Γιατί η Γερμανία στηρίζει τον Ερντογάν
Του Κώστα Ράπτη
Οι τοποθετήσεις των Γερμανών ιθυνόντων, με πρώτη την Άγκελα Μέρκελ, για τα όσα εκτυλίσσονται τις τελευταίες ημέρες στα ελληνοτουρκικά σύνορα, υπήρξαν για πάρα πολλούς στην Αθήνα απογοητευτικά. Είναι όμως εξηγήσιμα και εν πολλοίς αναμενόμενα – για αρκετούς λόγους.
Ο άμεσος λόγος
Η Γερμανία δεν επιθυμεί να ανατρέψει το πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί με την ευρω-τουρκική Κοινή Δήλωση του 2016 και προ αυτής με τον Κανονισμό του Δουβλίνου κ.ο.κ. Πιστεύει ότι το πλαίσιο αυτό λειτουργεί λίγο πολύ ικανοποιητικά από την άποψη των δικών της συμφερόντων, που ως κύρια χώρα ελπιζόμενου προορισμού των προσφύγων και μεταναστών, τα αντιλαμβάνεται με τη λογική της δημιουργίας αλλεπάλληλων ενδιάμεσων “αναχωμάτων”. Η πολιτική “ανοικτών θυρών” της Άγκελα Μέρκελ το 2015 υπήρξε ένα σύντομο επεισόδιο, υπαγορευμένο από έναν συνδυασμό πραγματικής αμηχανίας, προειδοποιήσεων των εργοδοτικών ενώσεων για το δημογραφικό πρόβλημα της Γερμανίας και ανάγκης αποκατάστασης της διεθνούς εικόνας της Γερμανίας μετά την κρίση της ευρωζώνης. Και πάντως, η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου για το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα θα είχε το ρίσκο της αναζωπύρωσης μεγάλων τριβών με δύστροπους εταίρους, στην ανατολική Ευρώπη και όχι μόνο.
Η δύναμη της αδράνειας
Η “μέθοδος Μέρκελ” της διαρκούς εξαγοράς χρόνου έχει καταστεί, όπως είδαμε και στην κρίση της ευρωζώνης, δευτέρα φύση του γερμανικού πολιτικού συστήματος για κάθε πρόκληση που προκύπτει. Οι τομές θα αποτολμηθούν μόνο εάν εξαντληθεί κάθε δυνατότητα διατήρησης των υπαρχουσών ισορροπιών, ακόμη και αν έτσι το τελικό κόστος είναι μεγαλύτερο. Εν προκειμένω, το ότι με την ευρωτουρκική συμφωνία “κερδήθηκαν” τέσσερα χρόνια δεν είναι για το Βερολίνο λίγο – και το ότι τα αδιέξοδά της έρχονται πλέον στην επιφάνεια δεν είναι ακόμη αρκετό για να υπαγορεύσει αλλαγή πορείας.
Οι οικονομικοί λόγοι
Στην Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν η Γερμανία αντικρίζει έναν από τους σημαντικότερους οικονομικούς εταίρους της.
Ο όγκος διμερούς εμπορίου ανήλθε το 2017 στα 40 δισ. δολάρια κατά προσέγγιση, ήτοι 1,5% του γερμανικού διεθνούς εμπορίου και το 10% του τουρκικού. Οι γερμανικές εξαγωγές προς Τουρκία ανήλθαν το 2018 σε 22,8 δισ. δολάρια, ενώ η Γερμανία αποτελεί τον πρώτο προορισμό των τουρκικών εισαγωγών.
Οι γερμανικές ξένες άμεσες επενδύσεις στην Τουρκία ανήλθαν το διάστημα 2002-2018 σε 9,5 δισ. δολάρια, ενώ περίπου 7.500 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην τουρκική επικράτεια. Από την άλλη, περίπου 80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις λειτουργούν στην Γερμανία, με ετήσιο τζίρο περί τα 52 δισ. ευρώ, απασχολώντας σχεδόν 500.000 άτομα σε 50 διαφορετικούς κλάδους.
