Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΛΙΓΝΙΤΗ
του Χρήστου Γ. Μαλτέζου *
Η μεταλιγνιτική εποχή στην οποία εισέρχεται η χώρα μας, φέρνει μεγάλες αναταράξεις και ανακατατάξεις στον ενεργειακό τομέα. Το χρονικό διάστημα της σταδιακής απόσυρσης των λιγνιτικών μονάδων παραγωγής ενέργειας, το οποίο επέλεξε και δεσμεύτηκε η χώρα μας, είναι ήδη πολύ μικρό. Έως το 2023, θα υπάρξει απώλεια ενός μεγάλου μέρους της εγκαταστημένης και ικανής προς λειτουργία ηλεκτρικής ισχύος. Και αυτό, σε σύγκριση με άλλες χώρες μεγαλύτερης λιγνιτικής παραγωγής ισχύος στην Ε.Ε., που κατά συνέπεια είναι πολύ μεγαλύτεροι ρυπαντές, ωστόσο, τελούν υπό ευνοϊκότερους όρους απόσυρσης άνθρακα ως ενεργειακό καύσιμο
Το πρόσφατο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) προηγείται ενός βασικού σχεδίου (MasterPlan), αντί να έπεται αυτού. Το πρόσφατο ΕΣΕΚ περιορίζει τον χρόνο μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή περισσότερο από το αμέσως προηγούμενο ΕΣΕΚ, για το οποίο η χώρα είχε παραδεχτεί δημόσια ότι ήταν ένας φιλόδοξος στόχος.
Η γεωγραφική κατανομή εγκαταστημένης ισχύος αλλάζει. Η Δυτική Μακεδονία παύει να είναι το μεγαλύτερο ενεργειακό κέντρο της χώρας, ενώ η Στερεά Ελλάδα έχει επιφορτιστεί το μεγαλύτερο μέρος της εγκαταστημένης και λειτουργικής ηλεκτρικής ενέργειας από μη λιγνιτικούς θερμοηλεκτρικούς σταθμούς (ΘΗΣ). Το μεγαλύτερο μέρος της εγκαταστημένης ισχύος από τα αιολικά πάρκα είναι συγκεντρωμένο κατά σειρά στη Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο και Θράκη, ενώ στη Δυτική Μακεδονία μόνο ένα μικρό μέρος. Επίσης, οι Φ/Β σταθμοί παραγωγής ενέργειας είναι λιγότεροι, προς το παρόν, στην Δυτική Μακεδονία από σχεδόν όλες τις άλλες περιοχές της επικράτειας.
Εξ αιτίας της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης που πλήττει και την Ελλάδα, λόγω της πανδημίας του ιού Covid-19, είναι πιθανό να υπάρξει αναγκαστική περίοδος χάριτος για την μετάβαση στην μεταλιγνιτική εποχή. Σε περίπτωση ενεργειακού κινδύνου, οι λιγνιτικές μονάδες της χώρας μας, θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια ικανή εφεδρεία σε κατάσταση λειτουργίας για παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, έως ότου παρέλθει η τρέχουσα κρίση. Αυτό θα μπορούσε να την ανακουφίσει οικονομικά, δεδομένου ότι και από πριν την πανδημίας εποχή, η χώρα μας έχει μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση λόγω εισαγωγών φυσικού αερίου, πετρελαίου και ηλεκτρικού ρεύματος. Διανύουμε καιρούς γεωπολιτικής αβεβαιότητας και οικονομικής ύφεσης, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον προγραμματισμό και αξιοπιστία στη τροφοδοσία φυσικού αερίου, μέσω αγωγών ή πλοίων με LNG.
