Απέτυχε το “τζογάρισμα” της Ρωσίας με τον OPEC
Η κρίση ξεκίνησε στις 6 Μαρτίου στη συνεδρίαση των χωρών της ομάδας OPEC+ στη Βιέννη για να συζητήσει τις απαντήσεις στην κρίση ζήτησης που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού. (η αποκαλούμενη ομάδα OPEC+ αναφέρεται στα 13 μέλη του OPEC καθώς και σε 10 άλλα κράτη μη-μέλη, συμπεριλαμβανομένων των Ρωσίας, Μεξικού και Καζακστάν). Η Ρωσία αρνήθηκε να συμμετέχει στις μειώσεις παραγωγής και κατέστησε σαφές ότι δεν υπάρχει περιθώριο για διαπραγμάτευση ή συμβιβασμό. Αυτό ήταν σοκ όχι μόνο για την OPEC+ αλλά και για την ρωσική εσωτερική πολιτική σκηνή. Ως απάντηση, η Σαουδική Αραβία αύξησε την παραγωγή της σε επίπεδο-ρεκόρ. Το άνευ προηγουμένου διπλό σοκ στη ζήτηση και στην προσφορά, προκάλεσε προβλέψιμα την κατάρρευση των τιμών.
Αρχικά, η Ρωσία υποστήριξε ότι τα αποθεματικά της ύψους 580 δισ. δολαρίων και το ταμείο εθνικού πλούτου των άνω των 150 δισ. δολαρίων, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αυτή την καταιγίδα για τουλάχιστον έξι χρόνια. Αλλά μέχρι τα τέλη Μαρτίου, οι Ρώσοι παραγωγοί υποχρεώθηκαν να πουλήσουν πετρέλαιο σε αρνητικές τιμές. Ο Ρώσος υπουργός Οικονομικών, Anton Siluanov, προειδοποίησε ότι “τα χρόνια των παχιών αγελάδων έχουν περάσει” και ο πρόεδρος Vladimir Putin έκανε γνωστή την ετοιμότητά του να διαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία. Με βάση τη νέα συμφωνία, η Ρωσία πρέπει να προχωρήσει σε μειώσεις της παραγωγής τέσσερις φορές μεγαλύτερες από αυτές που πρότεινε τον προηγούμενο μήνα. Η Ρωσία δεν έχει μόνο χάσει έσοδα από τις έξι εβδομάδες χαμηλότερων τιμών πετρελαίου. Τώρα θα είναι χειρότερα από ό,τι στο πλαίσιο των προτάσεων του OPEC+ στη Βιέννη, σε μια περίοδο που η εξάπλωση του κορονοϊού στη Ρωσία δημιουργεί νέες απαιτήσεις στον κρατικό προϋπολογισμό. Αλλά οι πολιτικές συνέπειες είναι πιο σοβαρές.
Πολιτικές συνέπειες
Πρώτον, η Ρωσία έχει καταστρέψει τη φήμη της έναντι σημαντικών εταίρων. Η ένταξη στην ομάδα OPEC+ το 2016 έχει ενισχύσει την διπλωματία της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή και το φλερτ της με τη Σαουδική Αραβία, με αποκορύφωμα την επίσκεψη του Βαασιλιά Salman bin Abdulaziz al-Saud στη Μόσχα το 2017, την πρώτη από έναν Σαουδάραβα μονάρχη. Αλλά η απότομη και αμοιβαία καταστροφική αποτυχία της Ρωσίας να συμφωνήσει σε μια έγκαιρη απάντηση στην επίδραση του κορονοϊού στις πετρελαϊκές αγορές, και ο επακόλουθος πόλεμος τιμών πετρελαίου με τη Σαουδική Αραβία, έχουν υπονομεύσει την εμπιστοσύνη στη συμπεριφορά και κρίση της Ρωσίας.
Δεύτερον, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump διαδραμάτισε ρόλο-κλειδί στο να μεσολαβήσει για μια νέα συμφωνία της OPEC+, κάτι που ήταν εξαιρετικά ανεπιθύμητο για τη Ρωσία. Θέτει ένα προηγούμενο για τον μεγάλο αντίπαλο της Ρωσίας να επηρεάσει τις συμφωνίες της με τους εταίρους του OPEC και ως εκ τούτου τους όρους με βάση τους οποίους εξάγει το σημαντικότερο αγάθο. Το Κρεμλίνο απέρριψε την ιδέα της εμπλοκής του Trump όταν το πρότεινε αρχικά ο ίδιος και έχει μετά βίας σχολιάσει τη νέα συμφωνία. Με φόντο μια αμερικανική υπαναχώρηση από τη διεθνή δέσμευση, ο Trump παρενέβη σθεναρά για να συντονίσει ένα καρτέλ του οποίου οι ΗΠΑ δεν είναι μέλος. Το αρχικό πλήγμα της Ρωσίας στην ενότητα του OPEC+ έχει επιτρέψει στις ΗΠΑ να μπει σε αυτόν τον συντονιστικό ρόλο. Η αμερικανική ικανότητα να το κάνει αυτό υπογραμμίζει την αξιοζήλευτη θέση. Αυτή της μιας πραγματικής “ενεργειακής υπερδύναμης”. Αν και είναι τώρα ο μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου παγκοσμίως, οι ΗΠΑ δεν εξαρτώνται από τις εξαγωγές πετρελαίου. Για τις ΗΠΑ, το πετρέλαιο αποτελεί κλαδική ανησυχία. Για τη Ρωσία (και τη Σαουδική Αραβία), είναι υπαρξιακό ζήτημα.
Τρίτον, η Ρωσία έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο αδύναμη τόσο σε ανθεκτικότητα όσο και σε νεύρο, από ό,τι επιθυμεί να φαίνεται. Παρά το ότι δημιουργεί τεράστια αποθέματα για τις δύσκολες στιγμές, οι χαμηλές τιμές πετρελαίου έφεραν τη Ρωσία ξανά στο διαπραγματευτικό τραπέζι μέσα σε λίγες εβδομάδες και την οδήγησαν να αποδεχθεί μια πολύ χειρότερη συμφωνία από αυτή που της προσφέρθηκε αρχικά. Η συνεχιζόμενη ευάλωτη θέση της Ρωσίας και η ετοιμότητα της να ανταποκριθεί στις αντίξοες οικονομικές συνθήκες, μπορεί να ενθαρρύνει το αμερικανικό Κογκρέσο να εξετάσει πιο σοβαρές κυρώσεις εναντίον της.
Κανένα από αυτά δεν θα συνέβαινε εάν η Ρωσία δεν είχε απορρίψει τις προτάσεις της ομάδας OPEC+ τον Μάρτιο. Γιατί διέπραξε αυτό το μη αναγκαίο σφάλμα; Οι ρωσικές πηγές αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Igor Sechin, ένας από τους πιο στενούς συμμάχους του Putin και επικεφαλής της κρατικής Rosneft, της μεγαλύτερης εταιρείας παραγωγής πετρελαίου της Ρωσίας, άσκησε πιέσεις για αυτό προκειμένου να οδηγήσει τον αμερικανικό κλάδο σχιστόλιθου πετρελαίλου σε χρεοκοπία. Όπως μια παρόμοια προσπάθεια της Σαουδικής Αραβίας το 2015, αυτό έχει αποτύχει. Η απόφαση της Ρωσίας είναι ένα case study σε μια διάφανη, προσωποποιημένη και τακτική πολιτική, που έχει πλήξει τα πολιτικά και οικονομικά της συμφέροντα.
πηγή:Capital.gr