18/04/2024

Η Εξέλιξη του Πολεμικού Ναυτικού από το 1945 μέχρι το 1955

Συγγραφείς:
Υποπλοίαρχος (Ο) Π. Γέροντας ΠΝ
Αρχικελευστής (Δ/ΥΛ) Ν. Δεσποτοπούλου

Ιστορικό Πλαίσιο

Το παρόν πόνημα πραγματεύεται την εξέλιξη του Πολεμικού Ναυτικού από το 1945 έως το 1955. Κατ’ αρχάς κρίνεται σκόπιμο να εξηγηθούν τα χρονικά όρια του άρθρου. Το 1945 είναι εύκολο να κατανοηθεί γιατί επιλέχθηκε: ο πόλεμος έχει τελειώσει, το Πολεμικό Ναυτικό αφού τίμησε την Σημαία πολεμώντας στην Μέση Ανατολή, επέστρεψε στην Ελλάδα και άρχισε να αναδιοργανώνεται[1]. Πρέπει μάλιστα να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της επιχείρησης ΜΑΝΝΑ το Πολεμικό Ναυτικό εκλήθη να δημιουργήσει ταχύτατα Ναυτικές Διοικήσεις, οι οποίες υπήρξαν η πρώτη επίσημη κρατική παρουσία στην απελευθερωμένη χώρα[2].

Το δεύτερο χρονικό όριο είναι το 1955. Είναι το έτος θανάτου του Αρχιστρατήγου Αλέξανδρου Παπάγου. Πραγματικά η προσωπικότητα του Αρχιστρατήγου θα σημαδέψει αυτά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Το 1949 ο βασιλιάς Παύλος του ανέθεσε την γενική αρχηγία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων ενώ τον Οκτώβριο του 1949 έλαβε τον τίτλο του Στρατάρχη, τίτλος που πρώτη φορά απονεμήθηκε σε Έλληνα στρατιωτικό. Ως επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων θα συμβάλει καθοριστικά στην ίδρυση του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης (11 Απριλίου 1950) και ακολούθως του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης (Γ.Ε.Ε.Θ.Α.), του οποίου υπήρξε και ο πρώτος αρχηγός.

 


Το θωρηκτό Κιλκίς ημιβυθισμένο στον Ναύσταθμο Σαλαμίνας.

Η αρχιστρατηγία του κατά την διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου (1940 – 1941) αλλά και η νίκη επί του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας τον κατέστησε σύμβολο των νομιμόφρονων δυνάμεων[3] με αποτέλεσμα με την δημιουργία του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού να γίνει πρωθυπουργός μετά από σαρωτική νίκη στις εκλογές του 1952[4]. Η πολιτική του Ελληνικού Συναγερμού διακρίνεται από μία επίτευξη εσωτερικής σταθερότητας μετά την λήξη του ταραχώδους Εμφυλίου Πολέμου. Στον οικονομικό τομέα ο υπουργός Συντονισμού Σπυρίδων Μαρκεζίνης συνέβαλε ουσιαστικά στην εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και στην εμπέδωση της χρήσης της δραχμής στις συναλλαγές[5].

Στα εξωτερικά ζητήματα η Ελλάδα πιεζόταν από τον Βορρά από τις χώρες του κομμουνιστικού μπλοκ[6] . Η Βουλγαρία εξοπλιζόταν στρατιωτικά[7], ενώ η νεοϊδρυθείσα στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» προκαλούσε σημαντικά προβλήματα στις ελληνογιουγκοσλαβικές αλλά και στις γιουγκοσλαβοβουλγαρικές σχέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο η κυβέρνηση του Ελληνικού Συναγερμού αποδέχθηκε την γραμμή των ΗΠΑ περί τελευταίου συνόρου του «ελεύθερου κόσμου», δεχόμενη την δημιουργία αμερικανικών βάσεων σε ελληνικό έδαφος. Παράλληλα η απομακρυνόμενη από την Μόσχα Γιουγκοσλαβία άρχισε να προσεγγίζει τις ΗΠΑ με αποτέλεσμα την συνακόλουθη βελτίωση και των σχέσεων Αθήνας – Βελιγραδίου από το 1950. Από το 1952 δόθηκε νέα ώθηση στην καλυτέρευση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από την κυβέρνηση Παπάγου[8]. Η προσέγγιση Ελλάδος, Γιουγκοσλαβίας αλλά και Τουρκίας θα οδηγήσει στην υπογραφή της Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας από τους υπουργούς Εξωτερικών της Ελλάδας Στέφανο Στεφανόπουλο, της Τουρκίας Φουάντ Κιουπρουλού και της Γιουγκοσλαβίας Κότσα Πόποβιτς στην Άγκυρα στις 23 Φεβρουαρίου του 1953[9].

 

Ο Στρατάρχης Παπάγος

Αυτήν την περίοδο πραγματοποιείται και η εκκίνηση του Κυπριακού Ζητήματος. Ο Παπάγος αποφάσισε την διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος κατόπιν σημαντικής επιρροής του γενικού διευθυντή του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, πρέσβη Αλέξη Κύρου. Η ελληνική προσφυγή υποβλήθηκε στις 24 Αυγούστου 1954 με επιστολή του Παπάγου προς τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Νταγκ Χάμαρσκγιολντ (Dag Hjalmar Agne Carl Hammarskjöld). Με την επιστολή αυτή ο Έλληνας πρωθυπουργός ζητούσε να επιτραπεί στον λαό της Κύπρου να ασκήσει το δικαίωμά του για αυτοδιάθεση. Το συγκεκριμένο αίτημα υποστηριζόταν με επιχειρήματα όπως ήταν η ιστορία της Κύπρου, η δημογραφική κατάσταση στο νησί, το αποτέλεσμα του ενωτικού δημοψηφίσματος καθώς και η άρνηση της βρετανικής κυβέρνησης να λάβει υπόψη της τη βούληση του κυπριακού λαού και να συζητήσει για το μελλοντικό καθεστώς της νήσου[10].

Γενικά η περίοδος 1945 – 1955 αποτελεί σημείο καμπής για την ιστορία του ελληνικού κράτους. Μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, εντάσσεται στον δυτικό αμυντικό συνασπισμό (ΝΑΤΟ – 1951), ακολουθεί τον δύσκολο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης, ενώ τα εξωτερικά ζητήματα περιπλέκονται γύρω από τους άξονες ασφάλεια συνόρων, ενδοβαλκανικές διενέξεις, αντιπαράθεση των δύο κόσμων και εκκίνηση του Κυπριακού Ζητήματος. Η ίδια η ελληνική κοινωνία προσπαθεί να επουλώσει τα εμφυλιακά τραύματά της καθώς από το 1949 θα υπάρχει η διάσταση μεταξύ μιας Ελλάδας που νίκησε και μιας άλλης που ηττήθηκε. Σε αυτήν την διάσταση θα έχουν αρνητική επίπτωση οι υποθέσεις του παιδομαζώματος[11] και των συμμοριόπληκτων[12].

Σε αυτές τις δύσκολες περιστάσεις το Πολεμικό Ναυτικό αναδιοργανώνεται και εξελίσσεται κατά την διάρκεια αυτής της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας[13].

