10/12/2024

Stratfor: Η βραδυφλεγής βόμβα που απειλεί τον Ερντογάν

1477155-stratfor_930

Υφέρπων πληθωρισμός, χαμηλή καταναλωτική εμπιστοσύνη, επίμονη ανεργία και συνεχιζόμενη προτίμηση σε σκληρό ξένο νόμισμα αντί της τουρκικής λίρας, υπογραμμίζουν τις ευπάθειες της τουρκικής οικονομίας.

Αν και δείχνει σημάδια ανάκαμψης, μετά από ανάπτυξη 0,2% του ΑΕΠ το 2019 -το ΔΝΤ προβλέπει ότι το 2020 θα φτάσει στο 3%-, η κατάσταση της οικονομίας βαραίνει τους πολίτες της χώρας.

Αυτή η κατάσταση οδηγεί την Αγκυρα να διατηρεί αποφασιστική στάση σε μέτωπα όπως αυτά της Συρίας, της Λιβύης και της Ανατολικής Μεσογείου, στηρίζοντας ή αυξάνοντας το εθνικιστικό πάθος με μια επιθετική εξωτερική πολιτική, προκειμένου να αποσπάσει την προσοχή από τη δυσφορία για την οικονομία. Στη διαδικασία μάλιστα, εμφανίζεται πρόθυμη να αποδεχτεί το ρίσκο να υποβληθεί σε εξωτερικά οικονομικά σοκ, όπως η επιβολή κυρώσεων.

Παρότι η κυβέρνηση της χώρας θεωρεί ότι μπορεί να αντέξει την πολιτική και οικονομική πίεση από το εξωτερικό και να μην αναγκαστεί να αλλάξει τη στάση της, εντέλει οι αυξανόμενες εγχώριες δυσκολίες θα πλήξουν το κυβερνών κόμμα (AKP), προκαλώντας μεγαλύτερες αμφιβολίες για την ικανότητά του να αποδώσει καλά στις εκλογές του 2023.

Η οικονομική αδυναμία

Τις τελευταίες εβδομάδες καταγράφηκε μια σειρά από ζοφερά στοιχεία στους οικονομικούς δείκτες, αυξάνοντας τις ανησυχίες των Τούρκων που δεν έχουν ακόμα ανακάμψει από την οικονομική κρίση του 2018 και ανησυχούν ότι δεν θα επωφεληθούν από την ανάκαμψη της φετινής χρονιάς.

Ενώ ο ρυθμός αύξησης του πληθωρισμού μειώθηκε και εν συνεχεία σταθεροποιήθηκε το 2019, μετά από αύξηση-ρεκόρ το 2018, έχει αρχίσει να ανεβαίνει εκ νέου τους τελευταίους λίγους μήνες, πάνω από τον στόχο του 8% που θέτει η κεντρική τράπεζα για το 2020, εξαιτίας κυρίως ανατιμήσεων στις τιμές τροφίμων και μη αλκοολούχων ποτών, σε διάφορα αγαθά και υπηρεσίες, αλλά και στις δαπάνες υγείας (όλα κρίσιμα στοιχεία για το κόστος ζωής).

Εν μέσω αυτών των τάσεων, η ανεργία παραμένει επίμονα υψηλή για μήνες, τόσο πολύ που η είδηση ότι υποχώρησε κατά 0,1% (από 13,4% τον περασμένο Οκτώβριο στο 13,3% τον Νοέμβριο) προκάλεσε τις προηγούμενες ημέρες πανηγυρισμούς από τις φιλοκυβερνητικές εφημερίδες. Αυτή, όμως, δεν ήταν η βελτίωση που υποσχέθηκε η κυβέρνηση Ερντογάν και μένει να φανεί αν η προσδοκώμενη ανάπτυξη θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας για τον μέσο πολίτη.

