Ο έλεγχος ροών από τη θάλασσα είναι ομολογουμένως μια δύσκολη επιχείρηση
Του Δημήτρη Τσαϊλά*
Το εκκρεμές της κοινής γνώμης, στα νησιά αλλά και στην ηπειρωτική Ελλάδα, φαίνεται να απομακρύνεται από την οργή, αφού μετά τη δίκαιη αγανάκτηση των κατοίκων από την αυξημένη και ανεξέλεγκτη ροή παρανόμων μεταναστών ιδιαίτερα από τη θάλασσα, από τη στιγμή όπου τα σύνορα μας έκλεισαν, ενισχύθηκε η ετοιμότητα της εθνικής μας ασφάλειας, εφόσον οι απειλές προς την Ελλάδα πολλαπλασιάστηκαν και εξελίχθηκαν σε ασύμμετρη απειλή. Τι σημαίνει όμως αυτό για μια επιχείρηση στο Αιγαίο που περιλαμβάνει την Ακτοφυλακή και το Πολεμικό Ναυτικό που είναι υπηρεσίες επιβολής του νόμου με παράλληλη στρατιωτική παρουσία;
Η διπλή επιχειρησιακή υπόσταση, που περιλαμβάνει, στρατιωτικές ενέργειες και καθεστώς επιβολής του νόμου από την Ακτοφυλακή είναι μια σπάνια εξαίρεση για τους υπηρεσιακούς προστάτες των ακτών, η οποία απαιτεί από την υπηρεσία να εξισορροπήσει τις ευθύνες για αποτροπή/ανάσχεση εισόδου παρανόμων σε ελληνικό έδαφος και διάσωση των όποιων ναυαγών οι οποίοι κινδυνεύουν, ακόμη και με δική τους ευθύνη σκίζοντας τις πνευστές σχεδίες κατά παραγγελία. Στην ικανότητα επιβολής του νόμου, η Ακτοφυλακή πρέπει να είναι συνετή όσον αφορά την τήρηση των νομικών διαδικασιών και προσεκτική στην καλλιέργεια της εμπιστοσύνης του ελληνικού κοινού. Αυτό είναι ένα δύσκολο έργο, καθώς δεν επιτρέπεται η απώλεια ανθρώπινης ζωής, ενώ οι συνθήκες την ευνοούν σε πολλές περιπτώσεις, λόγω κυρίως δυσμενών καιρικών συνθηκών, ορατότητας και πανικού.
Το Πολεμικό Ναυτικό εκτός της πύκνωσης των περιπολιών στο Ανατολικό Αιγαίο και μετάπτωσης του σε μέγιστο βαθμό ετοιμότητας, μπορεί να παρέχει κρίσιμες δυνατότητες πληροφόρησης, εντοπισμού και παρακολούθησης στην Κοινή Δύναμη με το Λιμενικό Σώμα. Τα πολεμικά σκάφη είναι εξοπλισμένα για πολεμικές επιχειρήσεις που απαιτούν δεξιότητες και ηθικό στελεχών προσανατολισμένο στη μάχη. Δεν συνιστάται τα πολεμικά πλοία να περισυλλέγουν μετανάστες, καθώς σύμφωνα και με το Διεθνές Δίκαιο τα πολεμικά είναι προέκταση του εδάφους του Κράτους Σημαίας και οι μετανάστες με την επιβίβασή τους θα ζητούσαν από τον Κυβερνήτη, εξέταση παροχής ασύλου. Οπότε αντιλαμβανόμαστε ότι το πρόβλημα θα δυσκόλευε πολύ περισσότερο. Τα πρόσφατα όμως γεγονότα μας υπενθυμίζουν γιατί παραμένει σημαντικό να διατηρήσουμε τους ρόλους αυτούς σε στενή συνεργασία, με ενίσχυση των περιπολιών του Πολεμικού Ναυτικού, καθώς οι εχθροί μας καθιστούν όλο και πιο δύσκολο να διακρίνουμε τους παρανόμους από τους μαχητές, αφού τα τουρκικά σκάφη καθοδηγούν τις λέμβους με τους διακινητές όπου πιθανότητα να επιβιβάζονται και εξτρεμιστές ισλαμιστές, καθώς επιδιώκουν, μάλιστα, να συμβεί ένα ή περισσότερα θερμά επεισόδια, ακόμη και μια αιφνίδια ναυτική επιχείρηση στο νησιωτικό σύμπλεγμα του Καστελορίζου.