Το αντιτορπιλικό Πίνδος. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού

Εσωτερική Οργάνωση

Την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία το Ναυτικό οργανώνεται εσωτερικά και αποκτά εν πολλοίς την σημερινή του μορφή. Η σημαντικότερη εξέλιξη είναι η δημιουργία του «νέου» ΓΕΝ. Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού αποκτά την πρωτοκαθεδρία στην διοίκηση του Πολεμικού Ναυτικού μέσα στο πλαίσιο του νέου υπουργείου Εθνικής Αμύνης και του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης.

Το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού είχε ιδρυθεί με τον νόμο ΓΣΚΖ΄ της 21ης Ιουλίου του 1907. Ωστόσο, δεν είχε τις αρμοδιότητες που απέκτησε μεταπολεμικά. Σταδιακά εξελίχθηκε και λειτούργησε ως το επιχειρησιακό επιτελείο του υπουργού των Ναυτικών, παράλληλα με το επιτελείο του υπουργείου που είχε διοικητικές αρμοδιότητες. Υπό αυτή την έννοια ο καθ’ όλα προϊστάμενος του Όπλου ήταν ο υπουργός, ο δε αρχηγός του (ο Α/ΓΕΝ) δεν ήταν καν ο αρχαιότερος αξιωματικός. Ακόμη και στη διάρκεια του Πολέμου 1940-1941, ο υποναύαρχος Αλεξ. Σακελλαρίου ήταν νεώτερος του εν ενεργεία αρχαιοτέρου αντιναυάρχου Δ. Οικονόμου. Σημειώνεται ότι κατά την περίοδο της αποδημίας του Στόλου στη Μέση Ανατολή, ο θεσμός του ΓΕΝ παύει να ισχύει και παραμένει μόνον αυτός του Αρχηγείου του Στόλου.

 

 Το αντιτορπιλικό Μιαούλης. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού

Από το 1944 όμως η κατάσταση αυτή αλλάζει, με την οργανωτική διαταγή του Ναυαρχείου (Διαταγή υπ’ αριθμ. 11, Περί ΓΕΝ, 12 Νοεμβρίου 1944, Αλεξάνδρεια[14] η οποία υπογράφεται από τον Ναύαρχο Πέτρο Βούλγαρη.) Σε αυτή το ΓΕΝ ορίζεται ως τμήμα του Ναυαρχείου[15] και είναι ο εκτελεστικός οργανισμός των αποφάσεων του Ανωτάτου Ναυτικού Συμβουλίου (ΑΝΣ) ΑΝΣ και Ναυαρχείου δια τα αφορώντα την οργάνωσιν του ΒΝ και την στρατηγική και τακτική χρησιμοποίησιν των Ν. Μονάδων. Καθορίζονται αναλυτικά τα νέα καθήκοντα του ΓΕΝ, το οποίο καθίσταται πλέον αρμόδιο για θέματα που αφορούν επιχειρήσεις, ναυτικές προετοιμασίες πλοίων και υπηρεσιών, ναυτικούς εξοπλισμούς, νομοθεσία, προσωπικό, εκπαίδευση, ναυτολογία, οικονομικά και υλικό. Τονίζεται μάλιστα ότι ο Αρχηγός ΓΕΝ εξομοιούται κατά τα δικαιώματα, τιμές, αποδοχές και πειθαρχική δικαιοδοσία επί του υπ’ αυτόν προσωπικού προς Αντιναύαρχο Αρχηγό Στόλου. Η οργάνωση του ΓΕΝ περιελάμβανε: 1/ Γραφείο Ναυάρχου Αρχηγού, 2/ Υπασπιστήριο ΓΕΝ και Γραφείο Υπαρχηγού, 3/ τρεις Διευθύνσεις (Α,Β,Γ) και 4/ Δύο τμήματα αυτοτελή, Συνεννόηση και Ιστορική Υπηρεσία.

Το ναρκαλιευτικό Αφρόεσσα. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού

Με την σύσταση για πρώτη φορά του υπουργείου Εθνικής Αμύνης, τον Απρίλιο του 1950, τα υπουργεία των τριών Όπλων (Στρατιωτικών, Ναυτικών και Αεροπορίας) υποβιβάστηκαν σε υφυπουργεία. Δημιουργείται συνακόλουθα το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης ως συντονιστικό όργανο των τριών κλαδικών Γενικών Επιτελείων αποκλειστικά σε διακλαδικά θέματα[16]. Παράλληλα, ο θεσμός του Ναυαρχείου παύει να υφίσταται. Σε έγγραφο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης με θέμα Περί Οργανώσεως του Βασιλικού Ναυτικού (Αρ. 0010992/53, 13 Οκτωβρίου 1953, Αθήνα) περιγράφεται η νέα διοικητική οργάνωση του Πολεμικού Ναυτικού, η οποία ιεραρχικά έχει ως εξής:
Υπουργός Εθνικής Αμύνης
Υφυπουργός Ναυτικών
Α/ ΓΕΝ
ΑΣ, ΑΒΝ (Αρχηγός Βασιλικών Ναυστάθμων) και ΑΝΕ (Αρχηγός Ναυτικής Εκπαίδευσης).
Ο ΑΣ έχει υπό την διοίκησή του τους ΑΔΕΣ (Ανώτερος Διοικητής Ελαφρών Σκαφών), ΑΔΠΑ (Ανώτερος Διοικητής Παρακτίου Αμύνης), ΔΥ (Διοικητής Υποβρυχίων, ο οποίος διοικεί και τις οικείες Βάση και Σχολή), ΔΝΑΡ (Διοικητής Ναρκαλιευτικών) και ΔΠΑ (Διοικητής Πλοίων Αποβάσεως).
Ο ΑΝΕ διοικεί τα Κέντρα Εκπαίδευσης και τις Σχολές (πλην Ναυτικής Ακαδημίας, Σχολής Υποβρυχίων, Σχολής Αποβατικών και Σχολής Τεχνιτών Ναυστάθμου), τα εκπαιδευτικά πλοία και το Ναυτικό Στρατολογικό Γραφείο Πειραιώς.

Στόλος

Αυτήν την περίοδο οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις ενισχύονται από την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια[17]. Ενώ αυτή η βοήθεια μειώνεται, η Ελλάδα υφίσταται πιέσεις από τους Συμμάχους για μείωση του Στρατού της[18].Οι πιέσεις μάλιστα για την μείωση του ελληνικού Στόλου ξεκινούν από τους Βρετανούς πριν το 1950. Σε έγγραφο του ελληνικού Ναυαρχείου (Αρ. Πρωτ 945, 8 Αυγούστου 1946) με θέμα «Αποδοχή βρετανικών προτάσεων για την μείωση προσωπικού.», το οποίο υπογράφει ο Αρχηγός Γ. Μεζεβίρης[19], περιέχει συνημμένο πρακτικό συνομιλίας του Έλληνα Αρχηγού με τον Βρετανό Αρχηγό του Στόλου της Μεσογείου ναύαρχο Sir Willis.

Ο Ναύαρχος Μεζεβίρης.

