Μνήμη Ολοκαυτώματος : Να μην ξεχάσουμε ποτέ τα εργοστάσια θανάτου
Γράφει ο Παναγιώτης Σωτήρης
«Ψάχνω να βρω στη συνείδησή μου τι κακό έχω κάνει για να υποφέρω έτσι, σου ορκίζομαι αγαπημένο μου παιδί πως δεν βρίσκω κάτι. Ήμουν πάντοτε καλή και γενναιόδωρη προς όλους». Έτσι έγραφε στις 17 Μαρτίου 1943 στο γιο της η Σαρίνα Σαλτιέλ από τη Θεσσαλονίκη. Έξι μέρες αργότερα θα είναι και αυτή στην τέταρτη αποστολή για το Άουσβιτς. Δεν θα γυρίσει ποτέ.
Η 27η Ιανουαρίου είναι η παγκόσμια ημέρα Μνήμης των Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος. Η συγκεκριμένη μέρα επιλέχθηκε, επειδή στις 27 Ιανουαρίου 1945 ο Κόκκινος Στρατός απελευθέρωσε το Άουσβιτς. Η απελευθέρωση του Άουσβιτς, όπως και των άλλων στρατοπέδων από τις Συμμαχικές Δυνάμεις αποκάλυψε όλες τις εικόνες σκελετωμένων κρατουμένων και τους σωρούς πτωμάτων που έκτοτε στοίχειωσαν τη μνήμη μας. Μάλιστα συνηθίσαμε να έχουμε ως εικόνα του Ολοκαυτώματος κυρίως αυτές τις εικόνες.
Όμως, η πιο μεγάλη φρίκη του Ολοκαυτώματος είναι τα εκατομμύρια θυμάτων για τα οποία δεν έχουμε καμία εικόνα, κανένα σημάδι. Όλες και όλους εκείνους που πήγαν κατευθείαν από τα «τρένα του θανάτου», που έφταναν καθημερινά, στο θάλαμο αερίων ή που ενώ επιλέχτηκαν για κάποια εργασία, συχνά στα Sonderkommando, τα ειδικά αποσπάσματα κρατουμένων που είχαν την ευθύνη του χειρισμού των κρεματορίων, σε μια επόμενη στιγμή οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.
Αυτό οδηγεί στο φριχτό γεγονός από τα μεγάλα «εργοστάσια θανάτου» της Treblinka, του Sobibor, του Belzec, του Chlemno, τα οποία οι Ναζί πρόλαβαν να ισοπεδώσουν, δεν υπάρχουν πολλά ίχνη. Με την εξαίρεση των μνημείων που τοποθετήθηκαν αργότερα, τίποτα δεν θυμίζει ότι εκεί μπορεί να εξοντώνονταν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα.
Ακόμη και στο Άουσβιτς-Μπιρκενάου, που κατά το μεγαλύτερο μέρος του το εκκένωσαν οι Γερμανοί αφήνοντας πίσω τους πολύ αδύναμους, υποχρεώνοντας τους περισσότερους κρατούμενους στη διαβόητη «Πορεία του Θανάτου» προς άλλα στρατόπεδα, δυσκολεύεται κανείς να συνειδητοποιήσει ότι εκτελέστηκαν πάνω από ένα εκατομμύρια άνθρωποι.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική αποτύπωση αυτής της τρομακτικής απουσίας ίχνους να βρίσκεται σε μία από τις πρώτες σκηνές του μνημειώδους ντοκιμαντέρ Shoah του Claude Lanzmann. Εκεί o Simon Srebnik, ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες του στρατοπέδου του Chelmno, περπατά μέσα σε ένα όμορφο, ειδυλλιακό σχεδόν, δασικό τοπίο, κοντοστέκεται κοιτάζοντας προς τη μεριά ενός ξέφωτου και με την παράξενη απάθεια του ανθρώπου που έχει δει κατάματα το θάνατο (οδηγήθηκε για εκτέλεση κατά την εκκένωση του στρατοπέδου, αλλά η σφαίρα που δέχτηκε στο πίσω μέρος του κεφαλιού δεν τον σκότωσε και επέζησε), λέει: «Εδώ καίγανε ανθρώπους. Πολλοί άνθρωποι κάηκαν εδώ. Das ist der Platz».
Πέραν του ανείπωτου
Συχνά στη συζήτηση για το Ολοκαύτωμα, κυριαρχεί η μεταφορά του «ανείπωτου» όπως και αυτή του «μοναδικού» και «ανεπανάληπτου» συμβάντος. Μόνο που και οι δύο μεταφορές, όποιες και εάν ήταν οι αναλυτικές καλές προθέσεις ή οι πολιτικοί υπολογισμοί που τις τροφοδότησαν, δεν βοηθούν. Το Ολοκαύτωμα δεν είναι «ανείπωτο», υπάρχουν λόγοι που το εξηγούν, και δυστυχώς δεν είναι «ανεπανάληπτο», γιατί παραμένουν ενεργοί οι μηχανισμοί που το γέννησαν.