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη μεταλιγνιτική εποχή, δίνεται μεγάλη ευκαιρία, με κατάλληλο εθνικό στρατηγικό σχέδιο, για εκμετάλλευση των τεράστιων εναπομεινάντων εγκαταστάσεων σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας και ορυχεία λιγνίτη. Μπορεί να υπάρξει ενδογενής παραγωγική (βιομηχανική και αγροτική) ανασυγκρότηση Εθνικής αυτάρκειας στους πρωτογενείς και δευτερογενείς τομείς παραγωγής. Αυτό θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη και λύσεις στο εργασιακό και δημογραφικό πρόβλημα, ιδίως για τη περισσότερο θιγόμενη από την απολιγνιτοποίηση Περιφέρεια της Δυτικής Μακεδονίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού, Europe beyond Coal : «Στη Σύνοδο Κορυφής των Ηνωμένων Εθνών “Δράση για το Κλίμα” που έγινε στη Νέα Υόρκη τον Σεπτέμβριο του 2019, ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα θα κλείσει όλους τους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ηλεκτρισμού έως το 2028. Τον Δεκέμβριο που ακολούθησε, ο χειριστής των σταθμών, ΔΕΗ, αποφάσισε να πάψει τη λειτουργία όλων των υφιστάμενων λιγνιτικών σταθμών παραγωγής ηλεκτρισμού έως το 2023. Ο μόνος σταθμός που θα παραμείνει έως το 2028 θα είναι η Πτολεμαΐδα Νο5, η οποία είναι, το τρέχον διάστημα υπό κατασκευή και η τύχη της οποίας δεν είναι ασαφής. Η μετατροπή της σε φυσικό αέριο εξετάζεται. Με το τεράστιο δυναμικό της για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα πρέπει να διασφαλίσει ότι η μετάβαση από τον άνθρακα να είναι 100% σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μια περιφέρεια στην Ελλάδα (Δυτική Μακεδονία) αποτελεί προτεραιότητα στη πλατφόρμα μετάβασης των νέων Περιφερειών με καύσιμο άνθρακα της Ευρωπαϊκής Ένωσης»..
Η σταδιακή απολιγνιτοποίηση και η έμφαση σε ανανεώσιμες πηγές (ΑΠΕ) προβλέπεται από το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ, ΦΕΚ 4893/31-12-2019). Αυτό σημαίνει ότι:
Α. Το κέντρο βορείου συστήματος ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, η Δυτική Μακεδονία, θα βρεθεί με ανενεργές εγκαταστάσεις έξη μεγάλων ΑΗΣ συνολικής ισχύος 4.438 MW από το έτος 2023. H νέα μονάδα Πτολεμαϊδα Νο5 των 660 MW προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία τέλος 2020 με αρχές 2021 και να αποσυρθεί ως λιγνιτική μονάδα το έτος 2028.
Β. Στo νότιο σύστημα ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ, στη Μεγαλόπολη, θα κλείσουν οι λιγνιτικές Μονάδες Νο3 & Νο4 των ΑΗΣ Μεγαλόπολης Α’ & Β’, συνολικής ισχύος 850 MW, από το έτος 2022 , αλλά θα παραμείνει η νέα Μονάδα Νο5 (800 MW) φυσικού αερίου του ΑΗΣ Μεγαλόπολης Β’, λειτουργικής ισχύος 500 MW, λόγω μη αναβάθμισης δικτύου. Ο σχετικός νόμος για την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ κάνει σαφή αναφορά στον περιορισμό της λειτουργίας της Μονάδας Νο5 στη Μεγαλόπολη στα 500 MW έναντι δυναμικότητας 800 MW, διευκρινίζοντας ότι η κατάσταση αυτή θα ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση του Κέντρου Υψηλής Τάσης (ΚΥΤ) Πελοποννήσου, για το οποίο όμως δεν υπάρχει δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα.