Ο Willis υποστηρίζει ότι το Ελληνικό Ναυτικό πρέπει να είναι μόνο για την διατήρηση της τάξεως στην χώρα και επιβοήθημα του Στρατού Ξηράς. Από την πλευρά του ο Μεζεβίρης, ενώ αναγνωρίζει ότι το Πολεμικό Ναυτικό θα περιοριστεί σε όσα πλοία παραδώσουν οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί καθώς και στα ίδια υπάρχοντα, εμμένει στην απόκτηση ενός μεγάλου ευδρόμου από το Ιταλικό Ναυτικό. Ένα μεγάλο πλοίο θα ήταν σημαντικό για την εκπαίδευση των νέων αξιωματικών καθώς και για την απόκτηση μεταπολεμικού γοήτρου από το Ελληνικό Ναυτικό. O Sir Willis διερωτάται πώς η Ελλάδα θα συντηρήσει ένα μεγάλο εύδρομο, θεωρεί ότι η χώρα πρέπει να έχει κυρίως αποβατικά και αρματαγωγά για την μεταφορά χερσαίων δυνάμεων, ενώ θεωρεί τα υποβρύχια υπερβολικά δαπανηρό όπλο. Ο Μεζεβίρης από την πλευρά του αντέτεινε την ύπαρξη εχθρικών προς την Ελλάδα βαλκανικών κρατών. 

Το «μεγάλο πλοίο» στο οποίο αναφέρεται ο Αρχηγός Γ. Μεζεβίρης είναι το Ευγένιος της Σαβοΐας, το οποίο μετά από πολλές διπλωματικές περιπέτειες περιήλθε σε ελληνικά χέρια γενόμενο το Έλλη ΙΙ[20]. Παρ’ όλα αυτά από την βρετανική και την αμερικανική βοήθεια το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό θα ενισχυθεί σημαντικά. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν τα αντιτορπιλικά Αδρίας (τύπου Hunt III, σε αντικατάσταση του προηγούμενου ομώνυμου πλοίου), Αετός, Πάνθηρ, Λέων και Ιέραξ (τύπου Cannon, παραχωρήθηκαν από τις ΗΠΑ κατά τα έτη 1950 – 1951), Αιγαίον (τύπου Hunt II), τα υποβρύχια Αμφιτρίτη Υ11 (τύπος U δόθηκε από το Βρετανικό Ναυτικό το 1945), Αργοναύτης Υ15, Δελφίν Υ9, Τρίαινα Υ14 (τύπου V, δόθηκαν από τους Βρετανούς το 1946), η ναρκοθέτιδες Άκτιον και Αμβρακία (δόθηκαν από τους Αμερικανούς το 1953) καθώς και άλλα[21] [22]. Πρέπει να σημειωθεί ότι παραδοθήκαν στο Ναυτικό και αρκετά μικρού μεγέθους πλοία (ακταιωροί) που χρησίμευαν και ως αποβατικά.

Η κορβέτα Κριεζής. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού.

Κατά την διάρκεια του Εμφυλίου το Πολεμικό Ναυτικό συμμετείχε στις επιχειρήσεις εναντίον των ανταρτών, ενώ παράλληλα συνέχιζε την ναρκαλιεία στις γεμάτες με νάρκες ελληνικές θάλασσες. Αναγκαίος στόχος ήταν το Πολεμικό Ναυτικό να ανταποκρίνεται στις αποστολές του συγχρόνως, με την αναδιοργάνωσή του, στην απελευθερωμένη χώρα. Με την επάνοδο του Ελληνικού Στόλου στην Ελλάδα δεν θα μπορούσε να υπάρξει τακτικός αντίπαλος στην θάλασσα εκ μέρους του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, οπότε οι αποστολές είχαν να κάνουν με την υποστήριξη των επιχειρήσεων του Στρατού Ξηράς.

Όλες οι μεταφορές του Στρατού εκτελούνταν με τα αρματαγωγά, ενώ η επιτήρηση των ακτών ήταν συνεχής για να παρεμποδιστεί η ενίσχυση των ανταρτών με εφόδια και πολεμοφόδια[23]. Οι αντάρτες αδυνατούσαν να «κρατήσουν» παράκτιες θέσεις, αφού ακόμη και η εμφάνιση των πολεμικών πλοίων ήταν αρκετή για να ακυρώσει κάθε σκέψη. Στην Ιτέα, την οποία την είχαν καταλάβει οι αντάρτες, κανονιοβολισμοί ελληνικού πολεμικού πλοίου ήταν αρκετοί για την εκκένωσή της. Στις ακτές της Βορείου και Κεντρικής Ελλάδος, της Ηπείρου και τις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου[24] οι περιπολίες είχαν ενταθεί. Η συνεχής επιτήρηση, μέρα νύχτα, τόσο εκτεταμένων ακτών όπως οι ελληνικές, απαιτούσε μεγάλο αριθμό πλοίων. Διατέθηκαν γι’ αυτό το σκοπό όλα τα πλοία του Ναυτικού που μπορούσαν να κινηθούν: αντιτορπιλικά, κορβέτες, ναρκαλιευτικά, ακταιωροί, ακτοφυλακίδες, εξοπλισμένα βοηθητικά, αποβατικά, ακόμα και υποβρύχια που περιπολούσαν στην επιφάνεια[25].

 

Η κορβέτα Τομπάζης. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού.

Η ανασυγκρότηση του Ναυστάθμου Σαλαμίνας[26] και η δημιουργία του Ναυστάθμου Κρήτης[27]

Κατά την επάνοδο του Ελληνικού Στόλου στην Ελλάδα, ο Ναύσταθμος Σαλαμίνας ήταν ένα σύνολο από ερείπια γιατί οι Γερμανοί φεύγοντας ολοκλήρωσαν την καταστροφή του Ναυστάθμου με ανατινάξεις και είχε δεχθεί δύο σφοδρούς συμμαχικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς. Παράλληλα οι δίαυλοι γύρω από τον Ναύσταθμο ήταν επικίνδυνοι στη ναυσιπλοΐα λόγω των ναρκών που είχαν ποντιστεί. Για τον λόγο αυτόν ο Στόλος, όταν επανήλθε, δεν πλησίασε τον Ναύσταθμο, αλλά παρέμεινε στον Πειραιά, στην ακτή Τζελέπη, χρησιμοποιώντας ως Διοικητήριο την Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Πρώτιστο ενδιαφέρον των ελληνικών και βρετανικών ναρκαλιευτικών ήταν η γρίπιση των διαύλων. Τέλος η φρούρηση του Ναυστάθμου ήταν ανύπαρκτη με αποτέλεσμα να έχει λεηλατηθεί συστηματικά

Παρά αυτήν την ζοφερή εικόνα, το πρώτο συνεργείο ανασυγκρότησης[28] δούλεψε με ζήλο υπό την διοίκηση του τότε αντιπλοιάρχου (Μ) Ε. Σιδέρη, αρχιμηχανικού του Στόλου. Η συνεισφορά του ήταν καθοριστική, πράγμα που προκάλεσε την ιδιαίτερη εύφημο μνεία του Αρχηγού του Στόλου, αντιναυάρχου Π. Βούλγαρη. Παράλληλα υπό την εποπτεία του Σιδέρη πραγματοποιήθηκε η συγκέντρωση και η φύλαξη του υλικού. Ταυτόχρονα με την ανασυγκρότηση του Ναυστάθμου, άρχισε και η ανέλκυση των πολλών ναυαγίων με πιο δύσκολη αυτή του θωρηκτού Κιλκίς. Χάρις στο τιτάνιο έργο των στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού, ο Ναύσταθμος Σαλαμίνας ανασυγκροτήθηκε και άρχισε και πάλι σταδιακά να λειτουργεί[29].

