Οι προοπτικές της αμυντικής ισχύος
Γράφει ο Αλέξανδρος Νίκλαν
Σύμβουλος Θεμάτων Ασφαλείας
Η Ελλάδα σήμερα βρίσκεται σε μια γεωγραφική ζώνη όπου επικρατεί ζωηρό ενεργειακό ενδιαφέρον. Όμως η ζώνη αυτή αποτελεί συχνά χώρος εντάσεων που έχουν προκληθεί από διάφορους παράγοντες.
Μια χαρακτηριστική ερμηνεία των παραγόντων αυτών θα μπορούσαμε να πούμε πώς βρίσκεται στο βιβλίο του διεθνολόγου Κωνσταντίνου Μπαλωμένου με τίτλο «Διεθνής Τρομοκρατία και Στρατηγική Επικοινωνία – Διαχείριση Τρομοκρατικών Κρίσεων» (Εκδόσεις Ποιότητα), ο οποίος σήμερα είναι ο επικεφαλής της Γενικής Διεύθυνσης Πολιτικής Εθνικής Άμυνας και Διεθνών Σχέσεων. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
“Ο μη σεβασμός των εθνικών και κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών και η συνεχής αλλαγή συνόρων μέσω της καταστροφής περιφερειακών κράτών, έχει δημιουργήσει μεγαλύτερη αστάθεια στο διεθνές σύστημα και περισσότερους κινδύνους για την διεθνή ασφάλεια.“
Στη συγκεκριμένη πρόταση περικλείει μια εικόνα, η οποία έχει διαμορφωθεί από τρίτες ισχυρότερες οντότητες, με γνώμονα εθνικό ή άλλο συμφέρον. Δεν είναι άλλωστε κρυφό πώς η κορύφωση των αντιδράσεων ξεκίνησε από την προσπάθεια “δυτικού εκδημοκρατισμού” της Μέσης Ανατολής, όπως και από την δημιουργία μετώπων βίας σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη με σκοπό την αναδιαμόρφωση σφαιρών επιρροής για χώρες ή ακόμα και για τρομοκρατικές οργανώσεις (βλ. DAESH, Al Qaeda).
Καθώς οι καταστάσεις αυτές εξελίσσονται και διαμορφώνουν νέες ισορροπίες και νέες δύσκολες συνθήκες που χρήζουν νέες τακτικές και στρατηγική αντιμετώπισης, η χώρα μας προσπαθεί να βρει το βήμα της με μια σειρά κινήσεων που ενδεχομένως να παίξουν καθοριστικό ρόλο.
Μια πολύ σοβαρή προσπάθεια είναι η προσέγγιση της “τετράγωνης συμμαχίας” με Αίγυπτο, Ισραήλ και Κύπρο, σχηματίζοντας έτσι μια συμπαγή οντότητα στη Ν.Α. Μεσόγειο με φόντο τα ενεργειακά κοιτάσματα. Η συγκεκριμένη συμμαχία φαίνεται πώς φέρνει σοβαρά αποτελέσματα για την Ελλάδα, καθώς έχουν συναφθεί πολλές στρατιωτικές και αμυντικές συμφωνίες, αυξάνοντας με τον τρόπο αυτό το επίπεδο αμυντικής θωράκισης της χώρας σε θέματα τεχνογνωσίας και συνεργασιών.
Η Ελλάδα, στη σημερινή κατάσταση, μπορεί και πρέπει να διατηρήσει μια ηγεμονική και ισχυρή αξία στη περιοχή, καθώς διαθέτει μια αξιόλογη γεωγραφική θέση. Η συνοριακή επαφή της με Βαλκάνια, Ευρώπη και Ασία, είναι εξ’ορισμού ένα σημείο αναφοράς για κάθε ισχυρό παράγοντα που θα θελήσει να διατηρήσει ζωτικό συμφέρον είτε σε ενεργειακά, είτε σε εμπορικά (logistics), είτε ακόμα και δικαιώματα σε ναυτικές οδούς προς Μαύρη Θάλασσα και Ν.Α. Μεσόγειο (π.χ. Κίνα).
Παράλληλα αποτελεί “defacto ανάχωμα” επιδιώξεων χωρών στη περιοχή, που αναζητούν να επιβάλλουν μονοπώλιο διαχείρισης σε ναυτικές ρότες, ενεργειακά και άλλα, θέτοντας εκβιαστικά διλήμματα σε συμμάχους και συνεργάτες. Η συμμετοχή της Ελλάδος στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ διασφαλίζει την συμμόρφωση και την καλή συνεργασία με το διεθνές δίκαιο και εξισορροπεί ακόμα και προβλήματα γύρω περιοχών που αναζητούν τη δική τους οδό προς την συμμετοχή στους παραπάνω θεσμούς.
Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν κάτι πολύ βασικό!
Η Ελλάδα πέρα από την όποια διπλωματική προσπάθεια, θα πρέπει να είναι και ικανή να ανταπεξέλθει σε όποια απειλή. Αυτό μπορεί φυσικά να γίνει με τρόπους επικοινωνίας σε κάθε επίπεδο, ακόμα και με αντίπαλες (θεωρητικά) χώρες αλλά πάντα μέσω μια σταθερής επικοινωνιακής στρατηγικής, όχι μόνο σε επίπεδο πολιτικών σχέσεων, αλλά ακόμα και προς τους πολίτες τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων.
Η ικανότητα διαχείρισης κρίσεων, για παράδειγμα, είναι κάτι που η χώρα πρέπει να αναζητήσει έχοντας ως γνώμονα συγκεκριμένους διαύλους επικοινωνίας. Να βρει πώς θα διατηρήσει ικανό επίπεδο ενημέρωσης μεταξύ κράτους και πολιτών, έτσι ώστε να υπάρχει συμπαγής οντότητα και στήριξη σε κάθε εθνική απόφαση ακόμα και στο πιθανό σενάριο κάτι να έχει κριθεί λανθασμένα.