Τον Ιανουάριο του 2017, κλιμάκιο Κινέζων εμπειρογνωμόνων επισκέφτηκε τα ορυχεία και τις εγκαταστάσεις της λιγνιτικής μονάδας Μελίτη-Νο1, στη Φλώρινα, για την προοπτική συνεργασίας της κινεζικής εταιρείας China Machinery Engineering Corporation (CMEC) με την ΔΕΗ. Ο σχεδιασμός της ΔΕΗ πρoέβλεπε την κατασκευή μονάδας Μελίτη Νο2 ισχύος 450 MW, ύψους 750 εκατ. ευρώ, με υψηλό βαθμό απόδοσης 41,5% και λιγνίτη με μεγάλη θερμογόνο δύναμη. Στο κοινοπρακτικό σχήμα επρόκειτο να συμμετέχουν η CMEC, η ΔΕΗ και ιδιώτες, που διαθέτουν ορισμένα ορυχεία στην περιοχή της Φλώρινας. Όμως, λόγω της απόφασης ΕΕ για σταδιακή απολιγνιτοποίηση, η μονάδα Μελίτη Νο2, από το 2019, παρέμεινε στα σχέδια.
Η χώρα μας δεν τήρησε τη δέσμευση της στον ΟΗΕ για οριστικό κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων το 2028, που κατά δημόσια παραδοχή της κυβέρνησης, υπήρξε ένας φιλόδοξος στόχος. Η μη τήρηση της χώρας μας δεν αφορά την επέκταση του χρονικού ορίου, προκειμένου να υπάρξει καλύτερη προσαρμογή στην μεταβατική περίοδο εισόδου της μεταλιγνιτικής εποχής. Τουναντίον, η ίδια χώρα συρρίκνωσε το χρονικό όριο συμμόρφωσης της, από το 2028 στο 2023, αφού τότε κλείνουν όλες τις λιγνιτικές μονάδες, εκτός της μονάδας Πτολεμαΐδα Νο5 (550 MW), που θα ξεκινήσει η λειτουργία της το τέλος του 2020 με αρχές του 2021 και θα κλείσει ως λιγνιτική το 2028. Επιπλέον, για τον ΑΗΣ Αμυνταίου αποφασίστηκε να κλείσει το 2020, αντί να κλείσει στο τέλος του 2021 όπως είχε αρχικά προγραμματισθεί.
Η Συμφωνία των Παρισίων έχει ως στόχο να πετύχει η Ευρώπη σταδιακά, μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα το έτος 2050. Στον ίδιο χρονικό ορίζοντα του 2050 για μηδενικό αποτύπωμα διοξειδίου του άνθρακα, ήταν προσαρμοσμένες και οι μελέτες της ΑΝΚΟ (Αναπτυξιακή Δυτικής Μακεδονίας), της τοπικής αυτοδιοίκησης, του ΤΕΕ, του ΓΕΩΤΕΕ και των άλλων φορέων. Σύμφωνα με το αρχικό ΕΣΕΚ, ο στόχος έως το 2030, για μερίδιο του λιγνίτη στο ενεργειακό μίγμα ως καύσιμο βάσης στην ηλεκτροπαραγωγή, ήταν 16,5%.
Με τον στόχο 16,5% θα μπορούσε να συνεχίσει η λειτουργία των μονάδων Μελίτης, Αγίου Δημητρίου Νο 5, της νέας μονάδας Πτολεμαΐδα Νο 5 και της Μεγαλόπολης. Επιπλέον, οι δύο μονάδες του Αμυνταίου θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, με την προϋπόθεση κατασκευής μονάδας αποθείωσης.
Εντωμεταξύ, η διενέργεια μετεγκαταστάσεων των οικισμών της Ποντοκώμης, της Ακρινής και των Αναργύρων, τα προβλήματα των καθιζήσεων στον οικισμό των Βαλτονέρων και τα προβλήματα στον οικισμό της Αχλάδας, υπάρχει φόβος να μετατεθούν σε βάθος χρόνου.