Αυτήν την εποχή ιδρύεται και ο Ναύσταθμος Κρήτης. Το 1950 αποφασίστηκε με κύριο εισηγητή τον τότε Πλοίαρχο (και μετέπειτα Αρχηγό ΓΕΝ) Κωνσταντίνο Τσάτσο η κατασκευή στη Σούδα του δεύτερου μετά τη Σαλαμίνα Ναυστάθμου. Για την υλοποίηση της απόφασης αυτής πραγματοποιήθηκε επιτόπια έρευνα από επιτροπή που την αποτελούσαν οι πλοίαρχοι Παν. Αθανασόπουλος, αρχιεπιστολέας της Γενικής Επιθεώρησης Πολεμικού Ναυτικού Παν. Παπαχρήστος, διευθυντής Πυροβολικού Ναυστάθμου Σαλαμίνος, ο πλωτάρχης Εμμ. Μακρής, της Διευθύνσεως Επιχειρήσεων ΓΕΝ και ο Στέλιος Ναουμίδης, μηχανικός της Διευθύνσεως Ναυτικών Έργων.

Οι πρώτες εργασίες και η στελέχωση σε εργοστασιακό και ανθρώπινο δυναμικό της νέας Ν.Βάσης άρχισαν κάτω από το περιορισμένο οικονομικό πρόγραμμα της εθνικής ανασυγκρότησης που ήταν υποχρεωμένη να εφαρμόσει η Ελλάδα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Με την είσοδο της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ ο Ναύσταθμος της Σούδας τοποθετείται από την ανωτέρα διοίκηση των συμμαχικών δυνάμεων της Ευρώπης στα έργα Ναυτικής υποδομής πρώτης προτεραιότητας λόγω κυρίως της ανάγκης της παρουσίας του 6ου Αμερικανικού Στόλου στη Μεσόγειο. Ως άμεσο αποτέλεσμα υπήρξαν οι μεγάλες χρηματοδοτήσεις που υπερκάλυψαν τις ανάγκες των προγραμματισθέντων στη Σούδα έργων. Αυτά, όμως, ακολούθησαν μετά το 1955[30]

Η Ναυτική Εκπαίδευση[31]

Η επίσημη έναρξη της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων στον Πειραιά πραγματοποιήθηκε στις αρχές Νοεμβρίου του 1945. Μέχρι τότε, η Σχολή εξακολούθησε να λειτουργεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Έτσι στο κτήριο της Σχολής Δοκίμων εγκαταστάθηκε το Αρχηγείο Στόλου, το οποίο κατά την διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944 υπέστη σφοδρές επιθέσεις από δυνάμεις του ΕΛΑΣ, τις οποίες αντιμετώπισε επιτυχώς[32].

Στην αρχή της λειτουργίας της, η Σχολή είχε σοβαρές ελλείψεις σε όλους τους τομείς. Μέχρι το 1948 όμως είχε καλύψει το μεγαλύτερος μέρος των ελλείψεων αυτών και μπορούσε να ανταποκριθεί πλήρως στην εκπαίδευση των δοκίμων των οποίων ο αριθμός τους αυξάνεται θεαματικά τα επόμενα χρόνια. Παράλληλα το 1948, το ναρκαλιευτικό ανοικτής θαλάσσης Αρματωλός[33] μετασκευάστηκε σε εκπαιδευτικό πλοίο και χρησιμοποιήθηκε για μία δεκαετία. Στις 16 Μαρτίου του 1948, απονεμήθηκε στην σημαία της Σχολής ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας[34]

Τον Απρίλιο του 1945 επανιδρύθηκε το Κεντρικό Προγυμναστήριο στις εγκαταστάσεις που λειτουργούσε πριν το 1941 με τον τίτλο Β. Π. Πόρος για την εκπαίδευση των πληρωμάτων. Τον Απρίλιο του 1948 μετονομάστηκε σε Κ.Ε. Πόρος και περιελάμβανε το Κέντρο Προπαιδεύσεως των πληρωμάτων και τις προσαρτημένες σε αυτό σχολές διαχειριστών, θαλαμηπόλων, εσχαρέων, προγυμναστών και νοσοκόμων. Τον Νοέμβριο του 1949 έγινε ενοποίηση όλων των υπηρεσιών του Κ.Ε. Πόρος με ένα διοικητή (πλοίαρχος). Σε αυτόν υπάγονταν η Σχολή Ναυτοπαίδων, η Σχολή Προπαιδεύσεως, το Ναυτικό Νοσοκομείο Πόρου, η Σχολή Διαχειριστών, η Σχολή Θαλαμηπόλων και η Σχολή Προγυμναστών. Το 1952 οι υπαχθείσες σχολές μεταφέρθηκαν στο Σκαραμαγκά πλην αυτής των Ναυτοπαίδων. Από τον Ιούνιο του ίδιου έτους μεταφέρθηκε και η Σχολή Προπαιδεύσεως στο Σκαραμαγκά και στο Κ.Ε. Πόρος λειτουργούσε μόνο η Σχολή Ναυτοπαίδων, η οποία το 1969 μετονομάστηκε σε Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών.

Εκρήξεις ναρκών στο Σαρωνικό. Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού

Επίλογος

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το Πολεμικό Ναυτικό την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία αναδιοργανώνεται και εξελίσσεται αποκτώντας σε πολλά σημεία την σημερινή του μορφή. Προσπαθώντας να συμφιλιώσει δύο αντιθετικούς στόχους: την διατήρηση της μαχητικής ικανότητας και την επίτευξη της οικονομίας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι το Πολεμικό Ναυτικό τα κατάφερε.

