Το θρίλερ με το χακαρισμένο κινητό του Τζεφ Μπέζος και η απάντηση της Δύσης στη Σαουδική Αραβία
Του Eli Lake
Bloomberg
Τζεφ Μπέζος, Σαουδική Αραβία και η απάντηση της Δύσης: Είναι δύσκολο να υποβαθμίσει κανείς τη ζημιά που έχει προκαλέσει στη χώρα του ο πρίγκιπας διάδοχος της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν τους τελευταίους 15 μήνες. Ωστόσο, είναι επίσης δύσκολο να βρει κανείς πώς θα μπορούσαν οι ΗΠΑ να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής χωρίς τη συνεργασία του.
Η ζημία άρχισε να καθίσταται εμφανής στις 2 Οκτωβρίου 2018, όταν μια σαουδαραβική ομάδα αξιωματούχων ασφαλείας “εγκλώβισε” τον αρθρογράφο της Washington Post, Jamal Khashoggi, εντός του προξενείου της Σαουδικής Αραβίας στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να τον δολοφονήσει.
Η τελευταία αποκάλυψη είναι μια απόπειρα ηλεκτρονικής πειρατείας εναντίον του Τζεφ Μπέζος, ιδρυτή και διευθύνοντος συμβούλου της Amazon, ο οποίος είναι επίσης ιδιοκτήτης της Washington Post. Όπως αναφέρει έκθεση του ΟΗΕ η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα την Τετάρτη, “οι πληροφορίες που έχουμε λάβει υποδηλώνουν την πιθανή συμμετοχή του πρίγκιπα διαδόχου στην παρακολούθηση του κ. Μπέζος, σε μια προσπάθεια να επηρεάσει τις αναφορές της Washington Post στη Σαουδική Αραβία, αν όχι να εξαναγκάσει την εφημερίδα στην πλήρη διακοπή τους”.
Σύμβουλος ασφαλείας του Μπέζος είχε προβάλει σχετικό ισχυρισμό μέσα στο 2019. Η έκθεση του ΟΗΕ παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες. Αναφέρει ότι ο Μπέζος και ο πρίγκιπας διάδοχος Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν παρέστησαν σε δείπνο στις 4 Απριλίου 2018, όπου μάλιστα οι δύο άνδρες αντάλλαξαν τα στοιχεία επικοινωνίας τους στο WhatsApp.
Το “προσωπικό μήνυμα” του πρίγκιπα διαδόχου
Την 1η Μαΐου απεστάλη ένα βίντεο στον Μπέζος από τον λογαριασμό του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν που περιελάμβανε κακόβουλο λογισμικό, το οποίο επέτρεψε στους Σαουδάραβες να έχουν πρόσβαση στο τηλέφωνό του ισχυρού άνδρα της Amazon και της Post. Περισσότερους από έξι μήνες αργότερα, στις 8 Νοεμβρίου, ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν “τρόλαρε” τον Bezos, στέλνοντας του τη φωτογραφία μιας γυναίκας που έμοιαζε με την ερωμένη του τελευταίου. Το περιστατικό συνέβη μήνες πριν το National Enquirer δημοσιεύσει ρεπορτάζ σχετικό με τον Μπέζος και την εξωσυζυγική σχέση του.
Οι εκθέσεις των Ηνωμένων Εθνών δεν είναι φυσικά πάντοτε αξιόπιστες. Η Wall Street Journal ανέφερε τον περασμένο Μάρτιο ότι ο Enquirer είχε λάβει τις πληροφορίες του για την υπόθεση Μπέζος από τον αδελφό της ερωμένης του μεγιστάνα, τον οποίο μάλιστα πλήρωσε 200.000 δολάρια.
Τούτου λεχθέντος, οι λεπτομέρειες της έκθεσης υποστηρίζουν πράγματα που είναι ευρέως γνωστά σχετικά με τις εκτεταμένες δραστηριότητες ηλεκτρονικής κατασκοπείας της Σαουδικής Αραβίας. Τον Νοέμβριο, για παράδειγμα, το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ απήγγειλε κατηγορίες κατά δύο πρώην υπαλλήλων του Twitter και ενός Σαουδάραβα υπηκόου για κατασκοπεία υπέρ της Σαουδικής Αραβίας.
