29/03/2024

Γεώργιος Κατσάνης: ο ηρωϊκός διοικητή της 33ης Μοίρας Καταδρομών

Γράφει ο Κοντοστέλιος Μανώλης
υπ. Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας
Ιόνιο Πανεπιστήμιο

Είναι στιγμές που βλέποντας τον καθημερινό εσμό των τηλεοπτικών προγραμμάτων, με την ελαφρότητα να αποτελεί το καθημερινό  μοτίβο τους αλλά και την τηλεθέαση τους να «χτυπάει κόκκινο», αναρωτιέται κανείς το τι συνέβη στους ανθρώπους αυτής της χώρας σε ό,τι αφορά την αισθητική τους, τον σεβασμό στο συνάνθρωπο, την πίστη σε ιδανικά και αξίες, την προσήλωση τους στη γνώση και τη μόρφωση, την αγάπη τους για την πατρίδα.

Τι έμεινε άραγε αλήθεια από την κληρονομία που μας άφησε εκείνη η «δρακογενιά» των ανθρώπων του παρελθόντος που πάλεψαν για να ζούμε σήμερα εμείς ελεύθεροι; Γνωρίζουμε άραγε για τη θυσία τους, που αποτελεί το ύψιστο δείγμα αφοσίωσης προς την πατρίδα ή η θύμηση τους θα εξαφανιστεί στο διάβα του χρόνου, όταν θα φύγουν από τη ζωή οι απόγονοι τους; Θα γράψει άραγε γι΄ αυτούς ο ιστορικός του μέλλοντος ή ο αμείλικτος χρόνος θα παρασύρει στο πέρασμα του, την προσφορά και τη θυσία τους;

Στη μνήμη ενός τέτοιου ανθρώπου θα αναφερθούμε σήμερα . Ο λόγος για τον αείμνηστο διοικητή της 33ης Μοίρας Καταδρομών Γεώργιο Κατσάνη, ο οποίος βρήκε ηρωικό θάνατο μαχόμενος εναντίον των Τούρκων στην περιοχή «Πετρομούθια» στα υψώματα του Αγ. Ιλλαριώνα της κορυφής του Πενταδάκτυλου της Κύπρου, εκείνες τις τραγικές μέρες της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο του 1974.

 

 

