Aνάλυση του Carnegie Europe για την Τουρκία: Αμφισβήτηση του ΝΑΤΟ και αύξηση του εθνικισμού
Του Marc Pierini
Carnegie Europe
Στις σχέσεις τους με την Τουρκία το 2020, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση θα καθίσουν απέναντι σε έναν πιο διεκδικητικό συνομιλητή από οποιαδήποτε άλλη φορά στο παρελθόν, τον οποίον δεν μπορούν να αγνοήσουν.
Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματική ανάπτυξη των ρωσικών πυραύλων S-400, την πιθανή απόκτηση ρωσικού μαχητικού αεροσκάφους, τις συνεχιζόμενες τουρκικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Συρία και μια στρατιωτική ανάπτυξη (στην αρχή της) στη Λιβύη.
Οι ηγέτες της ΕΕ θα ασχοληθούν με τα εν εξελίξει ζητήματα, όπως αυτό των προσφύγων από τη Συρία, της έκδοσης των τζιχαντιστών ευρωπαϊκής καταγωγής, και των δραστηριοτήτων γεώτρησης γύρω από την Κύπρο, καθώς και νέα ζητήματα όπως η συμφωνία με τη Λιβύη για τα θαλάσσια σύνορα, οι επιπτώσεις για τις επιχειρήσεις της ΕΕ ως αποτέλεσμα πιθανών αμερικανικών κυρώσεων και οι συνέπειες του Brexit για τις σχέσεις της Τουρκίας με το Ηνωμένο Βασίλειο και την ΕΕ.
Ο αριθμός και η σοβαρότητα αυτών των ζητημάτων, καθώς και η δυναμική για πιο δυσμενείς εξελίξεις στις πολιτικές της Τουρκίας, δικαιολογούν μια σταθερή, αποφασιστική και εν τούτοις συνεταιριστική πολιτική από το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η εγχώρια σκηνή της Τουρκίας: Ο εθνικισμός σε άνοδο
Η Τουρκία σήμερα είναι πιο εθνικιστική και έχει μεγαλύτερη τάση να προβάλλει την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ από ό,τι τα τελευταία χρόνια. αυτό αποτελεί εν μέρει αντανάκλαση του στυλ και της προσωπικότητας του προέδρου Recet Tayyip Erdogan, αλλά είναι επίσης αποτέλεσμα άλλων παραγόντων, όπως η προηγούμενη οικονομική ανάπτυξη και η ιστορική κληρονομιά.
Ο παράγοντας Erdogan
Το Κόμμα Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη του προέδρου Erdogan βρίσκεται στην εξουσία από το Νοέμβριο του 2002. Ο ίδιος ο Erdogan ήταν πρωθυπουργός από τον Μάρτιο του 2003 μέχρι τον Αύγουστο του 2014, και πρόεδρος της δημοκρατίας στη συνέχεια. Ένα από τα κύρια επιτεύγματα στη διάρκεια της περιόδου ήταν μια αξιοσημείωτη αύξηση της ευημερίας, που είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας μεσαίας τάξης, στην μαζική ανάπτυξη των μεταφορών, της άρδευσης και των κοινωνικών υποδομών, και στην στρατιωτική άνοδο. Αυτό αποτυπώνεται σε μια λίστα 824 projects που ξεκίνησαν ή/και ολοκληρώθηκαν στην περίοδο 2010-2019.
Το μοντέλο λειτουργίας της προεδρίας είναι ένα που αναμιγνύει τολμηρές πρωτοβουλίες που παράγουν ορατά αποτελέσματα στον δημόσιο χώρο με την σταθερή εξάλειψη της ελευθερίας της έκφρασης και έναν σφιχτό έλεγχο οτων ΜΜΕ και του δικαστικού σώματος, όπως φαίνεται σε γεγονότα όπως τις δημοτικές εκλογές του 2019 και τη δίκη του Gezi.
Αυτά τα επιτεύγματα βρίσκονται πλέον σε κίνδυνο λόγω λανθασμένων οικονομικών πολιτικών και μιας δραστικής διάλυσης του κράτους δικαίου, μέσα σε ένα νέο συνταγματικό πλαίσιο (one-man-rule σύστημα), δημιουργώντας μια αυξανόμενη πίεση για την ηγεσία.
Σε μια πολιτική πραγματικότητα όπου όλες οι αποφάσεις συγκλίνουν προς τον επικεφαλής του κράτους, όπου από τη βουλή έχουν αφαιρεθεί πολλές από τις εξουσίες της, και όπου συχνά ποινικοποιούνται η διαφωνία και η ελευθερία έκφρασης, λανθασμένες οικονομικές πολιτικές υπονομεύουν ακόμη περισσότερο την πολιτική ηγεσία.