Την Συμφωνία των Παρισίων ακολουθεί σχεδόν όλη η Ευρώπη, εκτός από την Πολωνία, η οποία ζήτησε εξαίρεση για το 2050, διότι η παραγωγή της εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τον λιγνίτη και τον λιθάνθρακα. Ακόμη και η Γερμανία, με τις τεράστιες οικονομικές δυνατότητες που διαθέτει, έχει ως φιλόδοξο στόχο την αποανθρακοποίηση το 2038 με 2040 και δεν συζητά καμιά δέσμευση πριν το 2030. Η δε Παγκόσμια Τράπεζα, ως τεχνικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μελετούσε τη μετάβαση με αυτά τα δεδομένα. Όμως, η Χώρα μας δεσμεύεται για πλήρη κατάργηση του λιγνίτη στην ηλεκροπαραγωγή θεωρητικά 20 έτη νωρίτερα (2030 αντί 2050) και ουσιαστικά (με εξαίρεση τη νέα μονάδα Πτολεμαϊδα Νο 5), 27 έτη νωρίτερα (2023 αντί 2050).
Ο Φρανς Τίμερμανς, Αντιπρόεδρος για την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», ανακοίνωσε τα χρήματα του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης. 7,5 δις ευρώ για 41 περιφέρειες της Ευρώπης. Ο τρόπος κατανομής των κονδυλίων στα Κράτη μέλη είναι άδικος. Η επιτροπή χρησιμοποιεί έναν αλγόριθμο για τον υπολογισμό, χωρίς σαφήνεια και διαφάνεια των στοιχείων που χρησιμοποίησε με αποτέλεσμα:
- ΗΠολωνία, η οποία δεν υποστήριξε και εξαιρέθηκε από την πράσινη συμφωνία για κλιματική ουδετερότητα το 2050, θα λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο: 2 δις ευρώ
- ΗΓερμανία, η πιο ισχυρή οικονομία της ΕΕ, θα λάβει 877 εκατ. ευρώ.
- ΗΡουμανία 757 εκατ. ευρώ,
- ΗΤσεχία 581 εκατ. ευρώ
- Η Βουλγαρία581 εκατ. ευρώ
- Η Γαλλία, η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία δεν έχει μεγάλη εξάρτηση από τον λιγνίτη και στηρίζεται στην πυρηνική ενέργεια, θα λάβει 402 εκατ. ευρώ.
- Η Ελλάδα,δυστυχώς, θα λάβει μόλις 294 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, με προγραμματισμένη απόσυρση 4.628 MW λιγνιτικής ισχύος ως το 2023 και πλήρη απολιγνιτοποίηση ως το 2028
Στη μελέτη, του 2018, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με τίτλο «EU coal regions: opportunities and challenges ahead»: αναγράφεται η εξής παράγραφος: «Περιφέρειες με τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας (όπως για παράδειγμα στην Ελλάδα και την Ισπανία) είναι πιθανό να υποστούν πρόσθετες απώλειες θέσεων εργασίας. Αναμένεται ότι η περιοχή EL53 (Δυτική Μακεδονία) που το 2016 είχε ανεργία 31,5%, θα αντιμετωπίσει το υψηλότερο κοινωνικό αντίκτυπο εάν ένα πρόσθετο 3,5% του ενεργού πληθυσμού καταστεί άνεργο, εξαιτίας του παροπλισμού των σταθμών παραγωγής και των λιγνιτωρυχείων σε αυτή την περιοχή, όπου το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) είναι ήδη 25% χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο.».
Εάν δεν ληφθούν άμεσα αναπτυξιακά μέτρα τότε θα αυξηθεί η ανεργία στo Νομό Κοζάνης, αν αυτό συμβεί θα υπάρξει μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού από τις 2 μεγαλύτερες πόλεις του Νομού (Κοζάνη, Πτολεμαΐδα) προς τα μεγάλα αστικά κέντρα ώστε να αναζητήσουν εργασία, αυτό συνεπάγεται μείωση του πληθυσμού και ερημοποίηση της περιοχής με αποτέλεσμα την πτώση του βιοτικού επιπέδου. Μελέτη του ΓΕΩΤΕΕ Δυτικής Μακεδονίας έδειξε ότι ο πληθυσμός της Δυτικής Μακεδονίας μειώνεται και καθίσταται η πιο αραιοκατοικημένη Περιφέρεια της χώρας και μια από τις πιο αραιοκατοικημένες Περιφέρειες στην Ε.Ε. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2001 είχε πληθυσμό 301.522 κατοίκους, το 2011 285.899 κατοίκους και το 2018 269.222 κατοίκους.