Η μεταβλητότητα της ισοτιμίας είναι ένας ακόμα δείκτης της ετοιμόρροπης οικονομίας, μπορεί να πλήξει το επενδυτικό κλίμα, επιτείνοντας τα προβλήματα. Αρχές Φεβρουαρίου, ένα δολάριο αγόραζε πάνω από 6 λίρες, ένα επίπεδο που είχε να καταγραφεί από τον Μάιο του 2019 (σ.σ. χθες, στη΄σκιά των εξελίξεων στην Ιντλίμπ, η ισοτιμία κατρακύλησε στις 6,24 λίρες ανά δολάριο). Εν τω μεταξύ, στις τράπεζες της χώρας, το ποσοστό των καταθετικών λογαριασμών σε ξένο νόμισμα παραμένει επίμονα υψηλό έναντι αυτών σε λίρες, παρά τη μεγάλη προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει στους πολίτες το μήνυμα να ξοδεύουν και να αποταμιεύουν σε τοπικό νόμισμα. Τα πλέον πρόσφατα στοιχεία από την κεντρική τράπεζα δείχνουν ότι μετά το 2018, το ποσοστό των καταθέσεων που τηρούνται σε ξένο νόμισμα περιστρέφεται γύρω από το 50%.

Παρά τα θετικά μηνύματα που εκπέμπει το υπουργείο Οικονομικών, οι πράξεις των Τούρκων καταναλωτών και επενδυτών συνεχίζουν να δείχνουν το επίπεδο δυσπιστίας στην οικονομία. Και καμία διαβεβαίωση δεν μπορεί να υπερβεί τα φτωχά οικονομικά θεμελιώδη, καθώς μπροστά στην πραγματικότητα, τα αισιόδοξα μηνύματα φθείρουν ακόμα περισσότερο την εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, οι ξένοι επενδυτές πούλησαν τουρκικά ομόλογα αξίας 3,3 δισ. δολαρίων την περασμένη χρονιά, οδηγώντας το ποσοστό συμμετοχής τους στο χρέος σε τοπικό νόμισμα σε ιστορικό χαμηλό.

Την πιθανότητα περαιτέρω διάβρωσης της εμπιστοσύνης αυξάνει η αντισυμβατική φύση των οικονομικών πολιτικών της κυβέρνησης. Η θετική πρόβλεψη του ΔΝΤ για το 2020 έχει λάβει υπόψη ανάπτυξη που τροφοδοτείται από χρέος, το οποίο θα δημιουργήσει μακροπρόθεσμες υποχρεώσεις. Πέρα από αυτό, η επιλογή Ερντογάν για τη θέση του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας είναι πιθανό να σημαίνει ότι ο τελευταίος θα συνεχίσει να εκπληρώνει την απαίτηση του Τούρκου προέδρου για όλο και χαμηλότερα επιτόκια, κάτι που ο Ερντογάν δικαιολογεί επικαλούμενος την ισλαμική παράδοση αλλά και το όφελος που έχει αυτή η στρατηγική για την ανάπτυξη. Και αυτό παρά τη συμβατική νομισματική θεωρία ότι οι αυξήσεις επιτοκίου είναι η κατάλληλη αντίδραση στην άνοδο του πληθωρισμού.

Συνεχίζοντας τη νομισματική χαλάρωση παρά την πληθωριστική ατμόσφαιρα, η κεντρική τράπεζα διακινδυνεύει ακόμα πιο αρνητικές αντιδράσεις από την πλευρά των επενδυτών και των καταναλωτών. Εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση έχει προχωρήσει σε αυξανόμενα μέτρα ελέγχου της ισοτιμίας ενώ επέκτεινε κάποια που είχε ενεργοποιήσει κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2018. Νέα πλαφόν στις τραπεζικές προμήθειες τέθηκαν σε ισχύ τον Φεβρουάριο, προκειμένου να ενθαρρυνθούν οι τράπεζες να στηρίξουν την οικονομία. Η αποτελεσματικότητα των παρεμβατικών πολιτικών, όμως, στο να περιορίσουν την ανησυχία καταναλωτών και επενδυτών θα δοκιμαστεί μακροπρόθεσμα.

Μετρώντας τον πολιτικό αντίκτυπο

Η τουρκική κυβέρνηση και ειδικά το AKP έχει χτίσει αρκετή πολιτική δύναμη τα τελευταία χρόνια και υπολογίζει ότι μπορεί να αντέξει τις αυξανόμενες ανησυχίες αναφορικά με την οικονομία. Και η Τουρκία έχει αρκετό διπλωματικό χώρο για ελιγμούς, προκειμένου να διαχειριστεί οποιαδήποτε απειλή ξένων κυρώσεων.