Το Ολοκαύτωμα, δηλαδή η συνειδητή πολιτική επιλογή και η γιγάντια προσπάθεια σε επίπεδο επιμελητείας να εξοντωθεί το σύνολο του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού, μαζί με το σύνολο των Ρομά αλλά και των «πολιτικών στελεχών» του Κόκκινου Στρατού, αποτέλεσε όντως στιγμή μοναδική, όμως ενταγμένη σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Όμως δεν ήταν το αποτέλεσμα κάποιας παράνοιας ή παροξυσμού μίσους. Αντίθετα, ήταν – και αυτό ίσως το κάνει ακόμη πιο τρομακτικό – μια κρατική πολιτική που υλοποιήθηκε με όρους κρατικού σχεδιασμού, συντονισμού δυνάμεων και αναζήτησης πιο «ορθολογικών» μεθόδων.
Η αλληλογραφία για την αναζήτηση των τεχνικών και για το σχεδιασμό μιας τεράστιας μαζικής εξόντωσης παραπέμπει στην κρατική γραφειοκρατία και λιγότερο στο παρανοειδές μίσος. Είναι αυτή η «κοινοτοπία του κακού», για να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο του γνωστού βιβλίου της Χάνα Άρεντ που κάνει την ιστορία ακόμη πιο τρομακτική.
Με αυτή την έννοια το Ολοκαύτωμα ήταν μοναδικό, όμως ήταν ταυτόχρονα και βαθιά συνδεδεμένο με στοιχεία που σφραγίζουν την νεωτερικότητα. Ήταν η πιο ακραία εκδοχή για το πού μπορεί να φτάσει ο παροξυσμός του κρατικού ρατσισμού και η λογική της εθνικής και φυλετικής καθαρότητας -πλευρές της οποίας μοιράζονταν όλες οι ηγετικές καπιταλιστικές δυνάμεις. Αποτέλεσε την υλοποίηση της ακραίας βίας στην οποία μπορεί να οδηγήσει ο νεωτερικός εθνικιστικός φόβος του «άλλου». Ήταν η ακραία εκδοχή της «βιοπολιτικής» της ασφάλειας και της προστασίας του πληθυσμού, το νήμα που συνδέει το ρατσισμό με την ευγονική, τις ποικίλες μορφές προληπτικού εγκλεισμού, τις στειρώσεις «καθυστερημένων», η στιγμή όπου η βιοπολιτική γίνεται μαζική «θανατοπολιτική». Ήταν η ακραία εκδοχή της εργαλειακής και τεχνικής ορθολογικότητας που σφραγίζει την εποχή του καπιταλισμού.
Το τραύμα του αντισημιτισμού
Ξεχνάμε πολλές φορές τον τρόπο που ο αντισημιτισμός υπήρξε, μαζί με την αποικιοκρατία, η σκοτεινή πλευρά της ανάδυσης της σύγχρονης Ευρώπης. Και αυτό παρότι σε μεγάλο βαθμό η ταυτότητα της Ευρώπης είναι και Εβραϊκή. Όμως, την ώρα που αναδύονταν οι ευρωπαϊκές εθνικές ταυτότητες άρχισαν να πληθαίνουν και τα σημάδια ενός νέου αντισημιτισμού, που συναντιόταν με μια ολόκληρη ιστορία θρησκευτικού μίσους. Ας μην ξεχνάμε ότι τα πρότυπα των «θεωριών συνωμοσίας» ήταν αυτά που στρέφονταν κατά των Εβραίων και που δυστυχώς κατά καιρούς επιστρέφουν στη δημόσια συζήτηση. Τότε ήταν που διαμορφώθηκαν στερεότυπα που ακόμη και σήμερα επανέρχονται όπως αυτό του «πλούσιου Εβραίου», που παρέβλεπε ότι διαχρονικά η συντριπτική πλειοψηφία των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ευρώπη ήταν φτωχοί αγρότες και τεχνίτες. Κομμάτι της ιδεολογικής προπαγάνδας του διάχυτου ευρωπαϊκού αντισημιτισμού και του δομικά αντιδραστικού χαρακτήρα του και ο τρόπος που εχθρευόταν την ιδιαίτερη παρουσία Εβραίων σε ριζοσπαστικά θεωρητικά, καλλιτεχνικά και πολιτικά κινήματα, με συμβολική συμπύκνωση την ανάδειξη του «Εβραιομπολσεβικισμού» σε υπέρτατο εχθρό.
Μόνο που η ιστορία του Ολοκαυτώματος έδειξε ότι μια τέτοια ιδεολογία, όταν γίνει κρατική πολιτική, τότε το αποτέλεσμα είναι μια γενοκτονία χωρίς προηγούμενο.
Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα
Πολλές φορές το προσπερνάμε, όμως και στην Ελλάδα υπήρχε αντισημιτισμός. Ακόμη και στο πλαίσιο της επανάστασης του 1821 αναφέρονται εξοντώσεις Εβραίων στην Τριπολιτσά και το Αγρίνιο. Η «Συκοφαντία του Αίματος», ένας μύθος, με απαρχές στον μεσαίωνα για τη δήθεν χρήση του αίματος παιδιών για την παρασκευή αζύμου άρτου για το εβραϊκό Πάσχα, θα οδηγήσει σε βίαια επεισόδια σε βάρος των Εβραϊκών κοινοτήτων στη Ρόδο το 1840 και στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο το 1891.