Ας επιχειρήσουμε να μεταφερθούμε νοερά σε εκείνες τις τραγικές μέρες στην μαρτυρική μεγαλόνησο, δίνοντας το ιστορικό περίγραμμα των γεγονότων που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή. Τον Ιούλιο του 1974 η χούντα των Αθηνών οργάνωσε πραξικόπημα κατά του Προέδρου της Κύπρου Μακάριου. Στις 15 Ιουλίου ο διοικητής των καταδρομών στην Κύπρο Συνταγματάρχης Κωνσταντίνος Κομπόκης συγκάλεσε σύσκεψη των διοικητών των μοιρών καταδρομέων για να τους αναγγείλει την εφαρμογή σχεδίου ανατροπής του Μακάριου. Στην σύσκεψη δεν κλήθηκε να συμμετέχει ο διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών Γεώργιος Κατσάνης. Κατά την εκδήλωση του πραξικοπήματος η 33η Μοίρα Καταδρομών διασπάστηκε σε διάφορα τμήματα και συμμετείχε σε επιχειρήσεις ελάσσονος σημασίας. Στις 17 Ιουλίου η Μοίρα διατάχθηκε να αναλάβει τη φρούρηση του αεροδρομίου Λευκωσίας, αποστολή την οποία έφερε εις  πέρας ο διοικητής της Μοίρας μαζί με δυο λόχους της, μέχρι τις 20 Ιουλίου. Στις 20 Ιουλίου και ενώ η Μοίρα ετοιμαζόταν προς αναχώρηση, φάνηκαν στον ουρανό τουρκικά αεροσκάφη με στόχους το αεροδρόμιο της Λευκωσίας, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, το ΡΙΚ και το στρατόπεδο Αθαλάσσας ενώ παράλληλα σημειώνονταν και ρίψεις αλεξιπτωτιστών στην περιοχή της Κυθρέας. Αφού η Μοίρα κατάφερε να αποφύγει τις επιθέσεις των τουρκικών αεροσκαφών, έφτασε στο στρατόπεδο της στην περιοχή του Πέλλα Πάις στην επαρχία της Κερύνειας. Την ίδια μέρα ο διοικητής των Καταδρομέων Συνταγματάρχης Κομπόκης εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων με την ονομασία «Σχέδιο Λαβίδα» και θα συμμετείχαν σε αυτό οι Μοίρες Καταδρομών 31η, 32η, 33η και 34η. Στον ταγματάρχη Κατσάνη δόθηκε εντολή κατάληψης των Πετρομουθιών, με τη συμμετοχή δυο λόχων κρούσης και ενός λόχου επιστράτων. Πράγματι στις 23.00 βρέθηκε επί του στόχου και ο διοικητής Κατσάνης έδωσε διαταγή για γενική έφοδο. Ήταν τέτοια η σφοδρότητα της επίθεσης και ο αιφνιδιασμός των Τούρκων ήταν μεγάλος. Το αποτέλεσμα της επίθεσης ήταν να καταληφθούν τα υψώματα από τους καταδρομείς στις 23:45 και ρίχθηκε πράσινη φωτοβολίδα από τον διοικητή για την απόλυτη επιτυχία της επιχείρησης και περαιτέρω για να σταλούν ενισχύσεις, οι οποίες όμως δεν έφτασαν ποτέ. Από τις 3.00 π.μ . της 21ης Ιουλίου η Μοία άρχισε να βάλλεται από μεγάλη δύναμη πυρός καθώς οι Τούρκοι ενισχύονταν με αλεξιπτωτιστές και οπλισμό. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα για την Μοίρα καθώς πλεόν βάλλεται από ελικόπτερα, από την πολεμική αεροπορία αλλά και από πυρά όλμων. Παρ΄ όλα αυτά δεν εγκαταλείπει τη    θέση την οποία τάχθηκε να υπερασπιστεί , παρά το γεγονός ότι τόσο τα πολεμοφόδια όσο και το νερό τους αρχίζουν να εξαντλούνται. Γύρω στις 9.30 ο διοικητής Γεώργιος Κατσάνης, σε προωθημένη θέση, μετά από την κατάληψη ενός οικίσκου, τραυματίζεται θανάσιμα από τα πυρά τουρκικού  πολυβόλου. Στρατιώτες του στην προσπάθεια τους να προσεγγίσουν και να βοηθήσουν τον διοικητή τους τραυματίζονται και αναγκάζονται να υποχωρήσουν και στη συνέχεια να διαφύγουν από το πεδίο της μάχης.

Το τέλος της επιχείρησης «Λαβίδα» σήμανε την ώρα του τραγικού απολογισμού για την 33η Μοίρα Καταδρομών, η οποία μαζί με την απώλεια του διοικητή της θρηνεί και την απώλεια άλλων έντεκα καταδρομέων. Μετά από δραματικές μάχες και διαρκείς απώλειες η 33η Μοίρα στάθμευσε στο Σταυροβούνι της Λάρνακας, στην οποία εδρεύει μέχρι και σήμερα.

 

Ποιος όμως ήταν ο άνθρωπος Γεώργιος Κατσάνης;

Ο Γεώργιος Κατσάνης γεννήθηκε στο Σιδηρόκαστρο, στις 7 Αυγούστου 1934, από γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Το 1941 η οικογένεια προκειμένου να αποφύγει τη Βουλγάρικη σκλαβιά αναζήτησε καταφύγιο στη Θεσσαλονίκη. Κατά τα μαθητικά του χρόνια με νωπές τις μνήμες από το έπος του ’40 ο νεαρός Κατσάνης βρήκε ως ίνδαλμα και πρότυπο του τον Κωνσταντίνο Δαβάκη, ήρωα της Πίνδου, η θυσία του οποίου τον ενέπνευσε να ακολουθήσει το επάγγελμα του στρατιωτικού. 