Η αντικατάσταση του εθνικού μας καυσίμου του λιγνίτη, με εισαγόμενο φυσικό αέριο, ως καύσιμο βάσης, αυξάνει δραματικά την ήδη υψηλή εξάρτηση της ενεργειακής επάρκειας της χώρας μας, σε μια χρονική περίοδο κρίσιμων γεωπολιτικών εξελίξεων και μεγάλης οικονομικής ύφεσης πριν την πανδημία Covid-19, και της οικονομικής λαίλαπας που ταλανίζει τη χώρα ήδη από το πρώτο 3μηνο του 2020 με απρόβλεπτες συνέπειες. Ο Ελληνικός λιγνίτης που αποτελεί συγκριτικό πλεονέκτημα και στήριξε την ανάπτυξη της χώρας, υπερφορολογήθηκε, προκειμένου είτε να καίγεται όλο και περισσότερο το 100% εισαγόμενο φυσικό αέριο είτε να εισάγουμε ηλεκτρισμό. Ο μετά το 2012 περιορισμός της αξιοποίησης του Ελληνικού λιγνίτη είχε ως αποτέλεσμα να εισάγουμε πλέον σταθερά το 20% του ηλεκτρισμού απ’ το λιγνίτη των Σκοπίων και της Βουλγαρίας, ακόμα κι απ’ τον άνθρακα της Τουρκίας.
Στην Εικόνα 1 φαίνεται η ισχύς σε κίνδυνο έως το 2025.
Στο γράφημα της Εικόνας 1, οι συμπαγείς ράβδοι δείχνουν τον αναμενόμενο παροπλισμό των μονάδων άνθρακα ανά χώρα της ΕΕ, με βάση την προσέγγιση “από πάνω προς τα κάτω” ενώ οι γραμμές σφάλματος στην κορυφή δείχνουν την έκταση πιθανής επιτάχυνσης απόσυρσης, λόγω εφαρμοσμένων προτύπων (ρήτρα) εκπομπής για μεγάλους σταθμούς παραγωγής με άνθρακα μετά το 2020, σύμφωνα με την απόφαση 2017/1442 (οδηγία 2010/75/EU του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για μεγάλους σταθμούς παραγωγής ενέργειας με άνθρακα).
Λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του άνθρακα στα ευρωπαϊκά συστήματα ηλεκτροπαραγωγής, ενδέχεται να υπάρξουν επιπτώσεις στην ασφάλεια του εφοδιασμού. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο ότι μέρος αυτής της ισχύος θα διατηρηθεί ως στρατηγικό αποθεματικό.
Η Εικόνα 2 δείχνει το ποσοστό ανέργων (%) σε οικονομικά ενεργό πληθυσμό, στις Περιφέρειες κρατών της ΕΕ που έχουν λιγνιτωρυχεία.
Σύμφωνα με το πρότυπο γεωκωδικών της ΕΕ, Nomenclature of Territorial Units for Statistics (NUTS-2), οι στατιστικές περιοχές με την μεγαλύτερη καταγραμμένη ανεργία για το 2016, στην Εικόνα 15, είναι: EL53 = Δυτική Μακεδονία και EL65 = Πελοπόννησος. Οι μπλε ράβδοι δείχνουν το % ανεργίας το 2016, οι κόκκινοι ράβδοι τα επαγγέλματα σε κίνδυνο στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό και η κόκκινη γραμμή το μέσο όρο ανεργίας της χώρας. Παρατηρούμε ότι η χώρα μας έχει τα υψηλότερα ποσοστά στην ΕΕ.