Ο Τουργκούτ Οζάλ, είχε κάνει έναν “πρόλογο” για τις υβριδικές απειλές της Τουρκίας λέγοντας: «δε χρειάζεται να κάνουμε πόλεμο με την Ελλάδα, αρκεί να αφήσουμε μετανάστες να περάσουν τα ελληνικά σύνορα». Εκείνη την εποχή είχαμε την πληροφορία ότι οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις προμηθευόντουσαν ελαστικές λέμβους μεταφοράς προσωπικού κατά χιλιάδες. Αυτό το γεγονός σήμερα σε συγκερασμό με τη τελευταία κατακραυγή του μεταναστευτικού που πλέον έχει λάβει διαστάσεις ασύμμετρης απειλής, μας θυμίζει μια αμείλικτη αλήθεια. Οι ελεύθερες κοινωνίες τείνουν να κυνηγούν την επιθυμία τους για ασφάλεια, όταν το πρόβλημα διογκωθεί. Από τους Αθηναίους που καταδίκασαν τον Θεμιστοκλή στην εξορία μετά την εκμηδένιση της περσικής απειλής, στην εκτεταμένη επιχείρηση κλειστών συνόρων, η ιστορία καταδεικνύει ένα συνεκτικό σχέδιο όπου μια υπαρξιακή απειλή θα παρακινήσει τον λαό να απαιτήσει μεγαλύτερη ασφάλεια από την κυβέρνησή του, ενώ θα καταγγείλουν αργότερα αυτά τα ίδια μέτρα ασφαλείας, όταν η απειλή φανεί να διαλύεται.
Το Λιμενικό Σώμα, επιφορτισμένο και με το έργο απώθησης των παρανόμων, βασίζεται στον υψηλό βαθμό εμπιστοσύνης του κοινού για να διατηρήσει το ρόλο του ως δύναμη επιβολής του νόμου. Οποιαδήποτε διάβρωση αυτής της εμπιστοσύνης θέτει σε κίνδυνο την ικανότητά του να εκπληρώσει το ποικίλο σύνολο αποστολών του. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι έχει υιοθετήσει πολύ πιο εμφανή, στρατιωτικού τύπου επιχείρηση, στο κλείσιμο των συνόρων. Οι ροές παρανόμων μέσω της θαλάσσης προκάλεσαν σημαντικές οργανωτικές αλλαγές στις αποστολές, τις δυνατότητες και την ταυτότητα της υπηρεσίας. Η πιο εύκολα εμφανής διαφορά είναι η ενισχυμένη στάση ασφαλείας που υιοθετήθηκε για να μετριαστεί η εισροή παρανόμων στις ακτές μας. Το Λιμενικό Σώμα προσέθεσε νέα σκάφη καταδίωξης και ευθυγραμμίστηκε πλησιέστερα με το Πολεμικό Ναυτικό τόσο για αποστολές εσωτερικής άμυνας όσο και για επιχειρήσεις έκτακτης ανάγκης. Περιπολικά σκάφη επιτηρούν τις πλωτές οδούς μας, στελεχωμένα με οπλισμένα πληρώματα, Ελικόπτερα Ακτοφυλακής γύρω από τα νησιά καθημερινά υπερίπτανται, και προσωπικό του Λιμενικού Σώματος εκτελεί μια ποικιλία από αποστολές ασφάλειας και έρευνας διάσωσης. Το αποτέλεσμα είναι ότι η δημόσια εικόνα της Ακτοφυλακής έχει εξελιχθεί από μια υπηρεσία ανθρωπιστικής σωτηρίας, σε επιβολή του νόμου για να εκτελεί έναν ρόλο πιο μάχιμο, διαθέτοντας στρατιωτικές ικανότητες κοντά στις ακτές και με πλήρη θέα στο ελληνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κοινό.