Παράλληλα με τα μαθήματα του ασχολούνταν και με τον κλασσικό αθλητισμό ως αθλητής στίβου στον Γυμναστικό Σύλλογο «ΗΡΑΚΛΗΣ». Διακρίθηκε για τις επιδώσεις του στο άλμα εις μήκος και στους δρόμους ταχύτητας των 100 και 200 μέτρων. Στις 8 Οκτωβρίου 1952 εισήλθε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, από την οποία αποφοίτησε το 1955. Κατά την περίοδο 1955 -1956 υπηρετώντας στη Σχολή Πεζικού στη Χαλκίδα διετέλεσε εκπαιδευτής του τότε διαδόχου της ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνου. Το 1956, τον Φεβρουάριο, τοποθετήθηκε στις δυνάμεις καταδρομών στις οποίες και παρέμεινε μέχρι τον ηρωικό θάνατο του.  Κατά τη θητεία του στις ειδικές δυνάμεις αναδείχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους αναρριχητές του ΝΑΤΟ χωρίς οι διάφοροι σοβαροί τραυματισμοί που υπέστη κατά την εκτέλεση στρατιωτικών ασκήσεων να τον πτοήσουν και να κλονίσουν την αγάπη του για τις Καταδρομές.

Κατά τη διάρκεια νοσηλείας του στο 324 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, μετά από πτώση του κατά τη διάρκεια στρατιωτικών επιδείξεων στο Καυτατζόγλειο, γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγο του Εριφύλη Πανωρίδου, την οποία παντρεύτηκε στις 21 Ιουνίου του 1964. Κατά τη διάρκεια της πρώτης του θητείας στην Κύπρο απέκτησε δυο κόρες, στις 29 Δεκεμβρίου 1965, την Αγγελική και 22 Ιανουαρίου 1967 την Ευανθία. Το 1968 διετέλεσε εκπαιδευτής στη Ρεντίνα, ύστερα από την επιστροφή του από την Κύπρο. Το 1969-1970 φοίτησε στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου και στη συνέχεια στη 2η Μεραρχία στην Έδεσσα, ενώ το 1972 μετατέθηκε στο Γ΄ Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Τον Αύγουστο του 1973, κατόπιν αίτησης του μετατέθηκε και πάλι στην Κύπρο και ανέλαβε διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών που είχε την έδρα της στην περιοχή Πέλλα Πάις, στην Κερύνεια, όπου και παρέμεινε μέχρι την ηρωίκή θυσία του  στις 21 Ιουλίου 1974.

