοφονήθηκε.
Η στάση αλλάζει όταν εισερχόμαστε στην περίοδο της Αντιβασιλείας και της Βασιλείας του Όθωνα. Παρ’ όλο που οι ομοιότητες είναι πάρα πολλές, η «Βαυαροκρατία», όπως είθισται να ονομάζεται υποτιμητικά, είναι μία αρνητική περίοδος για ένα μέρος Ελλήνων ιστορητών, μία ξενοκρατία. Όπως ήδη εκτέθηκε, οι διαφορές είναι λιγότερες από τις ομοιότητες. Και η Αντιβασιλεία με τον Όθωνα αλλά και ο Καποδίστριας ήρθαν να κυβερνήσουν τον τόπο ως εξωτερικοί παράγοντες. Και η Αντιβασιλεία με τον Όθωνα αλλά και ο Καποδίστριας εφάρμοσαν συγκεντρωτική πολιτική. Όθωνας και Καποδίστριας συγκρούστηκαν με την βρετανική πολιτική. Ο Όθωνας, μάλιστα, συγκρούστηκε πολλές φορές, πράγμα που ίσως τελικά να του στοίχισε και τον ίδιο τον Θρόνο. Παρ’ όλα αυτά, στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με μερίδα Ελλήνων ιστορικών, έχουμε να κάνουμε με έναν ηρωικό κυβερνήτη που θυσιάστηκε, ενώ στη δεύτερη με μία ξενοκρατία.
Συγκρίνοντας τα παραπάνω με το Πολεμικό Ναυτικό, θα μπορούσαμε να πούμε τα εξής: πρώτον, η άρχουσα τάξη των τριών ναυτικών νησιών της Επανάστασης (Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά), οι λεγόμενοι οικοκυραίοι – πλοιοκτήτες, δεν ανταποκρίνονται στο πλαίσιο του «αγνού, λαϊκού πολεμιστή», καθώς ήταν άνθρωποι, οι οποίοι είχαν πλουτίσει με το εμπόριο. Αυτοί, όμως, έδωσαν τεράστια χρηματικά ποσά για να συντηρείται ετοιμοπόλεμος ο Τρινήσιος Στόλος της Επανάστασης. Δεύτερον, η συγκρότηση ισχυρής ναυτικής δύναμης, η οποία αντιμετώπισε τον Οθωμανικό Στόλο επί ίσοις όροις, δεν συμφωνεί με την εθνική αφήγηση ότι οι Έλληνες είναι πάντα λιγότεροι και νικούν.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου, αν και ο Στόλος έπαιξε τόσο σημαντικό ρόλο, παραβλέπεται επίσης. Τρίτον, (θα μπορούσε να τεθεί και πρώτο) το θέμα του φιλοαγγλισμού. Οι ιθύνοντες του Ναυτικού και λόγω της ναυτοσύνης ήταν πάντα εγγύτερα προς την Μ. Βρετανία. Αυτό έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το αντιδυτικό (αντιαγγλικό) πνεύμα πολλών Ελλήνων ιστορητών.
Πηγές
Αρχεία
• Αρχείο Βλαχογιάννη
• Αρχείο Κωβαίου (Ιστορικό Αρχείο Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου)
• Αρχείο Παλάσκα (Ιστορικό Αρχείο Εθνικού και Ιστορικού Μουσείου)
• Αρχείο Πειραιά (Ιστορικό Αρχείο Πειραιά)
• Διακήρυξη της Αντικυβερνητικής Επιτροπής του Αρχείου της Ύδρας
• Έγγραφα Δημογεροντίας Ερμούπολης
• Έκθεση Α. Μαυροκορδάτου προς τη Δ’ Εθνοσυνέλευση (8 Ιουλίου 1829)
• Ιστορικό Αρχείο Ελληνικού και Αλληλοδιδακτικού Σχολείου Ύδρας 1833–1835, ΓΑΚ
• Επιστολή του Πατσίφικο στον Sir Edmund Lyons με ημερομ. 7/4/1847 & 9/9/1847. (Correspondence respecting the demands made upon the Greek Government; and respecting the Islands of Cervi and Sapienza)
• Στρατιωτική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας, 22 Σεπτεμβρίου / 5 Οκτωβρίου 1912
Εφημερίδες
• Ἀθηνά
• Αἰὼν
• Γενικὴ Ἐφημερὶς
• Ἐλπὶς
• Ἐφημερὶς τῆς Κυβερνήσεως
Βιβλία και Άρθρα
• Ασπρέας, Γ. Κ. (1930), Πολιτική Ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος, τόμος Α’, Αθήνα
• Βακαλόπουλος, Α. Ε. (1992), Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη
• Βάρφης, Κ. (1994), Το Ελληνικό Ναυτικό κατά την Καποδιστριακή Περίοδο. Τα χρόνια της προσαρμογής, Σύλλογος προς Διάδοσιν ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα
• — (1989), Πόρος 1831. Το Κίνημα – Οι πρωταγωνιστές, εκδ. Φιλιππότης, Αθήνα
• Βουρνάς, Τ. , Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας. Από την Επανάσταση του 1821 ως το Κίνημα του Γουδί (1909), Αθήνα
• Γέροντας, Π. (2014), «Προσπάθειες εκσυγχρονισμού του Πολεμικού Ναυτικού στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα», Ναυτική Επιθεώρηση 590: 12-29
• — (2012), «Η ναυτική εκπαίδευση ως παράγοντας νίκης στους Βαλκανικούς Πολέμους», Ναυτική Επιθεώρηση (1912-2012 Εκατό Χρόνια από τη Ναυτική Εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων), Ναυτική Επιθεώρηση 581:135-147
• Γλαράκης, Γ., «Αναφορά του επί των Ναυτικών Γραμματέως της Κυβερνήσεως Γ. Γλαράκη προς την σεβαστήν Πέμπτην Εθνικήν των Ελλήνων Συνέλευσιν», Ναυτική Επιθεώρηση 397
• Dakin, D. (2005), Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα
• Δερτιλής, Γ. Β. (2014), Ιστορία του Ελληνικού Κράτους 1830-1920, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο
• Δημαράς, Κ. (2000), Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Γνώση, Αθήνα
• Δημητρακόπουλος, Α. (2012), «Η συμβολή του Ελληνικού Ναυτικού στο συμμαχικό αγώνα κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο» στο 1912-2012, εκατό χρόνια από την ναυτική εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων», Ναυτική Επιθεώρηση, 581: 53-65
• Κωνσταντινίδης, Τρ. (1928), «Ἱστορικὴ Συμβολὴ εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ Σύγχρονου Ἑλληνικοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ στὰ χρόνια της ἀπολύτου Μοναρχίας 1833-1843», Ναυτική Επιθεώρηση 76: 28-55, 191-211 και Ναυτική Επιθεώρηση 77: 191-211
• Κώνστας, Π. Ε. (1971), Ναυτική Εποποιία του 1821 (βάσει των Πολεμικών Ημερολογίων των Ναυμάχων του Εικοσιένα), Έκδοσις Αρχηγείου Ναυτικού / 7ον ΕΓ, Αθήνα
• Λαζαρόπουλος, Ι. (1951), «Ἡ μόρφωσις ἐν τῷ Π. Ναυτικῷ εἰς παλαιοτέρους χρόνους», Ναυτική Επιθεώρηση 224
• — (1936), Τὸ Πολεμικὸν Ναυτικόν της Ἑλλάδος ἀπὸ ἀνεξαρτησίας μέχρι Βασιλείας Ὄθωνος, Αθήνα
• Λιγνός, Αντ. (1953), Ἱστορία τῆς νήσου Ὕδρας, Αθήνα
— (1930), Ἀρχεῖον τῆς Κοινότητος Ὕδρας 1778-1832, τόμ. 8ος, Πειραιάς
• Παπαγεωργίου, Στ. (2005), Από το Γένος στο Έθνος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα
• Παπαρρηγόπουλος, Κ. (1930), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος Στ΄
• Παυλίδου, Σ. (2008), Οι Αποκλεισμοί του Πειραιά κατά τον ΙΘ΄ Αιώνα, Πάντειο Πανεπιστήμιο (διπλωματική εργασία)
• Petropoulos, J. (1997), Πολιτική και Συγκρότηση Κράτους στο Ελληνικό Βασίλειο 1833-1843, τόμ. Α’, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα
• Σίμψας, Μ. (1982), Το Ναυτικό στην ιστορία των Ελλήνων, τόμ Γ’, έκδοση Γ.Ε.Ν. Αθήνα
• Σταματόπουλος, Α. Τ. (1979), Ο εσωτερικός αγώνας. Πριν και κατά την επανάσταση του 1821, τόμ. Β’, Αθήνα
• Τρικούπης, Σπ. (1862), Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, Αθήνα
• Φωκάς, Δ. (1923), Χρονικά του Ἑλληνικοῦ Β. Ναυτικοῦ 1833-1873, Έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού
• — (1940), Ὁ Στόλος τοῦ Αιγαίου 1912 – 1913. Ἒργα και ἡμέραι, Έκδοσις Γενικού Επιτελείου Β. Ναυτικού
(Στην ζωγραφική απεικόνιση σε πρώτο πλάνο τα οθωμανικά πλοία με χαρακτηριστικά εμφανείς τις ζημιές τους μετά την πανωλεθρία που υπέστησαν από τον Ελληνικό Στόλο κατά την Ναυμαχία της Λήμνου.)