Για τη μετάβαση της Δυτικής Μακεδονίας στη μεταλιγνιτική εποχή και στην πράσινη οικονομία, ελήφθησαν οι αποφάσεις, μέσα από το νέο ΕΣΕΚ του Νοεμβρίου του 2019. Όμως, δεν έχει προηγηθεί η μελέτη ενός βασικού κατευθυντήριου σχεδίου (MasterPlan) για τη δημιουργία υποδομών και νέων θέσεων εργασίας, πριν από την κατάργηση των ήδη υφισταμένων.
Σύμφωνα με το νέο ΕΣΕΚ: “Στα μέσα του έτους 2020 θα παρουσιαστεί ένα ολοκληρωμένο, πολυδιάστατο και εμπροσθοβαρές [MasterPlan – Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης] που θα αποτελεί τον αναπτυξιακό οδικό χάρτη στην μετά τον λιγνίτη εποχή”. Όμως, η Παγκόσμια Τράπεζα δεν έχει ολοκληρώσει τις προτάσεις της, διότι, ενώ η πρώτη προσέγγιση των προτάσεων ήταν προγραμματισμένη για το 2050, όλα πρέπει να μελετηθούν από την αρχή με βάση το 2028.
Ωστόσο, διάγοντας μια παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομική ύφεση, λόγω της πανδημίας Covid-19, τα οικονομικά δεδομένα ανατρέπονται άρδην. Οι στόχοι που έχουν προσφάτως τεθεί, φαίνονται πλέον ανέφικτοι πριν παρέλθει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Μέσα από τη περίοδο παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης λόγω της πανδημίας του Covid-19 και ιδιαίτερα της επίπτωσης στην Ελλάδα των μεγάλων εισαγωγών και της υψηλής ενεργειακής εξάρτησης, δίνεται η ευκαιρία για στροφή στην ενδογενή διατροφική παραγωγή και πολιτική Εθνικής Αυτάρκειας. Με το ξέσπασμα της κρίσης το Βιετνάμ ακύρωσε τα εξαγωγικά συμβόλαια ρυζιού που είχε υπογράψει. Η Ρωσία καθυστέρησε συμφωνίες για την εξαγωγή σιτηρών. Ενδεχομένως σύντομα να κλονιστεί η Ευρωπαϊκή Κοινή Αγροτική Πολιτική, όσον αφορά προϊόντα που δεν είναι διατροφικά πχ βαμβάκι ή καπνός και να ενισχυθεί η αναδιάρθρωση παραγωγής υπέρ προϊόντων διατροφής ή υγείας. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (το 2018 για στατιστικά του 2016), η γεωργική γη στην Ελλάδα ανέρχεται σε 32,54 εκατ. στρέμματα, εκ των οποίων καλλιεργούνται τα 29 εκατ. στρέμματα. Από τα 3,5 εκατ. στρέμματα που δεν καλλιεργούνται, μόνο το 52% θεωρείται ότι διατηρούνται σε καλή γεωργική και περιβαλλοντική κατάσταση.
Η λιγνιτική βιομηχανία στο σύνολό της εξόρυξης και παραγωγής ενέργειας είναι πολύ σημαντικός παράγοντας στο ΑΕΠ της Δυτικής Μακεδονίας, γιαυτό είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να αντικατασταθεί από μια μόνο αναπτυξιακή δραστηριότητα, αλλά με πολλές διαφορετικές και με βάση την βιομηχανική τεχνογνωσία και το κατάλληλα ειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Σημαντική θα είναι η παραμονή της Δυτικής Μακεδονίας στη θέση του ενεργειακού κέντρου της χώρας (παραγωγή βιοαερίου, υδρογόνου, ΑΠΕ, αποθήκευση ενέργειας κ.α).
*Δρ. Χημικός ΕΚΠΑ, IU, PSU, τ. Επίκουρος Καθηγητής Χημείας Επικεφαλής Αξιολογητής Συστημάτων Διαχείρισης Ολικής Ποιότητας (TQM) τ. Διευθυντής Τομέα Κέντρου Δοκιμών Ερευνών & Προτύπων (ΚΔΕΠ), ΔΕΗ