Μεγάλο εφόδιο ήταν η κληρονομία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: τα στελέχη του Ναυτικού είχαν αποκτήσει πολύτιμη εμπειρία στα νέα όπλα και τεχνολογία, ενώ μετά την κρίση του Απριλίου του 1944 διακρίνονται για την ομόνοια και την ομοψυχία τους. Πράγματι το Ναυτικό την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία μένει ανεπηρέαστο από την εμφύλια διαμάχη και ακολουθεί απερίσπαστο τον δρόμο της εξέλιξης και της προόδου…

Σημειώσεις: 

[1] «Από το πρωί της επομένης πήγα στο Υπουργείο των Ναυτικών [σ.σ. στη πλατεία Κλαυθμώνος] για να αναλάβω πλέον υπηρεσία στην Ελλάδα. Το κτίριο που τον τελευταίο καιρό χρησιμοποιούνταν από τους Γερμανούς ως κατάλυμα ναυτών είχε αφεθεί να καταρρεύσει και η πολυτελής του επίπλωση είχε εξαφανιστεί. Το κτίριο φρουρούσαν λίγοι χωροφύλακες και μέσα περιφέρονταν με πολιτική περιβολή λίγοι υπαξιωματικοί και ναύτες, από αυτούς που είχαν παραμείνει στην Ελλάδα. Αυθημερόν ανατέθηκε η φρούρηση στην Ναυτική Αστυνομία που είχε μεταφερθεί από την Αλεξάνδρεια, απαγορεύτηκε η είσοδος χωρίς άδεια και διατάχθηκε γενικός καθαρισμός. Πολλά από τα έπιπλα βρέθηκαν, άλλα στην Κηφισιά όπου είχαν μεταφερθεί από τους Γερμανούς και άλλα στους γείτονες. Επειδή εξακολουθούσε να υπάρχει η παλιά Γενική Διεύθυνση Ναυτικού του Υπουργείου, που λειτουργούσε επί Κατοχής σε άλλο κτίριο, διατάχθηκε να μεταφερθούν οι Υπηρεσίες της στο κτίριο του Ναυαρχείου, όπως ονομάζονταν πλέον το Υπουργείο Ναυτικών. Με υπουργική διαταγή ρυθμίστηκε το θέμα της ένταξης των υπηρεσιών αυτών στο Ναυαρχείο, με βάση τις διατάξεις του νέου θεσμού.» Μεζεβίρης Γρ. (1971), Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού.

[2] «Πολύτιμες υπηρεσίες προσέφεραν κατά την πρώτη αυτή περίοδο μετά την απελευθέρωση οι δέκα Ναυτικές Διοικήσεις υπό Υποναύαρχο Αρχηγό που εγκαταστάθηκαν σε ισάριθμα λιμάνια. Τους πρώτους εκείνους μήνες ήταν ουσιαστικά οι μόνες υπηρεσίες των λιμανιών που λειτουργούσαν κανονικά. Αυτές ανέλαβαν την αποκατάσταση των λιμανιών, την ανέλκυση των ναυαγίων, τη ρύθμιση της ναυσιπλοΐας, την αστυνομία λιμανιών και ακτών… Για την εξυπηρέτηση των πολλαπλών αυτών αναγκών είχε διατεθεί στις Ναυτικές Διοικήσεις μεγάλος αριθμός στελεχών και ανδρών. Με την αποκατάσταση της κανονικής λειτουργίας των άλλων κρατικών υπηρεσιών επιβαλλόταν και το Ναυτικό να επιστρέψει στα κύρια έργα του.» Μεζεβίρης Γρ., ο.π.

[3] Κατά την ορολογία της εποχής. Νομιμόφρονες σε αντιδιαστολή με τους συμμορίτες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.

[4] Με ποσοστό ψήφων 49,22% και 238 έδρες (1971) στη Βουλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι όταν ο Παπάγος ανακοίνωσε την κάθοδο του στις εκλογές του 1951, κατά τις οποίες νικητής ανεδείχθη ο Νικόλαος Πλαστήρας προκάλεσε την μήνιν του Παλατιού. Ο βασιλιάς Παύλος θεωρώντας ότι ο Παπάγος τον εξαπάτησε, διέταξε τον αρχηγό ΓΕΣ Θρασύβουλο Τσακαλώτο να τον συλλάβει, διαταγή που τελικά δεν εκτελέστηκε. Τόσο μεγάλο σύμβολο ως νικητής του Εμφυλίου είχε καταστεί ο Παπάγος, που ο βασιλιάς φοβόταν την ενδεχόμενη εξέλιξή του σε δικτάτορα τύπου Φράνκο. Δέον ακόμη να αναφερθεί ότι οι κεντρώες πολιτικές δυνάμεις ήταν διασπασμένες σε πολλά κόμματα: οι Φιλελεύθεροι με ηγέτη τον Σοφοκλή Βενιζέλο, η Εθνική Πολιτική Ένωσις Κέντρου (Ε.Π.Ε.Κ.) του Νικόλαου Πλαστήρα, το Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου και το πάλαι ποτέ Λαϊκό Κόμμα του Κωνσταντίνου Τσαλδάρη, το οποίο μετά την εμφάνιση του Ελληνικού Συναγερμού απώλεσε ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής του δύναμης. Γιανουλόπουλος Γ. (1992), Ο μεταπολεμικός κόσμος. Ελληνική και Ευρωπαϊκή Ιστορία, εκδ. Παπαζήσης.

[5] Μέχρι τότε στην ελληνική αγορά κυριαρχούσαν η χρυσή λίρα και η μαύρη αγορά. Παρ’ όλο που η δραχμή είχε υποτιμηθεί πολλές φορές κατά την διάρκεια του καταστροφικού Εμφυλίου, δεν υπήρξαν θετικά αποτελέσματα. Ο Μαρκεζίνης έλαβε δύο τολμηρές αποφάσεις: υποτίμησε επιτυχώς την δραχμή σε σχέση με το δολάριο και απελευθέρωσε τις εισαγωγές. Όλα τα μεγέθη της οικονομίας παρουσίασαν σημαντική βελτίωση, ενώ με την εμφάνιση των επενδύσεων και των ξένων κεφαλαίων οι ελλείψεις ειδών στην αγορά καθώς και η μαύρη αγορά εξαφανίστηκαν. Πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό έργο είχε επιτελέσει και η προηγούμενη κυβέρνηση με υπουργό Συντονισμού τον Γεώργιο Καρτάλη. Η αντιπληθωριστική πολιτική του Καρτάλη –η οποία σημειωτέον είχε μεγάλο πολιτικό κόστος– οδήγησε σε μείωση των ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό και στο ισοζύγιο πληρωμών. Αν δεν υπήρχε αυτή η προετοιμασία, η υποτίμηση της δραχμής του Μαρκεζίνη δεν θα είχε αποτέλεσμα. Μαρκεζίνης Σπ. (2013), Στρατηγικές οικονομικής ανάπτυξής και η υποτίμηση της δραχμής – 1953, Τετράδια Κοινοβουλευτικού Λόγου ΙΙ, Ίδρυμα Βουλής των Ελλήνων, Χατζηβασιλείου Ευ.(2010), Ελληνικός Φιλελευθερισμός – Το ριζοσπαστικό ρεύμα 1932 – 1979, εκδ Πατάκη και Νικολάου Ν.(2008), «Αφηγήσεις: Ο Μαρκεζίνης και η πλέον επιτυχής υποτίμηση της δραχμής.», Καθημερινή (άρθρο στο Διαδίκτυο).

[6] Και πάλι χρησιμοποιείται η ορολογία της εποχής. Κομμουνιστικό μπλοκ σε αντίθεση με τις χώρες του ελεύθερου κόσμου. Η Ελλάδα και η Τουρκία εισήλθαν στο ΝΑΤΟ το 1951.