Πώς λοιπόν η Ακτοφυλακή θα μπορέσει να διατηρεί την απαιτούμενη ετοιμότητα χωρίς να πυροδοτήσει μια εχθρική ενέργεια και κριτική του κοινού;
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να υπάρχει μια πειστική στρατηγική αφήγηση που να ενημερώνει το κοινό για ποιο λόγο το Λιμενικό Σώμα, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στην κατά θάλασσα αντιμετώπιση παρανόμων, προς το συμφέρον του. Αυτή η αφήγηση πρέπει να περιγράφει με σαφήνεια τη φύση και το μέγεθος της απειλής, τις δυνατότητες που χρειάζεται να αντιμετωπίσει η Ακτοφυλακή για την απειλή αυτή και γιατί η ενισχυμένη εγχώρια ετοιμότητα της Ακτοφυλακής σε συνεργασία με το Πολεμικό Ναυτικό δεν υπονομεύει τις πολιτικές ελευθερίες ούτε υποβαθμίζει τις ανθρωπιστικές αποστολές.
Η επικοινωνία με μια σαφή στρατηγική αφήγηση δεν είναι μόνο για δημόσια κατανάλωση. Το Λιμενικό Σώμα πρέπει να το εσωτερικοποιήσει επίσης. Τα στελέχη πρέπει να κατανοήσουν την επισφαλή ισορροπία που απαιτεί η δυσκολία της αποστολής και για ποιο λόγο πρέπει να αποφύγουνε οποιαδήποτε περίπτωση υπερβολικής βίας ή αδικαιολόγητου εκφοβισμού. Αυτή η υποχρέωση δεν είναι κάτι νέο. Την ίδια καθοδήγηση είχαμε τη δεκαετία το 1990 όταν αντιμετωπίζαμε μεταναστευτική κρίση από την Αλβανία στο Ιόνιο. Όσο απλό μπορεί να φαίνεται, μπορεί μερικές φορές να αποδειχθεί δύσκολο στην πράξη. Η επιβολή του νόμου και η καταπολέμηση παραβατικότητας απαιτούν πολύ διαφορετικές νοοτροπίες και προσεγγίσεις.
Η δυνητική σύγκρουση ανάμεσα στην ανάπτυξη μιας ανθεκτικής νοοτροπίας “ετοιμότητας απώθησης” που διευκολύνει την αποτελεσματική δράση κάτω από την πίεση της αποστολής και την ανθρωπιστική ευαισθησία υπογραμμίζεται μετ’ επιτάσεως. Είναι μια κατάσταση που ξαφνικά αλλάζει από τη χρήση της δύναμης της επιβολής του νόμου σε κανόνες ανθρωπιστικής δέσμευσης. Βέβαια στην παρούσα φάση η αποστολή είναι η άμυνα της πατρίδας από την παρεμπόδιση της ασύμμετρης επίθεσης, γι’ αυτό απαιτείται η δυνατότητα άμεσης αλλαγής αντίληψης. Λόγω της ποικιλομορφίας των αποστολών της Ακτοφυλακής και της απρόβλεπτης κατάστασης του απειλητικού περιβάλλοντος, τα στελέχη πρέπει να είναι έτοιμοι να μεταβούν αμέσως από το ένα άκρο στο άλλο.
Η πρόκληση παραμένει να βελτιώσουμε περαιτέρω την στρατηγική αφήγηση της Ακτοφυλακής σε ό, τι υπόσχεται την εκπλήρωση της αποστολής του. Το Λιμενικό Σώμα πρέπει να παραμείνει ένα τεντωμένο χέρι που σώζει και μια σφιγμένη γροθιά που υπερασπίζεται. Σε συνεχή και αγαστή συνεργασία με το Πολεμικό Ναυτικό, ως ένας ευσυνείδητος στρατιωτικός φύλακας και μια ναυτική δύναμη σε άμεση ετοιμότητα. Να δείξουμε στον κόσμο ότι δεν υπάρχει καλύτερος φίλος, από τους έλληνες ναυτικούς που φυλάνε τις θάλασσες και τις ακτές μας.
*Ο Υποναύαρχος ε.α. ΠΝ Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Senior researcher of Strategy International και Member of Institute for National and International Security.
Σημείωση: Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία” την Κυριακή 8 Μαρτίου 2020
πηγή:Ανιχνεύσεις