Τον Οκτώβριο, η Facebook μήνυσε μια ισραηλινή εταιρεία, ισχυριζόμενη ότι η τελευταία είχε παραβιάσει τους λογαριασμούς 1.400 χρηστών του WhatsApp, το οποίο ανήκει στην Facebook. Η συγκεκριμένη εταιρεία έχει επίσης πωλήσει προϊόντα της στη Σαουδική Αραβία.
Η εν λόγω εταιρεία, ο όμιλος NSO, εξέδωσε ανακοίνωση την Τετάρτη, λέγοντας ότι η τεχνολογία της “δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αμερικανικούς τηλεφωνικούς αριθμούς” και ότι “δεν χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση αυτή”. Η έκθεση του ΟΗΕ, πρέπει να σημειωθεί, δεν ισχυρίζεται ρητά κάτι τέτοιο, σημειώνοντας απλώς ότι η παραβίαση του τηλεφώνου του ιδρυτή της Amazon “πιθανότατα έλαβε χώρα” μέσω χρήση λογισμικού υποκλοπής spyware “παρόμοιου με το κακόβουλο λογισμικό Pegasus-3 του ομίλου NSO”.
Ωστόσο, αξίζει να προσεχθεί και κάτι ακόμη στην ανακοίνωση της NSO. Όπως σημειώνει, τέτοιου τύπου χακαρίσματα “αδυνατίζουν την δυνατότητα χρήσης νόμιμων εργαλείων για την καταπολέμηση σοβαρών εγκλημάτων, καθώς και της τρομοκρατίας”.
Πρόκειται για μια μάλλον μετριοπαθή σε σχέση με την πραγματικότητα τοποθέτηση. Η Σαουδική Αραβία έχει ήδη αποδείξει ότι δεν μπορεί κανείς να της εμπιστευτεί ισχυρά κυβερνοεργαλεία όπως εκείνα που αναπτύσσει η ομάδα NSO. Τεχνολογία η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την καταπολέμηση των τζιχανστιστικών ομάδων δεν πρέπει ποτέ να χρησιμοποιείται για τη στοχοποίηση αντιφρονούντων – ή ιδιοκτητών αμερικανικών εφημερίδων, στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Εμπάργκο κυβερνοόπλων στη Σαουδική Αραβία;
Μια ευθεία απάντηση στο τελευταίο επεισόδιο αυτού του τελευταίου σκανδάλου με εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας θα ήταν να απαγορεύσει κανείς τις εξαγωγές προηγμένων κυβερνοόπλων στο καθεστώς του Ριάντ. Πρόκειται για δελεαστική σκέψη.
Πριν όμως οι δυτικές κυβερνήσεις προχωρήσουν σε ένα τέτοιο βήμα, ίσως θα πρέπει να θυμηθούν ότι χρειάστηκαν χρόνια μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου μέχρι να πειστεί η Σαουδική Αραβία να δεσμευτεί πλήρως στην καταπολέμηση των τζιχαντιστικών ομάδων τις οποίες είχαν εμπνεύσει οι ίδιοι της οι θρησκευτικοί ηγέτες και τις οποίες είχαν χρηματοδοτήσει ορισμένοι από τους πλουσιότερους πολίτες της.
Ο Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν αντιπροσωπεύει μια κίνηση προς τα εμπρός σε αυτό τον τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις του εξοργίζουν όχι μόνον τους φιλελεύθερους ακτιβιστές που φυλακίζονται και στη συνέχεια εξαφανίζονται, αλλά και τους αντιδραστικούς οπισθοδρομικούς που ευημερούσαν στο πλαίσιο της προηγούμενης φάσης του καθεστώτος.
Εάν επρόκειτο απλώς για ακόμη μία δικτατορία, θα ήταν αρκετά εύκολο να βάλει κανείς τη Σαουδική Αραβία σε καραντίνα μέχρι η τελευταία να μεταρρυθμιστεί. Δυστυχώς, η χώρα παραμένει ζωτικής σημασίας εταίρος της Δύσης έναντι του Ιράν και των τζιχαντιστών στη Μέση Ανατολή.
Οι εχθροί της είναι επίσης και εχθροί της Δύσης. Προς το παρόν, όπως σημειώνει και ο Bobby Ghosh, η πρόκληση είναι να πιέσει κανείς τον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν να σταματήσει να ενεργεί όπως οι κακοποιοί τους οποίους αντιμάχεται.