[7] «Η φύση του κινδύνου που διέβλεπε ο Παπάγος ήταν ιδιαίτερη: μια «αιφνιδιαστική επίθεση», την οποία φοβούνταν πολλοί (όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά στη Δύση γενικότερα), στο «πρότυπο της Κορέας». Στην περίπτωση αυτή, υπήρχε ο φόβος να μην μπορέσει η χώρα, με τις διαθέσιμες δυνάμεις της, να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο και να καλύψει την επιστράτευσή της – διέτρεχε δηλαδή τον κίνδυνο να υποκύψει πριν προλάβει να κινητοποιήσει το σύνολο των δυνάμεών της, ουσιαστικά χωρίς να πολεμήσει. […]… το 1940 πίσω από την αλβανική μεθόριο υπήρχε η Πίνδος – υπήρχε δηλαδή στρατηγικό βάθος και μάλιστα ορεινό έδαφος, ευνοϊκό για τον αμυνόμενο – ενώ πίσω από το Φαλακρό όρος ή τη Ροδόπη υπήρχε μόνο η θάλασσα…» Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 72 -73.

[8] Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 96 – 114 και Σβολόπουλος Κ. (2007), Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945 -1981, τομ. Β΄, σελ 58 – 62.

[9] Η συνθήκη περιληπτικά προέβλεπε τις κοινές προσπάθειες των συμβαλλομένων χωρών για την διατήρηση της ειρήνης, την συνεργασία στον οικονομικό και υλικοτεχνικό τομέα και τη συνεργασία των Γενικών Επιτελείων των τριών χωρών με σκοπό την υποβολή προτάσεων στις κυβερνήσεις για ζητήματα ασφάλειας και την λήψη συντονισμένων αποφάσεων. Τέλος, στο κείμενο σημειωνόταν η διατήρηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων Ελλάδας και Τουρκίας προς το ΝΑΤΟ. Η επιστροφή των αιχμαλώτων και των παιδιών του παιδομαζώματος του Εμφυλίου καθώς και η περιθωριοποίηση του θέματος των σλαβομακεδόνων οδήγησε σε μία εξομάλυνση των ελληνογιουγκοσλαβικών σχέσεων από το 1951. Αυτή η «φιλία» μεταξύ Ελλάδος -Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας θα σπάσει το 1955 με την εκκίνηση του Κυπριακού. Βλέπε και Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 96 – 114.

[10] Με την διεθνοποίηση του Κυπριακού διαφωνούσε ριζικά ο Μαρκεζίνης. Ο Μαρκεζίνης θεωρούσε ότι η ανακίνηση του Κυπριακού και η εναντίωση με την Βρετανική Αυτοκρατορία μόνο προβλήματα θα μπορούσε να επιφέρει στην Ελλάδα και την Κύπρο. Λόγω αυτής της διαφωνίας μάλιστα ο Μαρκεζίνης αποχώρησε από την κυβέρνηση Παπάγου το 1954. Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 55 και «Η επισήμανση του Τσώρτσιλ, την 1η Ιουνίου 1941, τη στιγμή ακριβώς που κορυφωνόταν ο επικός αγώνας των Ελλήνων κατά των Δυνάμεων του Άξονα ότι «υφίσταται ένας υπολογίσιμος μουσουλμανικός πληθυσμός στην Κύπρο, απόλυτα νομιμόφρων απέναντί μας, ο οποίος θα αισθανόταν πολύ δυσάρεστα υπό την ελληνική κυριαρχία», ήταν φυσικό να είναι παρούσα στην σκέψη των Άγγλων ιθυνόντων· κατά μείζονα λόγο, όταν δεν ίσχυαν οι τότε (σ.σ. του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) έκτακτες συνθήκες και ακόμη περισσότερο, αφότου το Ηνωμένο Βασίλειο ερχόταν σε ανοικτή ρήξη με τους Έλληνες. Σβολόπουλος Κ. (2007), Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική 1945 -1981, τομ. Β΄, σελ 81.

[11] Στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για την αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η κυβέρνηση κατηγόρησε το ΚΚΕ στους διεθνείς οργανισμούς αλλά και εσωτερικά για παράνομη απαγωγή και αφελληνισμό των παιδιών. Το ΚΚΕ υποστήριξε ότι προέβη σε αυτήν την επιλογή για να σώσει τα παιδιά από τα δεινά του πολέμου. Κατά πάσα πιθανότητα αυτή η επιλογή του ΚΚΕ πρέπει να συνδυαστεί με το πρόβλημα στρατολόγησης στον Δημοκρατικό Στρατό (ΔΣΕ). Ο ΔΣΕ από ένα σημείο και έπειτα δεν είχε ικανές εφεδρείες για να συνεχίσει τον πόλεμο. Μαραντζίδης Ν. (2012), «Το «παιδομάζωμα» στον Εμφύλιο», Καθημερινή (άρθρο στο Διαδίκτυο).

[12] Συμμοριόπληκτοι ή ανταρτόπληκτοι ονομάστηκαν οι κάτοικοι των ακριτικών περιοχών, που κατά την περίοδο του Εμφυλίου πολέμου (1946-1949) υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν προσωρινά σε άλλες περιοχές. Στόχος της υποχρεωτικής μετακίνησης των πληθυσμών αυτών ήταν η δημιουργία «νεκρής ζώνης» ώστε να απομονωθούν οι αντάρτες από τον αγροτικό πληθυσμό, ο οποίος τoυς εξασφάλιζε διατροφή αλλά και εφεδρείες. Βόγλης Π.(2010), Ο Εμφύλιος Πόλεμος 1946 – 1949, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη.

[13] Οι οικονομικές δυσκολίες είναι ένα μόνιμο δεδομένο στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Η κυβέρνηση Eisenhower ήδη από το 1953 – 1954 μείωνε σταθερά την βοήθεια αμυντικής στήριξης προς την Ελλάδα με αποτέλεσμα να καλύπτονται οι στρατιωτικές δαπάνες από τον ήδη βεβαρημένο εθνικό προϋπολογισμό. «Ενώπιον του τεράστιου οικονομικού προβλήματος, καθώς και των διαβουλεύσεων για την δύναμη του στρατού ξηράς – αλλά και με δεδομένο ότι η αεροπορία είχε ενισχυθεί από το 1952/53 – αγνοήθηκε αναγκαστικά, το ζήτημα της ενίσχυσης του ναυτικού, παρά το γεγονός ότι σημαντικοί απόστρατοι αξιωματικοί και αναλυτές επεσήμαιναν ότι μια χώρα με ανεπαρκείς οδικές συγκοινωνίες όπως η Ελλάδα, μοιραία θα βασιζόταν στις θαλάσσιες επικοινωνίες της για την συμπλήρωση της επιστράτευσής της και τον εφοδιασμό των μονάδων της. Η κυβέρνηση Παπάγου και ο Κανελλόπουλος προσωπικά είχαν περιορίσει τις προσπάθειές τους στην μετασκευή των αντιτορπιλικών κλάσεως Hunt που είχε λάβει η Ελλάδα ως δάνειο από την Βρετανία· αλλά και αυτό ακόμη δεν είχε καταστεί εφικτό με αποτέλεσμα την σοβαρή καθυστέρηση στον εκσυγχρονισμό του ναυτικού.» Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 87 – 88.

[14] Το τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου διετάχθησαν να μεταφερθούν από την Αλεξάνδρεια στην Ελλάδα οι υπηρεσίες του Υπουργείου Ναυτικών και του Ναυαρχείου.