Η αδυναμία να παρουσιαστεί διαιρεμένο πολιτικό μέτωπο, θα δώσει ουσιαστικά την ικανότητα σε ξένες δυνάμεις να εκμεταλλευθούν το κενό και να αναπτύξουν δική τους στρατηγική έναντι της χώρας μας. Ένα καλό σημείο αναφοράς εδώ είναι η σύγκριση του 1996 και του περιστατικού των Ιμίων σε σύγκριση με ό,τι συνέβη πρόσφατα όπου τουρκικό ερευνητικό πλοίου βρέθηκε στην περιοχή του Καστελόριζου.
Στην πρώτη περίπτωση είχαμε ακόμα και ζωντανές συνδέσεις με κάμερες να δείχνουν έξοδο υποβρυχίου από το ναύσταθμο, ενώ στην δεύτερη οι πληροφορίες δόθηκαν με φειδώ από το ΥΕΘΑ και μόνο αφού πλέον είχε τελειώσει το συμβάν. Παράδειγμα, η πληροφορία των F16 με ατρακτίδιο που φωτογράφιζε το πώς το τουρκικό πλοίο κινιόταν στην περιοχή και ποιες ενέργειες έκανε.
Παράλληλα, από την πρώτη στιγμή , σε αντίθεση με το 1996, υπήρξε μια κοινή πολιτική απόφαση από όλα τα κόμματα, πώς οποιαδήποτε ενέργεια γίνει εις βάρος εθνικών συμφερόντων θα αντιμετωπιζόταν δραστικά και άμεσα. Αυτή η απόφαση λήφθηκε σε πρωτοφανή χρόνο για τα ελληνικά δεδομένα (μέσα σε ώρες) με κλήση αρχηγών πολιτικών κομμάτων.
Φυσικά δεν ήταν ιδανική η διαχείριση της κατάστασης. Υπήρξαν παραφωνίες, καθώς αρκετά ΜΜΕ, στο πλαίσιο μιας λανθασμένης αντίληψης της πληροφόρησης, έδωσαν ακόμα και ονόματα πλοίων στη δημοσιότητα (πλοία που βρισκόντουσαν στην περιοχή), ή βιάστηκαν να προκρίνουν συμπέρασμα για ό,τι συνέβη. Υπήρξαν ακόμα και πολιτικές δηλώσεις που ανέφεραν με αφελή τρόπο κάτι περί “κακού καιρού” χωρίς να διευκρινίσουν πώς αυτό δόθηκε ως αιτία στο γιατί δεν είχαν μαζευτεί τα καλώδια έρευνας από το τουρκικό ερευνητικό έγκαιρα. Δηλώσεις επίσης πως η τουρκική πλευρά απάντησε με θράσος πώς βρίσκεται σε τουρκική ΑΟΖ χωρίς όμως να δοθεί και η άμεση και καθοριστική απάντηση του Ελληνικού ΠΝ που καλούσε σε άμεση έξοδο, αλλιώς θα γινόταν αναχαίτιση και έλεγχος.
Αυτές οι λεπτομέρειες είναι ένα κομμάτι που θα πρέπει να λυθεί, καθώς δίνει ρήγματα στην επικοινωνία και σίγουρα αποτελεί αγκάθι. Θεωρώ πώς υπάρχουν ικανοί άνθρωποι εντός του υπουργείου αμύνης αλλά και του εξωτερικών, που μπορούν να επιληφθούν του συγκεκριμένου θέματος ώστε να δίνουν πλέον μια επίσημη, περιεκτική και ικανή πληροφόρηση σε σωστό χρόνο και ταυτόχρονα να μην αφήνουν περιθώριο παρερμηνειών ακούσιων ή εκούσιων (σ.σ. υπάρχουν και αυτοί με σκοπιμότητες).
Επιστρέφοντας τώρα στο ζήτημα της στρατηγικής θέσης της χώρας μας, η δική μου άποψη είναι πώς διανύουμε ένα ευνοϊκό χρονικό σημείο για τα ελληνικά συμφέροντα, ενώ, συγχρόνως, υπάρχει μια σωρεία ορθών επιλογών για συνεργασίες και συμμαχίες που μελλοντικά θα ευνοήσουν την Ελλάδα. Μια εξ’ αυτών, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι και η προσπάθεια προσέγγισης της Σαουδικής Αραβίας, η οποία αποτελεί καταλυτικό παράγοντα εξελίξεων για το σουνιτικό Ισλάμ και ένα σοβαρό αντίβαρο για επίδοξους Χαλίφηδες που στοχεύουν να μονοπωλήσουν δήθεν αυτό τον μουσουλμανικό πληθυσμό.
Ως επίλογο κρατώ το γεγονός πως η χώρα μας, παρά τα 10 χρόνια κρίσης, παρά το ότι αντικειμενικά έχει πολύ δρόμο ως χώρα να γίνει ένα κράτος με άρτιες δομές και υπηρεσίες, όπως και το ότι πρέπει να λειτουργήσει σε εντελώς αντίξοες συνθήκες με πολλές αρνητικές δράσεις στη γειτονιά της, είναι σε μια θέση που ίσως να μπορέσει να πετύχει κάτι καλύτερο, αρκεί να πιστέψει πώς η στρατηγική πρέπει να διαθέτει ισχύ, ικανή διπλωματία, αλλά και μια ικανή επικοινωνιακή πολιτική που θα πείθει εξίσου ηγέτες αλλά και πολίτες.