Γιατί η Ινδία μαίνεται κατά της Τουρκίας
Του Κώστα Ράπτη
Το διάβημα που επέδωσε το ινδικό υπουργείο Εξωτερικών στον πρεσβευτή της Τουρκίας στο Νέο Δελχί δεν ήταν από τα τετριμμένα. Η αυστηρότητα της γλώσσας που χρησιμοποιεί η ινδική διπλωματία έναντι της Τουρκίας εντυπωσιάζει, όπως άλλωστε και η αφορμή του διαβήματος, ήτοι η ομιλία που εκφώνησε ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν ενώπιον του πακιστανικού κοινοβουλίου κατά την επίσκεψή του την περασμένη εβδομάδα στο Ισλαμαμπάντ.
Ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας αναφέρθηκε στην κατάσταση που επικρατεί στο Κασμίρ, η οποία, όπως είπε, επιδεινώθηκε από πρόσφατες “μονομοερείς ενέργειες”, και τόνισε ότι η λύση στο πρόβλημα της περιοχής μπορεί να προέλθει μόνο σε πνεύμα ισότητας και δικαιοσύνης. Έφθασε μάλιστα στο σημείο να διακηρύξει ότι “για εμάς το Κασμίρ είναι ένα νέο Τσανάκκαλε”, ήτοι μια μάχη απέναντι σε ξένους εισβολής όπως τη μάχη της Καλλίπολης το 1915, και ανακάλεσε την αλληλεγγύη προς την δοκιμαζόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία των μουσουλμάνων κατοίκων της τότε βρετανικής Ινδίας που διοργάνωσαν και διαδήλωση στη Λαχόρη του σημερινού Πακιστάν.
Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του ινδικού υπουργείου Εξωτερικών, Ραβίς Κουμάρ, “οι παρατηρήσεις αυτές δεν συνάδουν ούτε με την ορθή κατανόηση της Ιστορίας, ούτε με την διεξαγωγή της διπλωματίας. Συνιστούν παραποίηση του παρελθόντος με στόχο την εξυπηρέτηση κοντόφθαλμων επιδιώξεων του παρόντος”.
Μάλιστα ο εκπρόσωπος διαπίστωσε ότι “δεν πρόκειται παρά για άλλο ένα επεισόδιο ενός τουρκικού μοτίβου επέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων χωρών, το οποίο η Ινδία θεωρεί απαράδεκτο” και “θα έχει ισχυρές συνέπειες στις διμερείς σχέσεις”.
“Ιδιαιτέρως καταδικάζουμε” πρόσθεσε “τις επανειλημμένες προσπάθειες της Τουρκίας να δικαιολογήσει την διασυνοριακή τρομοκρατία που κατάφωρα ασκεί το Πακιστάν”.
Το Κασμίρ που κατέχεται κατά τα δύο τρίτα του εδάφους του από την Ινδία και κατά το ένα τρίτο από το Πακιστάν αποτέλεσε την αφορμή των δύο από τους τρεις πολέμους που έχουν διεξαγάγει οι δύο χώρες στις επτά δεκαετίες της ανεξάρτητης ύπαρξής τους. Και για την ινδική κυβέρνηση, η οποία πέρσι αναθεώρησε το Σύνταγμα, ώστε να καταργήσει την αυτοδιοίκηση του Κασμίρ, επιβάλλοντας ταυτόχρονα αυστηρούς περιορισμούς στην κυκλοφορία και τις επικοινωνίες, όλα τα προβλήματα ανάγονται στην πακιστανική “διασυνοριακή τρομοκρατία” και όχι στις δικές της κατασταλτικές πολιτικές της στο μόνο κρατίδιο με κατά πλειοψηφία μουσουλμανικό πληθυσμό.
Το πώς όλα αυτά εμπλέκουν τον Ταγίπ Ερντογάν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον – όπως και το γεγονός ότι στην κορύφωση της κρίσης της Ιντλίμπ της Συρίας η προτεραιότητα του Τούρκου ηγέτη ήταν η πραγματοποίηση του ταξιδιού στο Ισλαμαμπάντ.