Αύξηση του εθνικισμού
Η εξαιρετικά μακρά διακυβέρνηση του προέδρου στο πολιτικό στερέωμα της Τουρκίας, έχει τώρα να αντιμετωπίσει σοβαρές προκλήσεις. Οι απώλειες που υπέστη στις 31 Μαρτίου 2019, στις δημοτικές εκλογές και στις 23 Ιουνίου, στις επαναληπτικές εκλογές για την Κωνσταντινούπολη, σήμαινε ότι οι εννέα στις 10 μεγάλες πόλεις θα έχουν επικεφαλής δημάρχους που ανήκουν σε κόμματα της αντιπολίτευσης. Σημαίνει επίσης ότι χάνεται το οικονομικό πλεονέκτημα που αποκομίζει το κυβερνών ΑΚΡ μέσω μιζών σε δημόσιες προσφορές. Επιπλέον, έχει δείξει πως ένας διαφορετικός τύπος ηγεσίας -ο Ekrem Imamoglu, ο νέος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, έχει ισχυρά θρησκευτικά διαπιστευτήρια και έχει δώσει το έναυσμα να προαχθεί η ανεκτικότητα μεταξύ διαφορετικών γνωμών- θα μπορούσε να είναι ελκυστική ακόμη και σε μέρη όπου το ΑΚΡ μέχρι πρότινος αισθανόταν χωρίς ανταγωνισμό.
Ορισμένοι αναλυτές θεωρούν πως οι δημοτικές εκλογές του 2019 έληξαν την εποχή της πολιτικής ηγεμονίας του ΑΚΡ, αν και δεν κατόρθωσαν να δώσουν μια σαφή πορεία στην τουρκική πολιτική.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, περίπου το 33% του τουρκικού εκλογικού σώματος θα ψήφιζε το ΑΚΡ, υψηλό ποσοστό με βάση τα δεδομένα της ΕΕ αλλά πολύ μακριά από τα υψηλά στις γενικές εκλογές κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, όπου το ΑΚΡ συγκέντρωνε 46,5% το 2007, 49,9% το 2011 και 41% το 2015. Επιπλέον, τίθεται το ερώτημα πόσοι βουλευτές θα συμμετέχουν στα δύο νέα κόμματα που έχουν δημιουργηθεί από τον πρώην πρωθυπουργό Ahmet Davutoğlu και τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ali Babacan, από το ΑΚΡ ή από άλλα κόμματα.
Έχοντας να αποφύγει μια τέτοια πολιτική παρακμή και ταυτόχρονα να κρατήσει ζωντανή την κρίσιμη συμμαχία με το Εθνικό Κόμμα (ΜΗΡ), η ηγεσία έχει επιλέξει να ενισχύσει την εθνικιστική αφήγηση ως έναν τρόπο να σταθεροποιήσει την εκλογική της βάση γύρω από την προσωπικότητα ενός ισχυρού προέδρου σε δύσκολες εποχές. Ως αντάλλαγμα, ως όφελος, αυτή η κατακραυγή γύρω από εθνικιστικά θέματα επιτρέπει στον πρόεδρο να απολαύσει την υποστήριξη για την στρατιωτική του εισβολή στη Σύρια τόσο από διαφωνούντες με το ΑΚΡ και από διάφορους πολιτικούς της αντιπολίτευσης (εκτός από το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα που έχει ρίζες κουρδικές) που δύσκολα διατρέχουν τον κίνδυνο να χαρακτηριστούν “προδότες”.
Επιπλέον, όπως εξηγείται στην έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Τουρκία το 2018, συνεχίζει να χρησιμοποιείται ένας εκτεταμένος ορισμός της “τρομοκρατίας” ακόμη και μετά από την άρση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Η έκθεση υπογραμμίζει ότι “νέοι νόμοι και διατάγματα κωδικοποίησαν ορισμένες διατάξεις από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η μεταγενέστερη αντιτρομοκρατική νομοθεσία συνέχισε τους περιορισμούς σε θεμελιώδεις ελευθερίας και έθεσε σε κίνδυνο την δικαστική ανεξαρτησία και το κράτος δικαίου”. Αυτές οι διατάξεις διευκολύνουν τον έλεγχο της κοινωνίας μέσω πολιτικών δοκιμών, της απόλυσης των εκλεγμένων δημάρχων και της αντικατάστασης τους από διορισμένους αξιωματούχους, την στενή ευθυγράμμιση της δικαστικής εξουσίας και των ΜΜΕ. Τα αφηγήματα που διαδίδονται από την ηγεσία, έχουν τον ίδιο στόχο.
Στους εξωτερικούς παρατηρητές, οι πολιτικές και τα αφηγήματα της ηγεσίας φαίνεται να είναι το μέσο για την επίτευξη πολιτικής βιωσιμότητας στο πλαίσιο της υποχώρησης της δημοτικότητας. Σε μια κατάσταση όπου η συμμαχία μεταξύ του κόμματος του προέδρου (ΑΚΡ) και του εθνικιστικού κόμματος (ΜΗΡ) εξαρτάται όλο και περισσότερο από την επιρροή του ΜΗΡ, η εξωτερική πολιτική έχει αναπόφευκτα γίνει λιγότερο προσανατολισμένη στη Δύση, περισσότερο εχθρική προς την ΕΕ και τις ΗΠΑ και ασφαλώς περισσότερο εστιασμένη στην Τουρκία. Και ακριβώς επειδή τα εθνικά συναισθήματα έχουν βαθιές ρίζες στην Τουρκία, το κεντροαριστερό Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και το συντηρητικό Καλό Κόμμα, υιοθετούν επίσης αυτές τις αλλαγές, τουλάχιστον σε θέματα όπως η επιστροφή των Σύρων προσφύγων και η στρατιωτική επέμβαση στη Συρία.
Τέλος Α΄Μέρους