Στη Θεσσαλονίκη το 1931 η φασιστική και αντικομμουνιστική οργάνωση «ΕΕΕ» (Εθνική Ένωσης Ελλάδος) θα οργανώσει πραγματικό πογκρόμ κατά της Εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ.
Όμως, ακόμη και στη διάρκεια της Κατοχής, όταν θα εξοντωθεί το μεγαλύτερο μέρος των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα (58.886 Εβραίοι της Ελλάδας από έναν προπολεμικό πληθυσμό 71.611), θα υπάρξουν σημάδια ανοχής ή ακόμη και συνενοχής τοπικών κοινοτήτων. Καθόλου τυχαία που τότε οι ελληνικές κατοχικές αρχές, σε συνεργασία με τους Γερμανούς, θα αποφασίσουν την καταστροφή του μεγάλου Εβραϊκού Νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης.
Χρόνια μετά ο Γιάννης Μπουτάρης, ως δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, θα πάρει αφορμή την περίπτωση της επιζήσασας Μπουένας Σαρφατή για να μιλήσει για όλα αυτά:
«Για την Μπουένα, μαρτύρια και ηρωισμοί είχαν εξίσου μικρή αξία καθώς προσπαθούσε να μαζέψει τα συντρίμμια και να ξαναχτίσει τη ζωή της από την αρχή. Πώς όμως να ένιωθε όταν ακόμη και οι πιο μικρές απολαύσεις άνοιγαν διάπλατα τα τραύματα του παρελθόντος; Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο Αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της;
Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό «άνευ αξίας» κατά τον επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη.
Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας.
Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβρη του 1948. Είναι η ασημένια τσάντα, οικογενειακό κειμήλιο, που το 1946 η Μπουένα Σαρφατή είδε έκπληκτη να κρατά με στυλ μια χριστιανή οικογενειακή φίλη. Είναι το οικογενειακό χαλί που μια άλλη έκπληκτη Εβραία επιζήσασα αντίκρισε σε σπίτι χριστιανών οικογενειακών φίλων. Είναι το βιβλίο που βρέθηκε τυχαία, μόλις μια δεκαετία πριν, στη βιβλιοθήκη της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης προτού επιστραφεί στο Εβραϊκό Μουσείο, μια πράξη που τιμά την Αδελφότητα.» (Από την ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη, στην Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος το 2018).
Ο αντισημιτισμός δεν έπαψε να είναι στοιχείο της ελληνική δημόσιας σφαίρας. Δεν είναι τυχαίο ότι όχι μόνο η ναζιστική Χρυσή Αυγή αλλά και συνολικά η ελληνική ακροδεξιά είχε πάντα και ένα στοιχείο έντονου αντισημιτισμού. Το βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα στα διάφορα κρούσματα βεβηλώσεων εβραϊκών μνημείων ή στην απήχηση βιβλίων που απηχούν αντισημιτικούς μύθους.
Το καθήκον της μνήμης
Η σκιά του Ολοκαυτώματος είναι πάντα εδώ. Είναι πάντα εδώ ως το σκοτεινό άλλο πρόσωπο της εποχής της νεωτερικότητας. Είναι η διαρκής υπενθύμιση ότι ο συνδυασμός «εργαλειακής ορθολογικότητας» που συνδέσαμε με τον καπιταλισμό και την τεχνική, της μεγάλης συγκέντρωσης ισχύος εξαναγκασμού που φέρει το σύγχρονο κράτος, αλλά και οι ένοχοι δεσμοί της εθνικής ιδεολογίας με τη «φυλή» και το ρατσισμό, μπορεί στο όριο να οδηγήσει σε παγκόσμιους πολέμους, σε μαζικές εξοντώσεις, και τελικά σε εργοστάσια θανάτου. «Συνέβη, επομένως μπορεί και να ξανασυμβεί: είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε», θα γράψει ο μεγάλος Πρίμο Λέβι.
Και είναι εδώ η σκιά όταν βλέπουμε να υπάρχουν ακόμη νοσταλγοί του ναζισμού, όταν βλέπουμε την τοξική παρουσία του ρατσισμού στις διάφορες εκφράσεις του, όταν βλέπουμε τη βαναυσότητα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες και την αντιμετώπιση τμημάτων των κοινωνιών ως «πλεοναζόντων πληθυσμών».
Το καθήκον της μνήμης είναι ο τρόπος για να μπορούμε να στοχαζόμαστε διαρκώς τους μηχανισμούς που μπορούν να γεννήσουν και να τροφοδοτήσουν μια βαθιά, γκρίζα, σκοτεινή, αδυσώπητη βία που δεν είναι μεμονωμένη παθολογία αλλά συστημική δυνατότητα. Και για να μπορέσουμε να τους ξεριζώσουμε.