Παρά το γεγονός ότι υπάρχει αριθμός πιθανών λόγων για την επιβολή δασμών, εξαιτίας της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής της, η Τουρκία στην πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις. Ο Λευκός Οίκος, που θέλει να κρατήσει τη χώρα στο ΝΑΤΟ και να συγκρατήσει τις κινήσεις της σε μια σειρά υποθέσεων, έχει αποκρούσει προτάσεις του Κογκρέσου για κυρώσεις εξαιτίας των στενών δεσμών της Αγκυρας με τη Μόσχα και των επιχειρήσεων στη Συρία.

Παρότι η ανάμειξη της Τουρκίας στη Λιβύη και οι δραστηριότητες σε ό,τι αφορά την έρευνα υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν δημιουργήσει νέες αιτίες για κυρώσεις από την ΕΕ, η Τουρκία υπολογίζει ότι η δύναμη που έχει να ανακόψει (ή να δημιουργήσει) μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη και η θέση της ως κρίσιμου μέλους του ΝΑΤΟ θα την προφυλάξουν από σοβαρές συνέπειες.

Η τουρκική κυβέρνηση όμως δεν μπορεί να σηκώσει το εγχώριο πολιτικό βάρος που δημιουργεί μακροπρόθεσμα η αδύναμη οικονομία. Στις τοπικές εκλογές του 2019, το πρώτο πραγματικό εκλογικό τεστ για το AKP μετά το χτύπημα που δέχτηκε η οικονομία στα μέσα του 2018, το κόμμα έχασε σε δύο διαδοχικές αναμετρήσεις την Κωνσταντινούπολη.

Η επόμενη εκλογική δοκιμασία δεν θα έρθει πριν το 2023, όταν θα πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα εκλογές για τον Πρόεδρο και το κοινοβούλιο. Αν η οικονομία συνεχίσει να βυθίζεται, είναι βέβαιο ότι το AKP θα χάσει περισσότερη στήριξη. Αυτό, με τη σειρά του, θα δημιουργήσει πίεση στον συνασπισμό μεταξύ του ΑΚP και του εθνικιστικού MHP, πιθανότατα διαλύοντας τον συνασπισμό που δίνει στο πρώτο την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Είναι σημαντικό να παρακολουθούμε πώς το AKP θα προσαρμόσει τις πολιτικές του την επόμενη χρονιά, γιατί αυτό θα δώσει ενδείξεις για την ισχύ της συμμαχίας. Αν το AKP κάνει λιγότερες προσπάθειες να εξευμενίσει το υπερεθνικιστικό MHP, για παράδειγμα, ή προχωρήσει σε κινήσεις με στόχο να αυξήσει την αίγλη του σε άλλα κόμματα, θα αποτελεί ένδειξη μιας αυξανόμενης ανησυχίας για τη διολισθαίνουσα δημοφιλία του εξαιτίας των οικονομικών θεμάτων.

Καθώς εργάζεται για να αντιμετωπίσει την κατάσταση στην οικονομία, η επιθετική εξωτερική πολιτική, όπως αυτή στη Συρία, προσφέρει τη δυνατότητα τόνωσης του εθνικισμού με σχετικά μικρό πολιτικό και οικονομικό κόστος. Αυτό είναι αλήθεια, ιδιαίτερα στη Συρία, καθώς η τουρκική κυβέρνηση μπορεί εύκολα να επικοινωνήσει επιχειρήματα εθνικής ασφαλείας για την επίθεση κατά των Κούρδων. Η επέμβαση, όμως, στη Λιβύη, η οποία στηρίζεται εν μέρει σε μισθοφορικές συριακές δυνάμεις, είναι πιο δύσκολο να της προσφέρει λαϊκή στήριξη.

Φαραωνικά σχέδια, όπως το Κανάλι της Κωνσταντινούπολης και το νέο αεροδρόμιο της Πόλης, τα οποία η κυβέρνηση συνεχίζει να ενθαρρύνει, παρά τις διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης, είναι επίσης μέσα για να αποσπαστεί η προσοχή από τα οικονομικά προβλήματα. Ωστόσο αυτά τα φανταχτερά σχέδια είναι απίθανο ότι θα λύσουν τα δομικά οικονομικά θέματα που απασχολούν τον πληθυσμό. Και όσο η οικονομική ευπάθεια της Τουρκίας συνεχίζεται, παρότι η ίδια η οικονομία αναπτύσσεται, η δημοφιλία της κυβέρνησης θα συνεχίσει να μειώνεται.

πηγή:Euro2day.gr 

 

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Don`t copy text!