Ο Ταγίπ Ερντογάν αρέσκεται να καταγγέλλει την “υποκρισία” των μεγάλων δυνάμεων και να προβάλλει ως συνήγορος καταπιεσμένων μουσουλμανικών πληθυσμών, όσο μακριά και αν βρίσκονται αυτοί. Το έχει πράξει επανειλημμένα, λ.χ., σε σχέση με τους τουρκογενείς Ουιγούρους της κινεζικής επαρχίας του Σιντζιάνγκ – αν και τελευταία οι τόνοι της καταγγελίας έχουν πέσει, δεδομένης της ανάγκης διατήρησης καλών οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με το Πεκίνο.
Ο τύπος της Ινδίας υπενθυμίζει ότι η υποστήριξη της Άγκυρας σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι πάντα μόνο φραστική, αλλά περιλαμβάνει και την μετατροπή της επικράτειας της Τουρκίας σε καταφύγιο παράνομων αυτονομιστικών κινημάτων, υπό την σκέπη των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών.
Ιδίως για το Κασμίρ, όμως, αυτό που μετρά για την Τουρκία είναι η επιθυμία προσεταιρισμού του Πακιστάν, όπως κατέδειξε και η επίσκεψη Ερντογάν.
Οι δύο χώρες έχουν μάλλον περιορισμένες οικονομικές σχέσεις. Ο όγκος διμερούς εμπορίου φθάνει, παρά τον μεγάλο πληθυσμό τους, μόλις το 1 δισ. δολάρια, με τον Τούρκο πρόεδρο να θέτει κατά το ταξίδι του στο Ισλαμαμπάντ τον στόχο της αύξησής του στα 5 δισ. δολάρια. Είναι κυρίως (γεω)πολιτικοί και ιδεολογικοί οι λόγοι που καθιστούν την τουρκο-πακιστανική σχέση περισσότερο επίκαιρη.
Τουρκία και Πακιστάν αποτελούν δύο παραδοσιακούς συμμάχους της Δύσης στην περίμετρο της Ευρασίας, των οποίων η “νομιμοφροσύνη” το τελευταίο διάστημα έχει χαλαρώσει, καθώς εισέρχονται στο “βαρυτικό πεδίο” της υπό ρωσο-κινεική ηγεσία ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Εκτός από τις σχέσεις που καλλιεργεί το τελευταίο διάστημα η Τουρκία με τη Ρωσία αξίζει να σημειωθεί και η ενίσχυση των δεσμών του Πακιστάν με την Κίνα, δια του “Οικονομικού Διαδρόμου”, ήτοι των έργων υποδομής δια των οποίων το Πεκίνο προσβλέπει σε ευχερέστερη πρόσβαση στον Ινδικό Ωκεανό, επενδύοντας 62 δισ. δολάρια.
Ως ενδιάμεσες δυνάμεις, στις οποίες κυριαρχεί το ισλαμικό θρήσκευμα, Τουρκία και Πακιστάν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για την ανάδειξη “ταυτοτικών” ζητημάτων που θα τις καταστήσει οιονεί εκπροσώπους ενός ευρύτερου πληθυσμιακού χώρου. Δεν είναι τυχαίο ότι μαζί με το Ιράν και τη Μαλαισία έχουν συγκροτήσει κουαρτέτο για την καταπολέμηση της ισλαμοφοβίας, με σχέδια ακόμη και για τη δημιουργία διακριτού δορυφορικού καναλιού.
Όμως στην τελευταία συνάντηση του κουαρτέτου τον περασμένο Δεκέμβριο στην Κουάλα Λουμπούρ το Πακιστάν ακύρωσε την τελευταία στιγμή τη συμμετοχή του, προφανώς υποκύπτοντας στις πιέσεις της Σαουδικής Αραβίας, την οποία δεν μπορεί να αγνοεί εν μέσω δημοσιονομικής κρίσης.
Ο ανταγωνισμός της Τουρκίας με τη Σαουδική Αραβία, που θεωρεί τον εαυτό της φυσικό ηγέτη των ισλαμικών κρατών, με μία σειρά από μέτωπα, καθιστά επιτακτική για την Άγκυρα την ανάγκη απόσπασης του Πακιστάν από την επιρροή του Ριάντ. Το ότι το τίμημα, όμως, πληρώνουν οι τουρκο-ινδικές σχέσεις είναι μία παρενέργεια διόλου αμελητέα.
πηγή:Capital.gr