[15] «Την 31η Αυγούστου 1944 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ένας αναγκαστικός νόμος «Περί οργανώσεως του Β. Ναυτικού» με τον οποίο ανατρέπονταν η ισχύουσα προπολεμική νομοθεσία. Η νέα οργάνωση προέβλεπε τη δημιουργία ενός συλλογικού οργάνου διοίκησης του Ναυτικού, αντίστοιχου προς τον θεσμό του Βρετανικού Ναυαρχείου.» Μεζεβίρης Γρ. (1971), Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού.

[16] Στο αρχείο της Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού ανευρέθη το πρώτο απόρρητο έγγραφο (Αριθμ. Πρωτ: Α-1) του νέου Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, το οποίο υπογράφει ο Α/ΓΕΝ Αντιναύαρχος Π. Αντωνόπουλος ΒΝ. Θέμα αυτού: «Αρμοδιότητες και δικαιοδοσίαι Αρχιστρατήγου.» Πρόκειται για την ουσιαστική οριοθέτηση αρμοδιοτήτων Α/ΓΕΕΘΑ και των Αρχηγών των Γενικών Επιτελείων των τριών Όπλων.

[17] Ως στρατιωτική βοήθεια εννοείται η προσφορά υλικού, πολεμοφοδίων, τεχνικής εκπαίδευσης αλλά και κονδυλίων (ρευστό χρήμα). Χατζηβασιλείου Ευ. (2009), Στα σύνορα των κόσμων. Η Ελλάδα και ο Ψυχρός Πόλεμος, 1952 – 1967, εκδ. Πατάκη σελ 79.

[18] «Τον Μάϊο του 1953, ο Βρετανός γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, λόρδος Ismay, κατά την διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα, δήλωσε δημόσια ότι η αμυντική προσπάθεια της Συμμαχίας δεν έπρεπε να χαλαρώσει, αλλά ήταν καλύτερο να διαθέτει κανείς μικρότερες, περισσότερο ποιοτικές, δυνάμεις παρά μεγάλες και ποιοτικά ανεπαρκείς. […] Η πορεία προς την υιοθέτηση της στρατηγικής του New Look από την αμερικάνικη κυβέρνηση (η οποία έδινε έμφαση στη «φθηνή» λύση των πυρηνικών όπλων και όχι στους πολυδάπανους συμβατικούς στρατούς) καθιστούσε σαφές ότι η Ουάσιγκτον δεν είχε πρόθεση να δώσει πρόσθετα χρήματα. Επιπλέον ο μεγάλος σεισμός του 1953 στα Ιόνια νησιά δημιουργούσε μεγάλες ανάγκες για την αποκατάσταση των ζημιών και επέτεινε το οικονομικό πρόβλημα ως προς την διατήρηση μεγάλου στρατού.» Ο.π. σελ 81.

[19] Αταξινόμητο αρχείο Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού.

[20] Βλέπε Δαβάκης Αθ, Γέροντας Π. (2017), «Η Απόκτηση του Ευγενίου της Σαβοΐας. Η Δύσκολη Επανόρθωση των Ιταλών για τον τορπιλισμό της Έλλης.» Ναυτική Επιθεώρηση 599 σελ 30 – 39. 

[21] Οι πληροφορίες αντλήθησαν από το Νταλούμης Η. (2017), Τα Πλοία του Ναυτικού 1826 – 2017, Ναυτικόν Μουσείον της Ελλάδος.

[22] Το 1947 οι ΗΠΑ παραχώρησαν 6 κανονιοφόρους (Αρσλάνογλου, Μπλέσσας, Πεζόπουλος, Μελετόπουλος, Χατζηκωνσταντής και Λάσκος) ενώ το 1951 επίσης από τις ΗΠΑ τα αντιτορπιλικά Δόξα, Νίκη καθώς και το δεξαμενόπλοιο Ναυκρατούσα. Το υποβρύχιο Ποσειδών (τύπου Αμφιτρίτη) παραδόθηκε από τις ΗΠΑ το 1957.

[23] Μεζεβίρης Γρ. (1971), Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού.

[24] Το ναρκαλιευτικό Πολεμιστής με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Π. Σπυρομήλιο βύθισε στον όρμο Φωκιανού της Αν. Πελοποννήσου ιστιοφόρο των ανταρτών που μετέφερε πυρομαχικά. Το ναρκαλιευτικό Σύμη με κυβερνήτη τον έφεδρο ανθυποπλοίαρχο Ν. Νομικό στις 21 Ιανουαρίου του 1949 υποστήριξε αποφασιστικά την φρουρά του Λεωνιδίου που είχε δεχθεί σοβαρή επίθεση ανταρτών και συνέβαλε με επιτυχία στην απόκρουση της επίθεσης. Στην μάχη του Λεωνιδίου συμμετείχε και το Πίνδος. Παπαθανασόπουλος Γ. (2016), Πώς γράφτηκε ο Εμφύλιος. Πώς περιέγραψαν οι δύο πλευρές τις μάχες του Εμφυλίου Λεωνιδίου – Αγίου Βασιλείου (21 – 22 Ιανουαρίου 1949). Case Study για την ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου. Έκδοση Αρχείου Τσακωνιάς, Λεωνίδιο. Το αντιτορπιλικό Κανάρης έδρασε στην Σάμο (θέρος 1948) και η κανονιοφόρος Μπλέσσας στην Δυτική Ελλάδα (φθνόπωρο 1948 – άνοιξη 1949). Στις 30/5/1947 το αντιτορπιλικό Αιγαίον βομβάρδισε θέσεις των ανταρτών στο Πήλιο. Στην Ιστιαία το Τομπάζης στις 28/8/48 διενήργησε περιπολίες με χρήση πυροβολικού. Στην συνέχεια διενεργήθηκε απόβαση 200 καταδρομέων, οι οποίοι ανέκοψαν πορεία ανταρτών. Στις 28/4/1947 το ναρκαλιευτικό Καρτερία συμμετείχε μαζί με τα Ν.Α. 2185 και Α.Φ. 1051 κατόπιν αιτήσεως του ταξιάρχου της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας σε επιχείρηση αποβάσεως στην ακτή πλησίον των εκβολών του Πηνειού. Τα πολεμικά πλοία προπαρασκεύασαν την απόβαση και στην συνέχεια την υποστήριξαν με βολές πυροβολικού. Τον Αύγουστο του 1947 το Καρτερία μαζί με τα Ν.Α. 2067, Ν.Α. 2240, Ν.Α. 2229 υποστήριξε δύναμη Χωροφυλακής στο χωριό Σταυρός. Στις 23/ 10/1947 το ΑΚ 561 (ακταιωρός) εισέπλευσε στον όρμο της Ιτέας και από μικρή απόσταση κανονιοβόλησε άκρως επιτυχώς ισχυρή δύναμη ανταρτών η οποία προσπαθούσε να καταβάλει την αμυνόμενη φρουρά με αποτέλεσμα την υποχώρηση των ανταρτών με πολλές απώλειες. Το αντιτορπιλικό Θεμιστοκλής μετά από υπόδειξη του διευθυντή της Χωροφυλακής Κεντρικής Μακεδονίας συνέβαλε α) στην εκκαθάριση περιοχής Αμμουλιανής Χαλκιδικής β) στην διασπορά και κατόπιν παγίδευση ομάδας ανταρτών στην χαράδρα Νεβρεχός (μάλλον ονομασία περιοχής στην ευρύτερη περιοχή Πιερίας – Κεντρικής Μακεδονίας.) γ) στην διασπορά κατόπιν βομβαρδισμού καταυλισμού ανταρτών στην περιοχή Πουρνάρες (μάλλον πρόκειται για το Πουρνάρι Λάρισας). Ο βομβαρδισμός αυτός μάλιστα ήταν τόσο επιτυχής που «επανικόβαλε τούτους εις βαθμόν ώστε εις τούτων να παραδοθή μετά του τμήματός του λέγων χαρακτηριστικώς ότι εβλήθησαν υπό ατομικών βομβών.» Αρχείο Εμφυλίου Πολέμου Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού.