Η οικογένεια του έζησε κι αυτή δύσκολες στιγμές κατά τις ημέρες εκείνες της τουρκικής εισβολής. Σε επικοινωνία με τον σύζυγο της, στις 19 Ιουλίου, αυτός την καθησύχασε ότι είναι καλά τόσο ο ίδιος όσο και οι στρατιώτες του. Τα ξημερώματα της 20ης Ιουλίου οι κάτοικοι της Κερύνειας ξύπνησαν αντικρίζοντας τη θάλασσα γεμάτη με τουρκικά πλοία και αποβατικά, τα οποία άρχισαν να βάλουν κατά της πόλης. Λίγο πριν διαταχθεί η εκκένωση της πόλης, τηλεφώνησε στο στρατόπεδο τους 33 ΜΚ για να μάθει νέα για τον σύζυγο της και της μεταφέρθηκε το μήνυμα του με τις εξής λέξεις: «μην το κουνήσεις από το σπίτι τους φάγαμε τους Τούρκους».   Κατά την εκκένωση της πόλης πήρε από το χέρι τις δυο κόρες της  οκτώ και επτά χρονών και εγκατέλειψαν το σπίτι τους ακολουθώντας  την οικογένεια του σπιτονοικοκύρη τους με κατεύθυνση προς τη Λευκωσία όπου και πληροφορήθηκε τα δυσάρεστα νέα για την απώλεια του συζύγου της χωρίς να έχει κάποια άλλη ενημέρωση από το επίσημο ελληνικό κράτος. Έτσι, μετά από δεκαπέντε μέρες μάταιης προσμονής για την τύχη του συζύγου της επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα, στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Εκεί με κόπους και δυσκολίες μεγάλωσε τις δυο της κόρες, η μια εκ των οποίων η Αγγελική, συνταξιούχος δασκάλα,  είναι παντρεμένη με τον Φώτη Σουσαμλή, επίσης δάσκαλο, έχουν τρεις γιούς και κατοικούν στο Χρυσοχώρι. Η άλλη κόρη, η Ευανθία είναι τραπεζικός υπάλληλος και κατοικεί με τον σύζυγο της Γιάννη Βασιλειάδη και τους δυο γιους της στη Θεσσαλονίκη.

Η σωρός του Γεώργιου Κατσάνη δεν βρέθηκε ποτέ και οι άνθρωποι του ζουν  με την ελπίδα μήπως κάποια στιγμή,  σε κάποιον από τους δεκάδες ομαδικούς τάφους που βρίσκονται διάσπαρτοι στην Κύπρο, βρεθούν τα οστά του και μέσω της αναγνώρισης λειψάνων επιστρέψουν στην πατρίδα, για να ταφούν στη γενέτειρα του, στον τόπο που τόσο αγάπησε, στο Σιδηρόκαστρο Σερρών.

Κλείνοντας την αναφορά στην ηρωική μορφή του Ταγματάρχη Γεωργίου Κατσάνη αξίζει να επισημάνουμε ότι η Ελληνική Πολιτεία μόλις το 1998, εικοσιτέσσερα χρόνια μετά τα γεγονότα της εισβολής, αναγνώρισε την περίοδο από 20-7-1974 έως 20-8-1974 ως πολεμική. Έτσι, με μεγάλη καθυστέρηση, αναγνώρισε ότι  αυτοί που φονεύθηκαν ή εξαφανίστηκαν στα πολεμικά γεγονότα της περιόδου αυτής υπερασπίστηκαν την Κύπρο και όχι την Κορέα (!!!!!) , όπως ήταν η επίσημη θέση του ελληνικού κράτους. Όμως πλανώνται οικτρά όσοι νομίζουν ότι οι άνθρωποι αυτοί που χάθηκαν ή τραυματίστηκαν υπερασπιζόμενοι την πατρίδα το έκαναν ελπίζοντας σε αμοιβές και ανταλλάγματα γι΄ αυτούς και τις οικογένειες τους. Αδυνατούν να συλλάβουν το μέγεθος της θυσίας τους και προσπαθούν να την απαξιώσουν και να την ευτελίσουν επικαλούμενοι επιχειρήματα που είναι ανάξια σχολιασμού. Η απάντηση σε όλους αυτούς είναι να διασωθεί η προσφορά και η ιστορική μνήμη όσων έθεσαν την αγάπη για την πατρίδα υπεράνω όλων, ακόμη και της ίδιας τους της ζωής. Ελπίζω το παρόν άρθρο έστω και στον ελάχιστο βαθμό να συνέβαλε στη διατήρηση άσβεστης της μνήμης και της θυσίας τους.

Υ.Γ. Θερμές ευχαριστίες στην κα Κατσάνη Λίνα και στον σύζυγο της κ Σουσαμλή Φώτη για το πολύτιμο υλικό που μου παραχώρησαν για τη συγγραφή του  παρόντος πονήματος.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Geopolitics & Daily News Copyrights Reserved 2024