Οι εσωτερικοί πολιτικοί συσχετισμοί
Η Άγκελα Μέρκελ είναι μία καγκελάριος εν αποδρομή, η Χριστιανοδημοκρατία αναζητά νέα ηγεσία, το πολιτικό σκηνικό κατακερματίζεται και η άνοδος δυνάμεων, όπως η ακροδεξιά “Εναλλακτική για τη Γερμανία” μόνο ευελιξία στο προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα δεν προοιωνίζεται. Το “επεισόδιο” του 2015 θεωρείται ευρέως ότι υπήρξε μοιραίο για την διαδρομή της Μέρκελ.
Από την άλλη, τουλάχιστον 4 εκατομμύρια πολίτες ή απλώς κάτοικοι της Γερμανίας έχουν εν όλω ή εν μέρει τουρκική καταγωγή (ο ακριβής υπολογισμός περιπλέκεται από τους μη Τούρκους, λ.χ. Κούρδους, με προέλευση από την Τουρκία και από τους προερχόμενους από τουρκικές μειονότητες εκτός Τουρκίας) και από αυτούς 1,55 εκατομμύρια διατηρούν την τουρκική υπηκοότητα. Ο Ταγίπ Ερντογάν δεν έχει κρύψει τη φιλοδοξία του να λειτουργήσει ως πολιτικό σημείο αναφοράς και καθοδήγησης για αυτούς τους ομογενείς του, τους οποίους καλεί να μην αφομοιωθούν και σε μεγάλο βαθμό “αστυνομεύει”, μέσω των κομματικών του οργανώσεων στη Γερμανία, των αποσπασμένων Τούρκων ιμάμηδων κ.ο.κ.
Οι γεωπολιτικές βλέψεις
Η Άγκελα Μέρκελ αναγνώρισε χωρίς δυσκολία το πραγματικό επίδικο των κινήσεων του Ταγίπ Ερντογάν στα ελληνοτουρκικά σύνορα και ανταποκρίθηκε καταλλήλως υποστηρίζοντας την ιδέα της δημιουργίας ασφαλούς ζώνης για τους πρόσφυγες στην βόρεια Συρία – όπως είχε πράξει στο πρόσφατο παρελθόν η υπουργός Άμυνας Άνεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ, που όμως τότε καταγγέλθηκε για αιφνιδιασμό συμμάχων και εταίρων.
Συμπλέοντας με την γενικότερη γραμμή της Δύσης η Γερμανίδα καγκελάριος στοιχίζεται πίσω από την Τουρκία σε μία προσπάθεια να καθυστερήσει ή και να ακυρωθεί μια οριστική επικράτηση του Άσαντ και των Ρώσων και Ιρανών συμμάχων του στο μέτωπο της Συρίας.
Επιπλέον η γερμανική πολιτική έναντι της Τουρκίας καθορίζεται από το διαχρονικό άγχος του Βερολίνου να αποκτήσει λόγο στα μεσογειακά πράγματα, προσπερνώντας το παραδοσιακό αγγλο-γαλλικό αποικιακό δίδυμο.
Είναι αυτό το μέλημα που έφερε τη Γερμανία να συμπολεμά στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία (στην οποία είχε διεισδύσει με την κατασκευή του σιδηροδρόμου της Βαγδάτης) και να εξασφαλίζει μιαν ευμενή στάση “επιτήδειου ουδέτερου” από την Τουρκική Δημοκρατία κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στις μέρες μας, η μεσογειακή πολιτική είναι και ένας τρόπος να κριθούν οι ενδοευρωπαϊκοί συσχετισμοί, ιδίως σε σχέση με τη Γαλλία. Η διπλωματική παρεμβολή λ.χ. της Γερμανίας στην λιβυκή κρίση με την Διάσκεψη του Βερολίνου θα πρέπει να ιδωθεί σε αντίστιξη με την όλο και πιο ανταγωνιστική (για παρόμοιους λόγους) στάση του Παρισιού έναντι της Άγκυρας.
Αποτελούν όλα αυτά συμπτώματα μιας Γερμανίας που όπως έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά σε παλιότερους καιρούς “παραείναι μεγάλη για την Ευρώπη, αλλά παραείναι μικρή για τον κόσμο”.
πηγή:Capital.gr