[25] Μεζεβίρης Γρ., ο.π.

[26] Τσαπράζης Ν. Γ. (1991), Ο Πολεμικός Ναύσταθμος Σαλαμίνος, Υπηρεσία Ιστορίας Ναυτικού. Φακίδης Ι.Κ. (1996), Ιστορία της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων 1845 – 1973, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος.

[27] Επίσημη ιστοσελίδα του Πολεμικού Ναυτικού.

[28] Το συνεργείο το αποτελούσαν οι εξής: Υπoπλοίαρχος Ηλ. Κίρκης από το Ήφαιστος, Σημαιοφόρος Μηχ. Καραντής, Υποπλοίαρχος Μηχ. Χρυσανθόπουλος, Ανθυποπλοίαρχος Μηχ. Μαυρογιάννης, Σημαιοφόρος Μηχανουργός Σπαθούρης.

[29] «Οι πρώτες αυτές εργασίες έγιναν με το ναυτικό προσωπικό και με μέσα που παραχώρησαν οι Βρετανοί ή που βρέθηκαν επί τόπου. Η εκτέλεσης όμως έργων σε μεγάλη κλίμακα απαιτούσε τη διάθεση μεγάλων κονδυλίων που εκείνη την εποχή φαινόταν αδύνατον να βρεθούν. Εν τούτοις, σε σύσκεψη υπό την προεδρία του Πρωθυπουργού Στρατηγού Πλαστήρα πέτυχα να διατεθεί για την ανασυγκρότηση του Ναυτικού ένα πολύ σεβαστό ποσό για την εποχή εκείνη. Για να το πετύχω, ανάπτυξα το επιχείρημα ότι, εφόσον δεν προχωρούσαμε στην ανασυγκρότηση του Ναυτικού, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να δαπανούμε πολύ συνάλλαγμα για τις επισκευές των πλοίων στο εξωτερικό και για τη διατήρηση των Σχολών στην Αίγυπτο. Στη λήψη της θετικής απόφασης βοήθησε πολύ και το γεγονός ότι ήμασταν η μόνη Κρατική Υπηρεσία που είχε ήδη μελετήσει το ζήτημα της ανασυγκρότησής της και ήταν σε θέση να υποβάλλει συγκεκριμένα αιτήματα. Σημαντικό τμήμα του ποσού αυτού διατέθηκε για τον Ναύσταθμο. Έτσι, συμπληρώθηκαν βαθμιαία όλες οι εγκαταστάσεις του Ναυστάθμου και της Βάσης Υποβρυχίων. Μέχρι δε το 1947 είχαν αποκατασταθεί οι προπολεμικές και είχαν δημιουργηθεί και αρκετές νέες. Αυτές οι βελτιώσεις συνεχίστηκαν και τα επόμενα έτη κι έτσι ο Ναύσταθμος έγινε πολύ καλύτερος από τον προπολεμικό. Παράλληλα, μεταξύ των πρώτων έργων περιλαμβάνονταν και η αποκατάσταση του Ναυτικού Νοσοκομείου του Πειραιά που άρχισε πάλι να λειτουργεί από το καλοκαίρι του 1945.» Μεζεβίρης Γρ., ο.π.

[30] Αυτή την εποχή (1948) θεμελιώνεται και το Ναυτικό Νοσοκομείο Αθηνών. Εγκαινιάστηκε όμως και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1955. 

[31] Φακίδης Ι.Κ. (1996), Ιστορία της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων 1845 – 1973, Ναυτικό Μουσείο της Ελλάδος. Δημητρακόπουλος Αν. (2006), Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων. Οι τάξεις εισόδου 1884 – 1950, τομ Α΄, Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Ρούσκας Ι. Γ., (1989), Πόρος. Ναύσταθμος και Εκπαιδευτήριο του Πολεμικού Ναυτικού. Ιστορική Μελέτη για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Σχολής Ναυτοπαίδων σήμερα Σχολής Μονίμων Υπαξιωματικών Ναυτικού (Σ.Μ.Υ.Ν.), Γενικό Επιτελείο Ναυτικού.

[32] Μεζεβίρης Γρ., ο.π.

[33] Αυτός ο Αρματωλός γράφεται ανορθόγραφα με Ω.

[34] Το διάταγμα αναφέρει: «Κατά την διάρκειαν του Ελληνο-ιταλικού Πολέμου, η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων εξηκολούθησε την λειτουργία της, παρά τους σφοδρούς βομβαρδισμούς του Πειραιώς, διέκοψε σε άμα τη εισόδω των γερμανικών στρατευμάτων. Κατά την Κατοχήν, οι Ναυτικοί Δόκιμοι ήρχισαν να διαφεύγουν εις Μέσην Ανατολήν, ένθα, κατ’ αρχάς μεν συνέχισαν την εκπαίδευσίν των επί του θωρηκτού ΑΒΕΡΩΦ, λαμβάνοντες μέρος εις τας νηοπομπάς του Ινδικού Ωκεανού, εν συνεχεία δε εις την οργανωθείσαν εν Αλεξανδρεία Σχολήν, λαβόντες μέρος εις νηοπομπάς Μεσογείου και επιχειρήσεις Νοτίου Γαλλίας και Δωδεκανήσου. Ως αξιωματικοί επλαισίωσαν τας πολεμικάς μονάδας, λαβόντες μέρος εις πλείστας επιχειρήσεις, ένθα τόσον κατά τον τελευταίον, όσο και εις τον προηγούμενον πόλεμον, έπεσαν ενδόξως ή έλαβον βαρύτατα τραύματα και ως Ναυτικοί Δόκιμοι ακ΄μη συνετελέσαντες ούτω εις την συνέχισιν της υπαρχούσης εν τω Ναυτικώ ωραίας παραδόσεως, αυτοθυσίας, ηρωισμού και προσηλώσεως εις το καθήκον.» Δημητρακόπουλος Αν. (2006), Βιογραφικό Λεξικό των Αποφοίτων της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων, εκδ. ΓΕΝ, τόμος Α΄ σελ 16.

 

Σημείωση: Το άρθρο είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό  “Ναυτική Ελλάς” Δεκέμβριος 2017, Ιανουάριος 2018, Φεβρουάριος 2018.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024